tuv-iso-logo tuv-iso-27001-logo

Προσφυγή κατά του ΕΝ.Φ.Ι.Α. από τον Δ.Σ.Α.

Eνδικοφανή προσφυγή κατά της πράξης διοικητικού προσδιορισμού φόρου ΕΝΦΙΑ στα ακίνητα του Συλλόγου, κατέθεσε ο Δικηγορικός Σύλλογος της Αθήνας

Eνδικοφανή προσφυγή κατά της πράξης διοικητικού προσδιορισμού φόρου ΕΝΦΙΑ στα ακίνητα του Συλλόγου, κατέθεσε ο Δικηγορικός Σύλλογος της Αθήνας.

Με τη προσφυγή του ο ΔΣΑ αμφισβητεί την συνταγματικότητα του επίμαχου φόρου και επισημαίνει ότι η ορθή εφαρμογή και επιβολή του απαιτεί εκκαθάριση επί  της πραγματικής αγοραστικής αξίας και όχι με το σύστημα αντικειμενικών αξιών. Ο ΔΣΑ ζητά επίσης να αναγνωρισθεί ότι ως επιστημονικός σύλλογος, εξαιρείται από τη φορολόγηση για τα ακίνητα που χρησιμοποιούνται αποκλειστικά για την εξυπηρέτηση των σκοπών του συλλόγου(κυρίως επιστημονικών και εκπαιδευτικών).

«Η φορολόγηση απρόσοδης ακίνητης περιουσίας», τονίζεται στη προσφυγή, «καταλήγει απροκάλυπτα στη (μερική) δήμευσή της και συνακόλουθα σε εκ πλαγίου παραβίαση των σχετικών συνταγματικών απαγορεύσεων και περιορισμών. Η δήμευση/απαλλοτρίωση περιουσιακού δικαιώματος και δη ακίνητης περιουσίας είναι δυνατή κατά το Σύνταγμα μόνο εφόσον καταβληθεί αντίστοιχη στην αξία του ακινήτου αποζημίωση» άρθρο 17). Σωρευτικά με την επιβολή του ΕΝΦΙΑ, παραβιάζονται τα άρθρα 4 παρ. 1 και 5, 17, 78 παρ.1 του Συντάγματος».

«Η φορολόγηση με αντικείμενο τη περιουσία, πρέπει να ανταποκρίνεται στη φοροδοτική ικανότητα των πολιτών… Μόνη η διατήρηση ακίνητης περιουσίας», αναφέρεται χαρακτηριστικά, «όποια κι αν είναι η αξία της, δεν αρκεί για να τεκμηριώσει φοροδοτική ικανότητα, εφόσον δεν διαπιστώνεται ανάλογη οικονομική δυνατότητα, ήτοι παραγωγή εισοδήματος για τον φορολογούμενο, η οποία να επαρκεί για την κάλυψη των φορολογικών επιβαρύνσεων που αποδίδονται στην ακίνητη περιουσία».

Όπως υπογραμμίζεται, θα πρέπει τα εισοδήματα όχι μόνο να επαρκούν για καταβολή των φόρων αλλά και ένα σημαντικό τμήμα αυτών να απομένει στον φορολογούμενο, κατ’ επιταγήν και της συνταγματικά κατοχυρωμένης αρχής της οικονομικής ελευθερίας(άρθρο 5 του Συντάγματος).

Επισημαίνεται επίσης στη προσφυγή του ΔΣΑ ότι:

– Μετά το νόμο 4172/2013 που προέβλεψε αυτοτελή φορολόγηση 10% επί των μισθωμάτων, η όποια φορολόγηση των ακινήτων θα έπρεπε να εξαντλείται στα εισοδήματα που αποφέρουν τα ακίνητα. Διαφορετικά το ίδιο περιουσιακό στοιχείο(και όχι το εισόδημα) φορολογείται εις διπλούν.

– Η φορολογική επιβάρυνση των ακινήτων ανεξάρτητα από το αν αποφέρουν εισόδημα, κατ’ εξαίρεση έχει κριθεί συνταγματικά ανεκτή, μόνο για χρονικά περιορισμένο διάστημα και εφόσον υπάρχουν έκτακτες δημοσιονομικές ανάγκες. Είναι σαφές όμως ότι ο νόμος περί ΕΝΦΙΑ δεν έχει προσωρινό χαρακτήρα αλλά θα επιβαρύνει εις το διηνεκές κάθε ιδιοκτήτη ακινήτου.

– Η επιχειρηματολογία αυτή ισχύει και για νομικά πρόσωπα και δη όταν αυτά είναι μη κερδοσκοπικά καθώς η όποια τυχόν περιουσία του(συνήθως από τις εισφορές των μελών του) εξαντλείται αποκλειστικά στην εξυπηρέτηση του σκοπού του και δεν νοείται φορολόγηση επ΄ αυτής.

– Πέραν της αντισυνταγματικότητας του φόρου, από τον ΕΝΦΙΑ θα έπρεπε να εξαιρεθούν τα ιδιοχρησιμοποιούμενα ακίνητα του ΔΣΑ. Οι Δικηγορικοί Σύλλογοι είναι ΝΠΔΔ και σκοπός τους είναι πρωτίστως επιστημονικός. Ο ΔΣΑ είναι ο πρώτος επιστημονικός σύλλογος της χώρας. Η εκπλήρωση των σκοπών του έχουν σαφώς μορφωτικό και εκπαιδευτικό χαρακτήρα, αφού στο κτήριο του ΔΣΑ βρίσκονται η βιβλιοθήκη(η μεγαλύτερη νομική βιβλιοθήκη της χώρας), η Τράπεζα Νομικών πληροφοριών, οι υπηρεσίες του συλλόγου ενώ στις αίθουσες του διοργανώνονται, συστηματικά, επιμορφωτικά σεμινάρια και εκδηλώσεις. «Δεν φανταζόμαστε ότι ο νομοθέτης προνόησε να μην επιβαρύνει π.χ τα αθλητικά σωματεία και απέκλεισε τους επιστημονικούς συλλόγους, όταν μάλιστα οι οικονομικοί πόροι αυτών προέρχονται αποκλειστικά από τις εισφορές των μελών του», τονίζεται στη προσφυγή.

– Η πρόβλεψη του άρθρο 6 παρ. 2 του νόμου 4223/2013, ότι η δήλωση ΕΝΦΙΑ θα υποβληθεί μηχανογραφικώς ερήμην μας, από το ίδιο το υπουργείο Οικονομικών, μας στέρησε την δυνατότητα να ζητήσουμε την φορολόγησή μας επί της πραγματικής αγοραίας αξίας των ακινήτων μας. Αυτή όμως η κατάσταση δεν μπορεί να οδηγήσει σε κατάλυση του συνταγματικά κατοχυρωμένου δικαιώματος μας να ανταποδείξουμε την αξία των ακινήτων μας και να φορολογηθούμε επ΄ αυτής», καταλήγει η προσφυγή.