tuv-iso-logo tuv-iso-27001-logo

Γ. Χατζηθεοδοσίου στα “ΝΕΑ”: Οι τράπεζες οφείλουν να σκεφτούν την κοινωνία

Άρθρο του Γιάννη Χατζηθεοδοσίου, Προέδρου του Επαγγελματικού Επιμελητηρίου Αθηνών και Επίτιμου Διδάκτορα του Πανεπιστημίου Πειραιά, στην εφημερίδα “ΤΑ ΝΕΑ” (30/12/2022).


Το 2022 μας αφήνει με ένα σημαντικό βάρος που επωμίζονται στους ώμους τους οι δανειολήπτες. Η σημαντική αύξηση των επιτοκίων της ΕΚΤ εντείνει τους κινδύνους για νοικοκυριά και επιχειρήσεις καθώς καλούνται να ανταποκριθούν στην αποπληρωμή υψηλότερων δόσεων σε μία κρίσιμη χρονική περίοδο λόγω της παρατεταμένης ακρίβειας, ενώ είναι πάρα πολύ πιθανό να δούμε στο άμεσο μέλλον και άλλες αυξήσεις στα επιτόκια δανεισμού.

Είναι φανερό λοιπόν ότι η νέα κατάσταση που διαμορφώνεται στην οικονομία οδηγεί σε αδιέξοδο τους δανειολήπτες.

Όσο για το περιβόητο σχέδιο των τραπεζών να στηρίξουν τα νοικοκυριά και τις μικρομεσαίες επιχειρήσεις που υφίστανται ασφυκτικές πιέσεις εξαιτίας κάποιου δανεισμού, είναι σίγουρα κατώτερο των προσδοκιών καθώς μόλις 30.000 δανειολήπτες θα καταφέρουν να ενισχυθούν με κάποια επιδότηση των δόσεων στεγαστικών ή δανείων μικρών επιχειρήσεων. Όπως έχει γίνει γνωστό, για να στηριχθούν από τα χρηματοπιστωτικά ιδρύματα οι δανειολήπτες πρέπει να έχουν: ετήσιο εισόδημα μέχρι 7.000 ευρώ, προσαυξανόμενο κατά 3.500 ευρώ, ανά μέλος της οικογένειας, με όριο και μέγιστο ετήσιο εισόδημα 21.000 ευρώ, η μέγιστη αξία κύριας (πρώτης) κατοικίας να μην ξεπερνά τις 180.000 ευρώ (βάσει αξίας υπολογισμού ΕΝΦΙΑ) και οι συνολικές καταθέσεις να ανέρχονται έως 7.000 ευρώ, προσαυξανόμενες κατά 3.500 ευρώ για κάθε μέλος της οικογένειας με όριο συνολικών   το ποσό 21.000 ευρώ.

Μάλιστα η επιδότηση αφορά στο 50% της αύξησης του επιτοκίου, με τους δανειολήπτες να πρέπει να καλύψουν το υπόλοιπο 50%. Κάτι που είναι ήδη πολύ δύσκολο καθώς έχει μειωθεί σημαντικά το εισόδημα της πλειονότητας των πολιτών. Από την παράθεση των στοιχείων διαπιστώνουμε το πόσο «σφικτά» είναι τα εισοδηματικά κριτήρια.

Τελικά η πίεση που ασκήθηκε στις τράπεζες από την κυβέρνηση αλλά και από φορείς όπως τα Επιμελητήρια δεν έφερε ουσιαστικά αποτελέσματα και εκτιμώ ότι πρέπει να συνεχιστεί.

Όταν σήμερα πολλοί δανειολήπτες αδυνατούν να καλύψουν ακόμα και βασικές τους ανάγκες, οι τράπεζες κλείνουν το έτος με κέρδη ύψους περίπου 5 δισ. ευρώ, εκ των οποίων τα 1,5 δισ. προέρχονται από τις υψηλές προμήθειες στις τραπεζικές συναλλαγές. Ούτε καν τα επιτόκια καταθέσεων δεν έχουν αυξήσει, κάτι που δείχνει ότι τα χρηματοπιστωτικά ιδρύματα λειτουργούν με δύο μέτρα και δύο σταθμά.

Μοναδικός τρόπος να αλλάξουν τακτική οι τράπεζες και παράλληλα να ανακουφισθούν οι δανειολήπτες, είναι η λήψη πιο δραστικών μέτρων.

Μία λύση που το Επαγγελματικό Επιμελητήριο Αθηνών θεωρεί ότι πρέπει να μελετήσει η κυβέρνηση, είναι η φορολόγηση των κερδών των τραπεζών. Έχουν παραμείνει για πολλά χρόνια σε ένα καθεστώς φορολογικής ασυλίας, κάτι βέβαια που δεν συμβαίνει ούτε με τις μικρομεσαίες επιχειρήσεις ούτε με τους φορολογούμενους πολίτες.

Και δεν πρέπει να ξεχνάμε –κυρίως δεν πρέπει να ξεχνάνε οι τράπεζες- ότι για να συνεχίσουν να λειτουργούν στα χρόνια της οικονομικής κρίσης, χρειάστηκαν ανακεφαλαιοποιήσεις από χρήματα του ελληνικού λαού. Χρήματα που δεν περίσσευαν στους πολίτες αλλά χρησιμοποιήθηκαν για τη διάσωση των χρηματοπιστωτικών ιδρυμάτων. Άρα υπάρχει μία οφειλή προς την κοινωνία και πλέον έφτασε η ώρα να τακτοποιηθεί. Και αυτό πρέπει να γίνει άμεσα, πριν δούμε να πολλαπλασιάζονται τα «κόκκινα» δάνεια ή να εκποιείται από funds η πρώτη κατοικία δανειοληπτών που βρίσκονται σε πραγματική αδυναμία. Το θέμα έχει πολύ σοβαρές κοινωνικές διαστάσεις και χρειάζονται καθοριστικές παρεμβάσεις.