tuv-iso-logo tuv-iso-27001-logo

Γ. Χατζηθεοδοσίου στη “Δημοκρατία”: Κρίση και τράπεζες

Άρθρο του Γιάννη Χατζηθεοδοσίου, Προέδρου του Επαγγελματικού Επιμελητηρίου Αθηνών και Επίτιμου Διδάκτορα του Πανεπιστημίου Πειραιά, στην εφημερίδα “Δημοκρατία” (7/2/2023).


Οι διαδοχικές κρίσεις των τελευταίων ετών έχουν φέρει το ρόλο των τραπεζών στο επίκεντρο του ευρωπαϊκού δημοσίου διαλόγου. Πριν λίγες μέρες η Ευρωπαϊκή Κεντρική Τράπεζα ανακοίνωσε την αύξηση των βασικών της επιτοκίων, ενώ προειδοποίησε ότι θα προχωρήσει σε νέες αυξήσεις στο επόμενο διάστημα, σε μια προσπάθεια τιθάσευσης του πληθωρισμού.

Η πολιτική αυτή έχει ήδη αρχίσει να προκαλεί σοβαρές επιπτώσεις στις επιχειρήσεις και στα νοικοκυριά, περιορίζοντας το ρυθμό ανάπτυξης και οδηγώντας πολλές οικονομίες της ευρωζώνης στα όρια της ύφεσης.

Μέχρι στιγμής, οι μόνες που κερδίζουν είναι οι τράπεζες, οι οποίες βλέπουν τα κέρδη τους να εκτοξεύονται, καθώς αυξάνουν τα επιτόκια των νέων και παλαιότερων δανείων, χωρίς ανάλογη προσαρμογή των επιτοκίων καταθέσεων. Τη χρονιά που πέρασε, η κερδοφορία του τραπεζικού τομέα έφθασε σε επίπεδα ρεκόρ, ενώ οι συνθήκες στην ευρωπαϊκή οικονομία επιδεινώνονταν και η άνοδος του κόστους ζωής δοκίμαζε τις αντοχές των πολιτών.

Μάλιστα, παρά τις συστάσεις της Ευρωπαϊκής Τράπεζας να κρατήσουν κεφάλαια ενόψει της σημαντικής επιβράδυνσης που αναμένεται το 2023, πολλές είναι οι μεγάλες τράπεζες, που σχεδιάζουν να μοιράσουν εκατομμύρια στους μετόχους τους με τη μορφή μερισμάτων.

Μεγάλη ευθύνη για τη σημερινή κατάσταση έχει και η πολιτική της Ευρωπαϊκής Κεντρικής Τράπεζας, η οποία από την περίοδο της πανδημίας είχε αρχίσει να δανείζει φθηνά – ακόμα και με αρνητικό επιτόκιο – τις τράπεζες. Με αυτό τον τρόπο, οι τράπεζες της ευρωζώνης έχουν λάβει 2,1 τρισεκατομμύρια ευρώ, τα οποία σήμερα «παρκάρουν» σε καταθέσεις στην ίδια την Κεντρική Τράπεζα, επωφελούμενες από το υψηλό επιτόκιο. Όσο μπορούν να αποκομίζουν κέρδη εύκολα και χωρίς ανάληψη ρίσκου, δεν έχουν κανένα κίνητρο να προσελκύσουν καταθέτες, ούτε να κάνουν τη βασική τους δουλειά, που είναι η δανειοδότηση της οικονομίας.

Δεν προκαλεί έκπληξη το γεγονός ότι σε όλη την Ευρώπη αυξάνονται οι φωνές για υψηλότερη φορολόγηση των τραπεζών. Ήδη χώρες όπως η Ισπανία και η Τσεχία έχουν εφαρμόσει ή ανακοινώνουν σχετικές κινήσεις.

Στην Ελλάδα, η άνοδος των επιτοκίων έρχεται να εντείνει τις πιέσεις που αντιμετωπίζουν νοικοκυριά και επιχειρήσεις. Καθώς οι δόσεις των δανείων γίνονται ακριβότερες, η κατανάλωση περιορίζεται, η ρευστότητα των επιχειρήσεων συμπιέζεται σε οριακά επίπεδα, ενώ είναι ορατός ο κίνδυνος να δημιουργηθεί μια νέα γενιά κόκκινων δανείων, με καταστροφικές επιπτώσεις στην οικονομία και στην κοινωνία.

Έχει εκτιμηθεί ότι το 2023 εκτιμάται τα συνολικά έσοδα των εγχώριων τραπεζών από τόκους δανείων θα αυξηθούν τουλάχιστον κατά 2 δισ. ευρώ. Την ίδια στιγμή, παρά τις μικρές αναπροσαρμογές που ανακοινώθηκαν πρόσφατα, τα επιτόκια καταθέσεων παραμένουν κάτω από το μισό των αντίστοιχων, που προσφέρουν άλλες ευρωπαϊκές τράπεζες. Όσο για τα μέτρα στήριξης των δανειοληπτών – που οι τράπεζες έλαβαν υπό την πίεση της κυβέρνησης – είναι σίγουρα κατώτερα των προσδοκιών, καθώς αφορούν ελάχιστους δανειολήπτες.

Καθώς η Ευρώπη μπαίνει σε μια δύσκολη περίοδο, είναι σαφές ότι επιβάλλεται να επαναπροσδιοριστεί ο ρόλος των τραπεζών, οι οποίες φαίνεται μέχρι τώρα να επωφελούνται – ως και σε αθέμιτο βαθμό – από τη νομισματική πολιτική της ευρωζώνης.

Είναι απαραίτητο η Ευρωπαϊκή Κεντρική Τράπεζα να αλλάξει τους κανόνες που διέπουν τις πιστώσεις προς τις τράπεζες, διορθώνοντας τις στρεβλώσεις που έχουν δημιουργηθεί σε βάρος των καταναλωτών και των οικονομιών.

Ειδικότερα όσον αφορά την Ελλάδα, η κυβέρνηση οφείλει να ακολουθήσει το παράδειγμα άλλων ευρωπαϊκών χωρών και να εξετάσει τη φορολόγηση των υπερκερδών των τραπεζών – ιδιαίτερα, μάλιστα, καθώς ο τραπεζικός τομέας απολαμβάνει εδώ και χρόνια ένα καθεστώς φορολογικής ασυλίας, σε αντίθεση με τα νοικοκυριά και τις μικρομεσαίες επιχειρήσεις.

Δεν πρέπει να λησμονείται ότι κατά τη διάρκεια της οικονομικής κρίσης το ελληνικό τραπεζικό σύστημα στηρίχθηκε στις ανακεφαλαιοποιήσεις, που χρηματοδοτήθηκαν από το υστέρημα των φορολογούμενων πολιτών. Υπάρχει, επομένως, μια πρόσθετη πολιτική διάσταση, αλλά και οφειλή των τραπεζών προς την κοινωνία. Μια οφειλή, την οποία έχουν καθήκον να αναγνωρίσουν και να εκπληρώσουν: διευκολύνοντας τη χρηματοδότηση της οικονομίας, στηρίζοντας τους συνεπείς δανειολήπτες, ιδιαίτερα τα ευάλωτα νοικοκυριά και τις πολύ μικρές επιχειρήσεις, ανταμείβοντας δίκαια τους καταθέτες, μειώνοντας τις προμήθειες για συνήθεις τραπεζικές εργασίες.