tuv-iso-logo tuv-iso-27001-logo

Μετατροπή Προσωπικών Εταιρειών σε ΙΚΕ ή ΕΠΕ ή ΑΕ – Εξακρίβωση της αξίας της περιουσίας

Γράφει ο Θράσος Μίαρης, Φοροτεχνικός, Συνεργάτης Ε.Ε.Α.


Πολλά τα ερωτήματα από επαγγελματίες που λειτουργούν ατομικές επιχειρήσεις για μετατροπή σε κεφαλαιουχικές λογω φορολογικών ελαφρύνσεων και μειωμένου συντελεστή φόρου από ορισμένο ποσό καθαρών  κερδών  και πάνω. Η αποτίμηση της περιουσίας για εγγραφές σε διπλογραφικά βιβλία γίνονται με έκθεση ορκωτού ελεγκτή και αποτυπώνονται στο έγγραφο σύστασης της από μετατροπή εταιρείας.

Aπό το άρθρο 123 του ν. 4601/2019 παράγραφος 1 προβλέπονται τα εξής:
«Σε περίπτωση μετατροπής σε κεφαλαιουχική εταιρεία (προσωπικών εταιρειών), απαιτείται προηγούμενη εξακρίβωση της αξίας της περιουσίας της υπό μετατροπή εταιρείας από τα πρόσωπα της παρ. 3 του άρθρου 17 του ν. 4548/2018».

Απαιτείται (αποτίμηση) των περιουσιακών στοιχείων και των υποχρεώσεων της μετατρεπόμενης επιχείρησης, στην εύλογη (τρέχουσα) αξία τους ή όχι, δηλαδή αν αρκεί η επαλήθευση της λογιστικής αξίας των περιουσιακών στοιχείων και των υποχρεώσεων όπως αυτά εμφανίζονται στα λογιστικά αρχεία της υπό μετατροπή επιχείρησης.

 

Αναλυτικά τα στοιχεία της εν λόγω διάταξης.

1. Το δίκαιο των μετασχηματισμών όπως ενσωματώνεται στο ν. 4601/2019, προέρχεται από την Οδηγία 1132/2017 η οποία έχει ως αντικείμενο τις διατάξεις περί ανωνύμων εταιρειών οι οποίες έχουν ενσωματωθεί στο ν. 4548/2018 και τις διατάξεις περί συγχωνεύσεων και διασπάσεων των επιχειρήσεων, οι οποίες έχουν ενσωματωθεί στο ν. 4601/2019.

2. Η εν λόγω Οδηγία δεν περιλαμβάνει ειδικές διατάξεις για την μετατροπή επιχειρήσεων. Αυτές ενσωματώθηκαν στο νόμο για την κάλυψη των περιπτώσεων των μετατροπών που είναι σημαντικό αντικείμενο του εμπορικού δικαίου, για τη διευκόλυνση της μεγέθυνσης των επιχειρήσεων.

3. Παρόλα αυτά, στο άρθρο 54 της Οδηγίας 1132/2017, αναφέρεται ρητά ότι «μέχρι την εναρμόνιση, σε μεταγενέστερο στάδιο, των εθνικών νομοθεσιών, τα κράτη μέλη λαμβάνουν τα αναγκαία μέτρα για να δοθούν εγγυήσεις τουλάχιστον ίδιες με εκείνες που προβλέπουν τα άρθρα 3 έως 6 και τα άρθρα 45 έως 53, σε περίπτωση μετατροπής εταιρείας άλλης νομικής μορφής σε εταιρεία περιορισμένης ευθύνης (limited liability company)». Σημειώνεται ότι στο παράρτημα της Οδηγίας 1132/2017 ως εταιρείες περιορισμένης ευθύνης εμφανίζονται οι ΑΕ, οι ΕΠΕ και οι ΟΕ κατά μετοχές.

Τα άρθρα 45-53 της Οδηγίας στα οποία παραπέμπει το άρθρο 54 αυτής και ειδικότερα το άρθρο 49, είναι το άρθρο που επιβάλλει την αποτίμηση των εισφορών σε είδος στην εύλογη αξία τους το οποίο έχει ενσωματωθεί στο άρθρο 17 του ν. 4548/2018.

4. Βάσει της ανωτέρω πρόβλεψης της Οδηγίας, μια πρώτη σκέψη είναι, ότι σε περίπτωση μετατροπής προσωπικής εταιρείας σε ΑΕ, ΕΠΕ ή ΙΚΕ, που είναι και η συνήθης περίπτωση, και στην οποία γίνεται αύξηση του κεφαλαίου της ΑΕ/ΕΠΕ/ΙΚΕ με την περιουσία της μετατρεπόμενης ΟΕ, θα μπορούσε να θεωρηθεί ότι υπάρχει εισφορά σε είδος και συνεπώς η καθαρή περιουσία της ΟΕ αποτιμάται από τον εμπειρογνώμονα του άρθρου 123 στην εύλογη αξία της, προκειμένου να εισφερθεί στην ΑΕ/ΕΠΕ/ΙΚΕ και να γίνει κεφάλαιο.

5. Αυτό παρότι θα μπορούσε να έχει υιοθετηθεί ρητά στο άρθρο 123 του Ν. 4601/2019, ως αναφερόμενο στην Οδηγία, δεν έγινε. Δηλαδή θα μπορούσε η παράγραφος 1 του άρθρου 123, να αναφέρει ότι η εξακρίβωση της αξίας της περιουσίας της μετατρεπόμενης επιχείρησης γίνεται βάσει του άρθρου 17 του ν. 4548/2018, οπότε θα απαιτείτο αποτίμηση αυτής. Αντί αυτού χρησιμοποιείται η διατύπωση, ότι η εξακρίβωση της αξίας της περιουσίας της υπό μετατροπή εταιρείας γίνεται από τα πρόσωπα της παρ. 3 του άρθρου 17 του ν. 4548/2018, που δηλώνει ότι πρόθεση του νομοθέτη δεν ήταν να επιβάλλει την αποτίμηση της καθαρής περιουσίας, αλλά μόνο να εξασφαλίσει την ύπαρξή της, αφού από αυτήν θα προκύψει κεφάλαιο, μέσω των προσώπων του άρθρου 17 του Ν. 4548/2018.

6. Η ανωτέρω πρόθεση του νομοθέτη δεν ήταν ούτε τυχαία, ούτε άστοχη. Από οικονομικής απόψεως, κατά την μετατροπή μιας επιχείρησης συγκεκριμένης μορφής σε άλλη μορφή, δεν μπορεί να θεωρηθεί ότι υπάρχει εισφορά περιουσίας, αφού η επιχείρηση από πλευράς χρηματοοικονομικής δομής παραμένει ακριβώς ίδια. Η περιουσία κατά την μετατροπή, προέρχεται από εισφορές που έχουν γίνει στο παρελθόν, καθώς ενδεχομένως και από μη διανεμηθέντα κέρδη ή ζημίες που έχουν σωρευθεί, τα οποία είναι στοιχεία που δεν μπορούν να θεωρηθούν ως νέες εισφορές, αφού υπήρχαν. Πρόκειται δηλαδή για μια καθαρά νομική ενέργεια, που αφορά την μεταβολή του νομικού τύπου της επιχείρησης, η οποία δεν μπορεί να έχει χρηματοοικονομική επίπτωση βάσει της αρχής «η ουσία υπεράνω του τύπου». Αλλά και αυστηρά αν εξετασθεί από πλευράς της Οδηγίας 1132/2017, δεν προκύπτει αναγκαστικά ότι απαιτείται αποτίμηση, διότι από την διατύπωση που χρησιμοποιεί το άρθρο 54 αυτής περί «ίδιων εγγυήσεων», δεν στοιχειοθετείται ότι το θεμελιώδες μέτρο που υιοθετήθηκε από τον νομοθέτη περί χρήσης των προσώπων του άρθρου 17 του ν. 4548/2018 για την εξακρίβωση της περιουσίας, ώστε να μην υπάρχει αυθαιρεσία στην κεφαλαιοποίηση, δεν είναι, «ίδια-ισοδύναμη εγγύηση».

7. Από την άλλη πλευρά, αν θεωρηθεί ότι με την διατύπωση του νόμου, ρητά δεν επιτρέπεται η αποτίμηση της καθαρής περιουσίας της μετατρεπόμενης επιχείρησης στην εύλογη αξία της, η διάταξη θα ήταν απολύτως άστοχη και στην ουσία ανενεργός. Και τούτο διότι βάσει του ισχύοντος λογιστικού πλαισίου (ΕΛΠ και ΔΠΧΑ), η επιχείρηση μπορεί να αλλάξει μέθοδο αποτίμησης για τα στοιχεία που επιτρέπεται να το κάνει, όπως τα ακίνητα και τα χρηματοοικονομικά, βάσει των εν λόγω προτύπων πριν την μετατροπή και στη συνέχεια να προχωρήσει σε μετατροπή, ενέργεια που είναι απόλυτα νόμιμη και θα καθιστούσε την υποτιθέμενη απαγόρευση του άρθρου 123 του ν. 4601/2019, χωρίς νόημα και ισχύ.

Συμπέρασμα

Από τα ανωτέρω διαπιστώνεται ότι η διατύπωση του άρθρου 123, μόνο περί χρήσης των προσώπων του άρθρου 17 του Ν. 4548/2018 για την εξακρίβωση της καθαρής περιουσίας της μετατρεπόμενης επιχείρησης, δεν θέτει περιορισμό σε ποια αξία θα γίνει η αποτίμηση των καθαρών περιουσιακών στοιχείων της. Δηλαδή, η αποτίμηση μπορεί να γίνει είτε στις ανακτήσιμες λογιστικές αξίες (όχι σε εσφαλμένες λογιστικές αξίες), είτε στις εύλογες αξίες τους βάσει του εφαρμοζόμενου λογιστικού πλαισίου, κατά την κρίση της διοίκησης της μετατρεπόμενης οντότητας.