tuv-iso-logo tuv-iso-27001-logo

Έμμεσες τεχνικές ελέγχου: Κάτι νέο έρχεται… (μέρος α’)

Του Οικονομικού Επόπτη του Ε.Ε.Α., φοροτεχνικού, Παναγιώτη Παντελή

σε συνεργασία με τον φοροτεχνικό Ηλία Χατζηγεωργίου

Εδώ και πολλές δεκαετίες, οι οδηγίες του Υπουργείου Οικονομικών είχαν σαν κύριο τρόπο ελέγχου τα βιβλία και στοιχεία των επιχειρήσεων… Έλεγχαν τα βιβλία, τα στοιχεία, εάν υπήρχαν πλαστά ή εικονικά τιμολόγια και επέβαλαν υπέρογκα πρόστιμα σε επιχειρήσεις, τα οποία μόνο βεβαιώνονταν και ποτέ δεν εισπράττονταν. Άλλωστε, το αληθές των προαναφερθέντων αποτελούν τα δεκάδες δισεκατομμύρια που έχουν βεβαιωθεί και, όπως όλοι γνωρίζουμε, ποτέ δεν πρόκειται να εισπραχθούν….

Κάποια στιγμή το Υπουργείο Οικονομικών «ανακάλυψε» ότι δεν είναι δυνατόν να ελέγχει, για παράδειγμα, μια Α.Ε. με πολλές χιλιάδες ευρώ ζημιά ή κάποιες ελάχιστες χιλιάδες ευρώ κέρδη για σειρά ετών και ο μέτοχος ή ο επιχειρηματίας να έχει στην κατοχή του βίλες, πολυτελή αυτοκίνητα, σκάφη και αεροσκάφη, εν ολίγοις πολυτελείς δαπάνες.

Από πού βρέθηκαν τα χρήματα αυτά για να αγοραστούν όλα αυτά και να υπάρχει η πολυτελής διαβίωση;

Το Υπουργείο Οικονομικών σκέφτηκε ότι μάλλον κάτι κάνει λάθος, ο τρόπος σκέψης του κάποια στιγμή άλλαξε κι αποφάσισε ο έλεγχος να ξεκινάει από το φυσικό πρόσωπο, τις καταθέσεις στους τραπεζικούς του λογαριασμούς κι όπου χρειαστεί να γυρίζει πίσω και να ελέγχει την εταιρεία στην οποία είναι μέτοχος ή εταίρος.

Όλοι θυμόμαστε τη στιγμή που ήρθαν οι πρώτες προσκλήσεις για όσους είχαν κάνει εμβάσματα στο εξωτερικό το 2013… Οι έλεγχοι ξεκίνησαν από το 2000, με φορολογούμενους οι οποίοι έψαχναν να βρουν στοιχεία και να αποδείξουν που βρήκαν τα χρήματα κι εάν αυτά ήταν φορολογημένα. Ο τρόπος ελέγχου πήρε διάσταση, το θέμα έγινε γνωστό και οι φορολογούμενοι πια πρόσεχαν τις τραπεζικές τους καταθέσεις.

Έπειτα ήρθαν και οι παραγραφές του ΣτΕ…

Σήμερα λοιπόν παραμένουν ανοιχτές για έλεγχο, εκτός ελάχιστων εξαιρετικών περιπτώσεων, οι χρήσεις από το 2013 και μετά.

Με φορολογούμενους υποψιασμένους, το αντικείμενο του φορολογικού ελέγχου για τις υπηρεσίες του Υπουργείου Οικονομικών περιορίζεται.

Ήδη όμως από το 2011 δειλά-δειλά και με μεγαλύτερη έμφαση από τις χρήσεις του 2014 και μετά, προχώρησε στον επόμενο τρόπο ελέγχου των φυσικών προσώπων. Ωρίμασε ένα ήδη θεσμοθετημένο εργαλείο για την αντιμετώπιση της φοροδιαφυγής κι αυτό το εργαλείο ονομάζεται «έμμεσες τεχνικές ελέγχου».

Με αυτήν τη μεθοδολογία η ελεγκτική αρχή καλεί τον φορολογούμενο να αποκαλύψει με λεπτομέρεια πως ζούσε τα τελευταία χρόνια, όχι μόνο με τα εισοδήματα που δήλωνε στις φορολογικές του δηλώσεις και τις τραπεζικές του καταθέσεις, αλλά με βάση τις δαπάνες και τους λογαριασμούς που αυτός πλήρωνε για κινητά τηλέφωνα, δίδακτρα στην Ελλάδα και το εξωτερικό, φροντιστήρια ή οποιαδήποτε άλλη δαπάνη πραγματοποίησε.

Η χρήση των έμμεσων τεχνικών ελέγχου οδηγεί την υπηρεσία να προσδιορίσει το φορολογητέο εισόδημα του φορολογούμενου μέσω της ανάλυσης της οικονομικής του κατάστασης, κάνοντας χρήση από διάφορες πηγές από όπου μπορεί να αντλήσει στοιχεία πέρα από τη φορολογική του δήλωση και τα επίσημα βιβλία και στοιχεία.

Επειδή η συγκεκριμένη μέθοδος φορολογικού ελέγχου αρχίζει και εφαρμόζεται κατά κόρον, θεωρώ αναγκαίο να γράψω μερικές παραγράφους που να δίνουν κάποιες πρώτες οδηγίες και απαντήσεις σχετικά με αυτήν, βασιζόμενος στη σχετική νομοθεσία και τις εφαρμοστικές εγκυκλίους του Υπουργείου.

Η οργάνωση της λειτουργίας του ελέγχου έχει τρεις βασικές παραμέτρους:

– Η πρώτη είναι οι διακρίσεις του ελέγχου (προσωρινός, τακτικός, μερικός, έλεγχος από το γραφείο ή στην έδρα της επιχείρησης),

– Η δεύτερη είναι ο τρόπος που οι νομικές οντότητες δίνουν τα οικονομικά στοιχεία στις φορολογικές αρχές, και

– Η τρίτη αφορά τις τεχνικές ελέγχου και την αναγνώρισή τους ως μεθόδων ικανών να προσδιορίσουν το φορολογητέο εισόδημα.

Όπως προαναφέραμε, μέχρι το 2012 ο έλεγχος εφάρμοζε τις γενικές διατάξεις φορολογίας εισοδήματος του ΚΦΕ και η ελεγκτική διαδικασία πραγματοποιείτο επί το πλείστον στα βιβλία και στοιχεία του επιτηδευματία, για να διαπιστωθεί εάν η τήρηση των στοιχείων και η έκδοση των στοιχείων της ελεγχόμενης χρήσης έγινε σύμφωνα με τις διατάξεις του ΚΒΣ και με τις παραδεκτές αρχές της λογιστικής, εάν είναι δυνατή η διενέργεια ελεγκτικών επαληθεύσεων στις συναλλαγές που έχουν καταχωρηθεί, καθώς και στα αποτελέσματα που προκύπτουν από αυτά.

Επίσης, με το άνοιγμα των τραπεζικών καταθέσεων ο έλεγχος έκρινε σε ποιες περιπτώσεις οι καταθέσεις συνιστούν προσαύξηση περιουσίας, η οποία δεν είναι δυνατόν να συσχετισθεί με τα δηλωθέντα εισοδήματα του ελεγχόμενου οικονομικού έτους, ούτε αποδείχθηκε η πηγή και η αιτία προέλευσής τους και συνεπώς συντρέχει η εφαρμογή των διατάξεων του άρθρου 48 § 3 του Ν.2238/1994.

Η πρώτη θεσμοθέτηση των έμμεσων τεχνικών ελέγχου έγινε στις αρχές του 2012 με το άρθρο 67β του Ν.2238/1994, ως εργαλείο κατάλληλο για τον προσδιορισμό της φορολογητέας ύλης παράλληλα με τις παραδοσιακές μεθόδους ελέγχου. Με την απόφαση ΔΕΣ Α 1077357/ΕΞ2013/10-5-2013, όπως δημοσιεύθηκε στα ΦΕΚ.1136/ΒΊ10-5-2013 και ΦΕΚ.1199/ΒΊ16-5-2013, καθορίστηκε ο τρόπος εφαρμογής των έμμεσων τεχνικών στη διαδικασία του τακτικού ελέγχου παράλληλα με τις ισχύουσες διατάξεις περί τακτικού ελέγχου του ΚΦΕ, σε συνδυασμό με τις εγκυκλίους ΠΟΛ 1171/04-07-2013 και ΠΟΛ 1270/24-12-2013.

Οι έμμεσες τεχνικές ελέγχου προκειμένου να προσδιορίσουν το φορολογητέο εισόδημα, αξιοποιούν κάθε στοιχείο ή πληροφορία που διαθέτει η υπηρεσία ή μπορεί να συλλεχθεί για τον φορολογούμενο, τον/την σύζυγο ή τα προστατευόμενα μέλη αυτών και το οποίο μπορεί να αφορά κάθε μορφή εσόδων ή δαπανών. Σκοπός είναι να προσδιοριστεί με αντικειμενικό τρόπο το πραγματικό εισόδημα του φορολογούμενου το οποίο, είτε έχει αναλωθεί σε αγορές και δαπάνες, είτε έχει χρησιμοποιηθεί προκειμένου να προσαυξηθεί η περιουσιακή του κατάσταση.

Σε θεωρητικό επίπεδο, εφαρμόζονται πέντε μέθοδοι έμμεσων τεχνικών, οι οποίες είναι οι εξής:

1. Η αρχή των αναλογιών.

2. Η αρχή ανάλυσης ρευστότητας του φορολογούμενου.

3. Η αρχή της καθαρής θέσης του φορολογούμενου.

4. Η αρχή της σχέσης τιμής – πώλησης προς τον συνολικό όγκο κύκλου εργασιών.

5. Η αρχή του ύψους των τραπεζικών καταθέσεων και των δαπανών σε μετρητά.

Η ελληνική φορολογική αρχή εφαρμόζει, κατόπιν αιτιολογημένης αποφάσεως του Προϊσταμένου της εκάστοτε ελεγκτικής υπηρεσίας, τρεις μεθόδους έμμεσων τεχνικών, οι οποίες είναι οι ακόλουθες:

1. Τεχνική της ανάλυσης της ρευστότητας του φορολογούμενου

2. Τεχνική της καθαρής θέσης και

3. Τεχνική του ύψους των τραπεζικών καταθέσεων και των δαπανών σε μετρητά.

Υπαγόμενοι – Πεδίο εφαρμογής

Στον τρόπο και στη διαδικασία ελέγχου που ορίζεται με την εγκύκλιο ΠΟΛ 1050/17.2.2014, μπορούν να υπαχθούν:

1. οι ανέλεγκτες υποθέσεις φορολογίας εισοδήματος φορολογουμένων φυσικών προσώπων, που αναφέρονται στο άρθρο 28 του Ν.4172/2013, για τα φορολογικά έτη που αρχίζουν από 1/1/2014 και μετά,

2. οι ανέλεγκτες υποθέσεις φορολογίας εισοδήματος φορολογουμένων φυσικών προσώπων για διαχειριστικές περιόδους που έληγαν πριν την έναρξη εφαρμογής των διατάξεων του Ν.4172/2013 για τις οποίες δεν είχε γίνει έναρξη ελέγχου μέχρι 31/12/2013 (σύμφωνα με τις διατάξεις του άρθρου 66 του Ν.4174/2013 ) και συντρέχει μία ή περισσότερες από τις πιο κάτω περιπτώσεις:

α) υφίσταται αδικαιολόγητος πλουτισμός (περιουσιακά στοιχεία και καταθέσεις),

β) παρουσιάζονται μεγάλες δαπάνες που δεν δικαιολογούνται από τα δηλωθέντα εισοδήματα του φορολογούμενου φυσικού προσώπου (ατομικά και οικογενειακά),

γ) Είναι μέλη εταιρειών (οποιασδήποτε μορφής) με ζημιογόνα αποτελέσματα,

δ) δεν τηρούνται ή δεν επιδεικνύονται τα βιβλία και τα στοιχεία ΚΒΣ/ΚΦΑΣ,

ε) υφίστανται πληροφορίες για παράνομα ή/και αδήλωτα εισοδήματα/αγορές/ δαπάνες (επαγγελματικές, ατομικές, οικογενειακές).

Στις πιο πάνω υποθέσεις περιλαμβάνονται και αυτές για τις οποίες μία ή περισσότερες πηγές εισοδήματος (του φορολογούμενου ή του/της συζύγου) παραμένουν ανέλεγκτες.

Στο επόμενο μέρος του άρθρου θα αναλύσουμε την τεχνική ελέγχου που επιλέγεται από την ελεγκτική αρχή, τις ενέργειες που γίνονται, αλλά και πως προκύπτει τελικά ο προσδιορισμός του τελικού φορολογητέου εισοδήματος.

 

Πηγή: www.e-forologia.gr