tuv-iso-logo tuv-iso-27001-logo

Γ. Χατζηθεοδοσίου στην “ΑΞΙΑ”: “Ανανεώσιμες Πηγές Ενέργειας: Βιώσιμη λύση για το περιβάλλον και την οικονομία”

Άρθρο του Γιάννη Χατζηθεοδοσίου, Προέδρου του Επαγγελματικού Επιμελητηρίου Αθηνών και Επίτιμου Διδάκτορα του Πανεπιστημίου Πειραιά, στην εφημερίδα “ΑΞΙΑ” (30/12/2022).


Η ανάπτυξη των ΑΠΕ, μαζί με την εξοικονόμηση ενέργειας, αποτελεί βασικό πυλώνα της πολιτικής της Ευρωπαϊκής Ένωσης για μια βιώσιμη, χαμηλού άνθρακα οικονομία.
Με την υιοθέτηση του νομοθετικού πακέτου Fit for 55 και του σχεδίου REPowerEU, ο «πήχης» των ευρωπαϊκών στόχων για τη διείσδυση των ΑΠΕ και για την απεξάρτηση από τις εισαγωγές ορυκτών καυσίμων, τοποθετήθηκε ακόμη πιο ψηλά. Πλέον, ο συνολικός στόχος για το μερίδιο των ΑΠΕ στο ενεργειακό μείγμα της Ευρώπης των 27 έχει αυξηθεί στο 40% από 32% – κάτι που συνεπάγεται ανάλογη αναθεώρηση των εθνικών σχεδίων των κρατών – μελών.

Ωστόσο, η πραγματικότητα έχει δείξει επανειλημμένα, ότι η ετοιμότητα της Ευρώπης να θέτει φιλόδοξους στόχους, δεν συμβαδίζει με τα μέσα που διατίθενται για την επίτευξή τους. Οι ελπίδες που υπήρξαν αρχικά, για ένα νέο μηχανισμό χρηματοδότησης πράσινων ενεργειακών επενδύσεων, στα πρότυπα του Ταμείου Ανάκαμψης και Ανθεκτικότητας, διαψεύσθηκαν πολύ γρήγορα. Το σχέδιο REPowerEU κατέληξε τελικά να χρηματοδοτείται από τα «αζήτητα» δάνεια του Ταμείου Ανάκαμψης και την ανακύκλωση πόρων από άλλα διαρθρωτικά ταμεία της Ε.Ε., ενώ οι πρόσθετοι πόροι δεν ξεπερνούν τα 20 δισ. ευρώ.

Με άλλα λόγια, η Ευρωπαϊκή Ένωση καλεί τα κράτη – μέλη να προχωρήσουν σε γενναίες, πρόσθετες παρεμβάσεις, προκειμένου να ανταποκριθούν στους νέους στόχους, χωρίς όμως να προβλέπει αντίστοιχα χρηματοδοτικά πακέτα και εργαλεία, για την υλοποίησή τους.

Η αδυναμία αυτή, η οποία έχει επισημανθεί ήδη από πολλές πλευρές, καθιστά σαφώς δυσκολότερη την προσπάθεια χωρών όπως η Ελλάδα να επιταχύνουν τη διείσδυση των ΑΠΕ, υπό την πίεση μάλιστα των συνθηκών που δημιουργεί η τρέχουσα ενεργειακή και πληθωριστική κρίση.

Για τη χώρα μας, παρ’ όλα αυτά, η αύξηση της παραγωγικής δύναμης των ΑΠΕ και του μεριδίου τους στο ενεργειακό μείγμα, αποτελεί μονόδρομο. Σήμερα, το μεγαλύτερο μέρος των ενεργειακών αναγκών της Ελλάδας καλύπτονται από εισαγωγές ορυκτών καυσίμων, γεγονός που την καθιστά ιδιαίτερα ευάλωτη στις ανατιμήσεις και τις πληθωριστικές πιέσεις, ενώ δημιουργεί αβεβαιότητα και για την ασφάλεια εφοδιασμού μακροπρόθεσμα.

Αξιοποιώντας τα φυσικά πλεονεκτήματα που διαθέτει, η Ελλάδα έχει την ευκαιρία να αναδείξει τις ΑΠΕ σε βασικό όχημα, προκειμένου να διασφαλίσει στα επόμενα χρόνια επαρκή, φιλική προς το περιβάλλον και οικονομικά προσιτή ενέργεια.

Είναι επιτακτική η ανάγκη, επομένως, να επιταχυνθούν οι επενδύσεις σε ΑΠΕ – αιολικά πάρκα, σε πλωτά φωτοβολταϊκά πάρκα κ.ά. – καθώς και σε υποδομές αποθήκευσης της παραγόμενης από ΑΠΕ ενέργειας. Στο πλαίσιο αυτό, πέρα από τη διάθεση πόρων και ενισχύσεων, θα πρέπει να βελτιωθεί ουσιαστικά η διαδικασία αδειοδότησης και να διαμορφωθεί ένα σταθερό, προβλέψιμο πλαίσιο, το οποίο θα εμπνέει εμπιστοσύνη στους επενδυτές.

Παράλληλα, κίνητρα και υποστήριξη προς τις επιχειρήσεις και τα νοικοκυριά, ώστε να συμμετάσχουν στο στόχο – και στα οφέλη – της ενεργειακής μετάβασης. Χρειάζεται να υπάρξει ενθάρρυνση των απευθείας εταιρικών συμφωνιών αγοράς ηλεκτρικής ενέργειας από ΑΠΕ, αλλά και των επιχειρηματικών επενδύσεων αυτοπαραγωγής ενέργειας, με απλοποίηση του θεσμικού πλαισίου και επίσπευση της αδειοδότησης για την εγκατάσταση μικρών φωτοβολταϊκών συστημάτων στις επιχειρήσεις, διευκόλυνση της σύστασης ενεργειακών κοινοτήτων από επιχειρήσεις, κ.ά.

Οι παρεμβάσεις αυτές, μπορούν να εξασφαλίσουν άμεσο οικονομικό όφελος για τις επιχειρήσεις και τα νοικοκυριά και υποστηρίζοντας ταυτόχρονα τους μεσοπρόθεσμους στόχους της ενεργειακής μετάβασης. Επιπλέον, η υλοποίησή τους θα συμβάλει στην τόνωση της οικονομικής δραστηριότητας και στην αντιστάθμιση ενός μέρους των απωλειών που προκαλεί η ενεργειακή κρίση.

Ανεξάρτητα από το αν η Ευρώπη θα αποφασίσει να ενισχύσει – πέρα από τους στόχους – και τα χρηματοδοτικά μέσα που διαθέτει για την επιτάχυνση της ενεργειακής μετάβασης, η Ελλάδα οφείλει να προχωρήσει σε αυτή την κατεύθυνση με ταχύτητα και αποφασιστικότητα.