tuv-iso-logo tuv-iso-27001-logo

Γ. Χατζηθεοδοσίου στη Real News: Στήριξη όσων σήμερα απειλούνται

Άρθρο του Γιάννη Χατζηθεοδοσίου, Προέδρου του Επαγγελματικού Επιμελητηρίου Αθηνών και Επίτιμου Διδάκτορα του Πανεπιστημίου Πειραιά, στην εφημερίδα Real News (18/12/2022).


To 2022 αποδείχθηκε μία δύσκολη χρονιά, κυρίως λόγω της ενεργειακής ακρίβειας που επηρέασε όλη την αγορά και οδήγησε τον πληθωρισμό σε αυξήσεις ρεκόρ. Τα αποτελέσματα αυτής της δυσμενούς εξέλιξης είναι εμφανή, τόσο στην κοινωνία όσο και στην επιχειρηματική κοινότητα.

Οι μικρομεσαίες επιχειρήσεις έχουν δει το λειτουργικό τους κόστος να εκτοξεύεται και αγωνίζονται να σταθούν όρθιες ενώ την ίδια ώρα οι πολίτες έχουν περιορίσει σημαντικά την κατανάλωση και μετράνε και το τελευταίο σεντ καθώς τα εισοδήματα τους δεν επαρκούν για την κάλυψη των μηνιαίων υποχρεώσεων.

Όπως προκύπτει και από πρόσφατη μεγάλη έρευνα που έκανε η Pulse για λογαριασμό του Ε.Ε.Α., η ενέργεια (ηλεκτρικό ρεύμα, καύσιμα, θέρμανση – από τους μισούς συμμετέχοντες) και τα βασικά αγαθά (φαγητό, τρόφιμα, super market – από τέσσερις στους δέκα) είναι οι κατηγορίες εξόδων που προβληματίζουν σήμερα περισσότερο τα ελληνικά νοικοκυριά.

Αυτό που προκαλεί όμως έντονη ανησυχία στην αγορά είναι ότι δεν προβλέπεται άμεσα κάποια αποκλιμάκωση της ακρίβειας. Ειδικά το ενεργειακό αναμένεται να μας απασχολεί για τουλάχιστον 2 με 3 χρόνια ακόμα, κάτι που σημαίνει ότι χρειάζονται προσεκτικά βήματα και παρεμβάσεις εκεί που πραγματικά μπορούν να κάνουν τη διαφορά.

Ένας τομέας που σίγουρα πρέπει να στηριχθεί, είναι αυτός του επιχειρείν καθώς από την πορεία του θα εξαρτηθεί σε σημαντικό βαθμό το μέλλον της χώρας. Αυτή είναι και η μεγαλύτερη πρόκληση για τη χρονιά που βρίσκεται προ των πυλών. Κανείς δεν θεωρεί ότι η κατάσταση θα είναι εύκολη. Όμως με στοχευμένες δράσεις εκτιμώ ότι μπορεί να σημειωθεί σημαντική βελτίωση, κάτι που θα έχει θετικό αντίκρισμα σε όλη την κοινωνία.

Έχει ήδη ξεκινήσει ένας διάλογος της κυβέρνησης με τις τράπεζες για να αλλάξει η τακτική των χρηματοπιστωτικών ιδρυμάτων, κάτι που το Επαγγελματικό Επιμελητήριο Αθηνών είχε θέσει εδώ και καιρό ως απαραίτητη προϋπόθεση για την αλλαγή κλίματος στην αγορά. Εφόσον στηριχθούν οι ευάλωτοι δανειολήπτες, αυξηθούν τα επιτόκια καταθέσεων, καταργηθούν προμήθειες και προστατευθεί η πρώτη κατοικία για τους πραγματικά αδύναμους, αυτό θα αλλάξει προς το θετικότερο και την ψυχολογία και την εικόνα της αγοράς ενώ θα ελαχιστοποιήσει τον κίνδυνο διασάλευσης της κοινωνικής συνοχής. Στο ίδιο πλαίσιο, είναι κομβικό οι τράπεζες να ενισχύσουν τη ρευστότητα των επιχειρήσεων, κάτι που αποτελεί εδώ και χρόνια ένα μεγάλο «αγκάθι» για τη μικρομεσαία επιχειρηματικότητα.

Στο τελευταίο κομμάτι, θεωρούμε ως Επιμελητήριο ότι πρέπει να γίνει επαναξιολόγηση του σχεδιασμού για την αξιοποίηση των κοινοτικών πόρων του Ταμείου Ανάκαμψης και Ανθεκτικότητας και του ΕΣΠΑ. Σήμερα είναι ελάχιστες οι μικρομεσαίες επιχειρήσεις που μπορούν να υπαχθούν σε κάποιο από τα προγράμματα χρηματοδότησης. Η πλειονότητα τους παραμένει αποκλεισμένη από χρηματοδοτικά εργαλεία και όποιος έχει έστω και την ελάχιστη γνώση για το πως λειτουργεί η αγορά, μπορεί να καταλάβει πόσο ανασταλτικός είναι αυτός ο παράγοντας. Ειδικότερα οι πόροι του Ταμείου Ανάκαμψης αποτελούν ίσως την τελευταία ευκαιρία για πάρα πολλές επιχειρήσεις που αγωνίζονται για τη βιωσιμότητα τους. Αν περάσει ανεκμετάλλευτη, η μικρομεσαία επιχειρηματικότητα θα δεχθεί ένα ισχυρότατο πλήγμα και ο επιχειρηματικός χάρτης της χώρας θα αλλάξει δραματικά, καθώς είναι βέβαιο ότι χωρίς αυτές τις ενισχύσεις θα αυξηθούν σημαντικά τα «λουκέτα». Με λιγότερες επιχειρήσεις μειώνονται εκ των πραγμάτων οι θέσεις απασχόλησης, κάτι που δεν πρέπει σε καμία περίπτωση να υποτιμηθεί.

Σημαντικό είναι επίσης για τις επιχειρήσεις να εφαρμοστεί μία νέα ρύθμιση 120 δόσεων, η οποία θα περιλαμβάνει το σύνολο των οφειλών προς το δημόσιο. Η νέα αύξηση του ιδιωτικού χρέους πρέπει να μας αφυπνίσει. Σύμφωνα με στοιχεία που δημοσιοποίησε πρόσφατα η ΑΑΔΕ, τα ληξιπρόθεσμα χρέη στην εφορία φθάνουν συνολικά τα 113 δισ. ευρώ κι από αυτά σχεδόν 74 δισ. ευρώ αφορούν επιχειρήσεις.

Όσο καθυστερεί μία τέτοια ρύθμιση αποπληρωμής οφειλών, τόσο μεγαλύτερη πίεση θα ασκείται στις επιχειρήσεις της χώρας. Και υπό το καθεστώς ασφυκτικών πιέσεων, έχει αποδειχθεί ότι η αγορά δεν λειτουργεί όπως πρέπει.

Καθοριστικός παράγοντας για το μέλλον θα είναι και η προσέλκυση νέων επενδύσεων. Η οικονομία μας χρειάζεται και περισσότερες και μεγαλύτερες επενδύσεις. Κυρίως όμως χρειάζεται ενισχυμένες μικρομεσαίες, καθώς αυτές αποτελούν την ατμομηχανή της.

Το 2023 μπορεί να αποδειχθεί έτος ανάκαμψης και να κερδίσουμε το στοίχημα. Αρκεί να δοθεί βαρύτητα στην στήριξη όσων σήμερα απειλούνται εξαιτίας των ειδικών συνθηκών που επικρατούν. Να σχεδιάσουμε προσεκτικά τα επόμενα βήματα και να εκμεταλλευτούμε τα δυνατά μας σημεία. Και οι μικρομεσαίες επιχειρήσεις αποτελούν ένα από αυτά. Μην το ακυρώσουμε εξαιτίας λανθασμένων χειρισμών.