Το άρθρο 1 του ν.3959/2011 για τον ελεύθερο ανταγωνισμό απαγορεύει τις συμπράξεις, εναρμονισμένες πρακτικές ή/και αποφάσεις ενώσεων επιχειρήσεων που έχουν ως αντικείμενο ή ως αποτέλεσμα την παρεμπόδιση, τον περιορισμό ή τη νόθευση του ανταγωνισμού στην Ελληνική Επικράτεια, και ιδίως:
α) στον άμεσο ή έμμεσο καθορισμό των τιμών αγοράς ή πώλησης ή άλλων όρων συναλλαγής (π.χ. οιέμποροι Α και Β συμφωνούν να πουλάνε τα ανταγωνιστικά τους προϊόντα στην ίδια τιμή),
β) στον περιορισμό ή στον έλεγχο της παραγωγής, της διάθεσης, της τεχνολογικής ανάπτυξης ή των επενδύσεων (π.χ. οι παραγωγοί Α και Β συμφωνούν να μειώσουν την παραγωγή και τη διάθεση των προϊόντων ώστε να αυξηθεί η τιμή τους λόγω τεχνητής έλλειψης),
γ) στην κατανομή των αγορών ή των πηγών εφοδιασμού (π.χ. οι έμποροι Α και Β συμφωνούν να μοιράσουν τις περιοχές που θα πουλάνε τα προϊόντα τους, καθώς και από που θα αγοράζουν τα εμπορεύματά τους),
Απαγορεύονται στους ανταγωνιστές που λειτουργούν σε μία «σχετική αγορά» (δηλαδή παρέχουν τα ίδια ή μεταξύ τους εναλλάξιμα προϊόντα/υπηρεσίες) όλων των ειδών οι συμφωνίες (προφορικές ή γραπτές, με συγκεκριμένο τύπο ή χωρίς) ή εναρμονισμένες πρακτικές (μοτίβο συντονισμού κινήσεων/πρακτικών ανταγωνιστών χωρίς να υπάρχει συμφωνία) που έχουν σκοπό ή αποτέλεσμα κάποια από τις ανωτέρω πρακτικές.
Η απαγόρευση ισχύει και για αποφάσεις συνδέσμου/ένωσης προς τα μέλη του με τέτοιο περιεχόμενο, δηλαδή εάν τέτοιου είδους αποφάσεις προέρχονται από σύνδεσμο/ένωση επιχειρήσεων όπου ανήκει η ΜμΕ, τότε οι αποφάσεις αυτές είναι παράνομες!
Επίσης, ενδέχεται να είναι αντι-ανταγωνιστικές, συμπράξεις, εναρμονισμένες πρακτικές ή/και αποφάσεις ενώσεων επιχειρήσεων με σκοπό ή αποτέλεσμα:
δ) την εφαρμογή στο εμπόριο άνισων όρων για ισοδύναμες παροχές, ιδίως στην αδικαιολόγητη άρνηση πώλησης, αγοράς ή άλλης συναλλαγής, κατά τρόπο που δυσχεραίνει τη λειτουργία του ανταγωνισμού (π.χ. οι παραγωγοί Α και Β συμφωνούν να μην εφοδιάζουν μια συγκεκριμένη ομάδα λιανοπωλητών),
ε) στην εξάρτηση της σύναψης συμβάσεων από την αποδοχή, εκ μέρους των συναλλασσόμενων, πρόσθετων παροχών, οι οποίες από τη φύση τους ή σύμφωνα με τις εμπορικές συνήθειες δεν συνδέονται με το αντικείμενο των συμβάσεων αυτών (π.χ. οι έμποροι Α και Β συμφωνούν να πωλούν τα νέα προϊόντα μόνο μαζί με παλιό στοκ).
Γενική αρχή για κάθε επιχείρηση, είναι να εφαρμόζει μόνο τη δική της αυτόνομη εμπορική πολιτική, ιδιαίτερα αναφορικά με την τιμολόγηση και τις πωλήσεις της, την παραγωγή και εμπορία και τη συμμετοχή σε διαγωνισμούς!
Αυτό σημαίνει ότι δεν πρέπει να συντονίζει τις εμπορικές τις ενέργειες με άλλες επιχειρήσεις (π.χ. είτε αφορούν τιμές αγοράς ή πώλησης προϊόντων, σε ποιους πελάτες και σε ποιες περιοχές θα πουλάνε προϊόντα, εάν θα μειώσουν την παραγωγή, εάν θα γίνει μποϋκοτάζ άλλων επιχειρήσεων, εάν θα μοιράσουν διαγωνισμούς προμήθειας, τι είδους και πόσο έκπτωση θα κάνουν κλπ.). Ούτε πρέπει να δίνει πληροφορίες σε ανταγωνιστές (άμεσα ή έμμεσα) για αποφάσεις ή ποιοτικούς/ποσοτικούς παράγοντες που διαμορφώνουν την εμπορική και τιμολογιακή πολιτική τώρα ή στο μέλλον (π.χ. κόστος, τζίρους, πωλήσεις, θέματα παραγωγής, σχέδια επενδύσεων, εκπτώσεις, προωθητικές ενέργειες κλπ.).
Όσο μικρή και να είναι μια επιχείρηση, εφόσον εφαρμόζει τις προαναφερθείσες πρακτικές, παραβιάζει τον νόμο!
Μία ΜμΕ μπορεί να έρθει σε συνεννόηση με ανταγωνιστές της για θέματα που δεν έχουν αντικείμενο τον περιορισμό του ανταγωνισμού ή δεν επηρεάζουν σημαντικά τον ανταγωνισμό, εφόσον το συνολικό μερίδιο που κατέχουν στη συγκεκριμένη αγορά που δραστηριοποιούνται είναι <10% (εάν αφορά συμφωνία μεταξύ μη-ανταγωνιστών τότε το ποσοστό είναι <15%).
Σε πολλές περιπτώσεις οι ΜμΕ λειτουργούν ως μεταπωλητές προϊόντων που αγοράζουν από μεγαλύτερες επιχειρήσεις ή ως διανομείς για προϊόντα/υπηρεσίες εντός κάποιου δικτύου, το οποίο έχει δημιουργηθεί από μεγαλύτερη επιχείρηση με μια συγκεκριμένη μορφή, π.χ. δίκτυο «αποκλειστικής διανομής», δίκτυο «επιλεκτικής διανομής», δίκτυο «franchise» κλπ.
Σε αυτές τις περιπτώσεις, υπάρχουν κανόνες για το τι απαγορεύεται και τι επιτρέπεται να επιβληθεί προς τις ΜμΕ (βάσει του ν.3959/2011 και του Κανονισμού (ΕΕ) 330/2010)*. Για την ισχύ των κανόνων αυτών οι ΜμΕ πρέπει να αποτελούν ανεξάρτητες εταιρείες, δηλαδή να αγοράζουν και να μεταπωλούν προϊόντα ή/και να φέρουν κινδύνους ως προς τις συμβάσεις που συνάπτουν/διαπραγματεύονται ακόμα και για λογαριασμό άλλης επιχείρησης (ή ως προς τις επενδύσεις που απαιτούνται στη συγκεκριμένη αγορά ή άλλες δραστηριότητες π.χ. έξοδα διαφήμισης).
Ως προς το θέμα των τιμών των προϊόντων μεταπώλησης, ο προμηθευτής απαγορεύεται να σας καθορίσει (άμεσα ή έμμεσα μέσω κυρώσεων, απειλών και διακριτικής μεταχείρισης, μέτρα εντοπισμού και καταγγελίες):
- την τιμή μεταπώλησης των προϊόντων ή την τιμή διαφήμισής τους – εκτός εάν είναι νέο προϊόν και γίνεται μικρής χρονικής διάρκειας καμπάνια προώθησης (γενικά επιτρέπονται μόνο οι προτεινόμενες τιμές!),
- την κατώτατη τιμή που πρέπει να πουλάτε ή να διαφημίζετε τα προϊόντα – μπορεί να ορίσει μόνο τις ανώτατες/μέγιστες τιμές μεταπώλησης,
- την τιμή μεταπώλησης των προϊόντων σε σχέση με τις τιμές των ανταγωνιστών σας στην αγορά,
- το περιθώριο κέρδους σας από την πώληση των προϊόντων,
- το ανώτατο επίπεδο έκπτωσης που μπορείτε να δώσετε από ένα καθορισμένο επίπεδο τιμών,
Ως προς το θέμα των περιοχών ή/και πελατών, ο προμηθευτής δεν μπορεί να σας απαγορεύσει (άμεσα ή έμμεσα):
- να κάνετε πωλήσεις σε κάποιον που βρίσκεται σε άλλη περιοχή από αυτή την οποία δραστηριοποιείστε και σας το ζητάει από μόνος του ο πελάτης (παθητικές πωλήσεις) – όμως μπορεί να απαγορεύσει τις προσπάθειές σας να πουλήσετε σε πελάτες σε άλλες αποκλειστικές περιοχές (ενεργητικές πωλήσεις) ή εάν είστε χονδρέμπορος να σας απαγορεύσει να πωλείτε απευθείας σε τελικούς καταναλωτές.
- να κάνετε αμοιβαίες πωλήσεις με άλλους διανομείς εφόσον ανήκετε όλοι στο ίδιο δίκτυο επιλεκτικής διανομής (σύστημα διανομής όπου ο προμηθευτής πωλεί τα αγαθά μόνο σε επιλεγμένους διανομείς βάσει κριτηρίων),
- να κάνετε διαδικτυακές πωλήσεις (ή να σας επιβάλει να ανακατευθύνετε πελάτες σε άλλους διανομείς ανάλογα με την περιοχή/χώρα προέλευσής τους), όμως μπορεί να θέσει κάποιες προϋποθέσεις [π.χ. να πωλείτε ένα ποσοστό των προϊόντων από το φυσικό κατάστημα σας, η ιστοσελίδα σας να πληροί συγκεκριμένα ποιοτικά κριτήρια, να περιορίσει τις πωλήσεις σας σε διαδικτυακές πλατφόρμες (π.χ. σύγκρισης τιμών) εφόσον ανήκετε σε σύστημα επιλεκτικής διανομής].
- να κάνετε εισαγωγές ή εξαγωγές προϊόντων.
Επίσης, ο προμηθευτής σας δεν επιτρέπεται:
- να σας τιμολογεί ανάλογα με το που προορίζετε να κάνετε την μεταπώληση (π.χ. ακριβότερες τιμές για προϊόντα που σκοπεύετε να πουλήσετε διαδικτυακά) ή να επιβάλλει διακριτική τιμολόγηση προϊόντων για εσωτερικούς πελάτες, εξαγωγές κλπ.
Περαιτέρω, ο προμηθευτής σας δεν επιτρέπεται:
- να σας επιβάλλει άμεση ή έμμεση υποχρέωση μη άσκησης ανταγωνισμού (π.χ. να σας υποχρεώνει να μην ασκείται συγχρόνως άλλη ανταγωνιστική προς αυτόν δραστηριότητα), η διάρκεια της οποίας είναι αόριστη ή υπερβαίνει τα 5 έτη ή να σας επιβάλλει την αγορά μόνο των δικών του προϊόντων (ή όποιων σας υποδεικνύει) σε ποσοστό πάνω του 80%, εφόσον έχετε συμφωνία η οποία είναι αόριστη ή υπερβαίνει τα 5 έτη, εκτός εάν π.χ. το κατάστημα στο οποίο λειτουργείτε ανήκει ή μισθώνεται από τον προμηθευτή,
- να σας απαγορεύσει να παράγετε, αγοράζετε, πωλείτε ή μεταπωλείτε προϊόντα/υπηρεσίες μετά το τέλος της συμφωνίας σας, εκτός και εάν αφορά την προστασία της τεχνογνωσίας που σας παρείχε ή/και η διάρκεια της υποχρέωσης μη άσκησης ανταγωνισμού περιορίζεται σε ένα έτος μετά τη λύση της συμφωνίας,
- να σας υποχρεώσει άμεσα ή έμμεσα να μην πουλάτε προϊόντα συγκεκριμένων ανταγωνιζομένων προμηθευτών εφόσον είστε μέλος συστήματος επιλεκτικής διανομής (δηλαδή να μην προμηθεύεστε από άλλον προμηθευτή)
Εάν σας επιβάλλονται κάποιες από τις ανωτέρω πρακτικές (ρητώς στη σύμβασή σας ή ως όροι/οδηγίες στη σχέση με τον προμηθευτή σας), μπορείτε να επικοινωνήσετε με την ΕΑ χρησιμοποιώντας τις ψηφιακές υπηρεσίες!
* Σύμφωνα με την παράγραφο 11 των Κατευθυντήριων Γραμμών για τους Κάθετους Περιορισμούς (βλ. Κανονισμός 330/2010 (ΕΕ)) σε συνδυασμό με την παράγραφο 50 των Κατευθυντήριων Γραμμών σχετικά με την έννοια του επηρεασμού του εμπορίου, οι κάθετες συμφωνίες μεταξύ μικρών και μεσαίων επιχειρήσεων, όπως ορίζονται στο παράρτημα της σύστασης 2003/361/ΕΚ σχετικά με τον ορισμό των πολύ μικρών, των μικρών και των μεσαίων επιχειρήσεων, σπανίως είναι ικανές να επηρεάσουν αισθητά το εμπόριο μεταξύ των Kρατών Mελών ή να περιορίσουν αισθητά τον ανταγωνισμό κατά την έννοια του άρθρου 101 παράγραφος 1 και, συνεπώς, δεν εμπίπτουν κατά κανόνα στο πεδίο εφαρμογής του άρθρου 101 παράγραφος 1.
Οι ΜμΕ έρχονται συνήθως αντιμέτωπες με μεγάλες εταιρείες που κυριαρχούν στην αγορά και ενδέχεται να γίνονται θύματα αντι-ανταγωνιστικών πρακτικών με σκοπό την εκμετάλλευσή ή την εκδίωξή τους από την αγορά. Συνεπώς, οι ΜμΕ πρέπει να κατανοούν τη νομοθεσία για την κατάχρηση δεσπόζουσας θέσης ώστε να εντοπίσουν τις πρακτικές που εφαρμόζονται εις βάρος τους με σκοπό την εκμετάλλευση ή τον αποκλεισμό τους!
Το άρθρο 2 του ν.3959/2011 απαγορεύει την κατάχρηση δεσπόζουσας θέσης στην ελληνική αγορά, ιδίως:
α) στην άμεση ή έμμεση επιβολή μη εύλογων τιμών αγοράς ή πωλήσεως ή άλλων όρων συναλλαγής (π.χ. στην υπερβολική τιμολόγηση προϊόντων/υπηρεσιών ή στην τιμολόγηση κάτω του κόστους),
β) στον περιορισμό της παραγωγής, της διάθεσης ή της τεχνολογικής ανάπτυξης με ζημία των καταναλωτών (π.χ. στον περιορισμό της δυνατότητας χρήσης νέων τεχνολογικών μέσων),
γ) στην εφαρμογή στο εμπόριο άνισων όρων για ισοδύναμες παροχές, ιδίως στην αδικαιολόγητη άρνηση πώλησης, αγοράς ή άλλης συναλλαγής, με αποτέλεσμα να περιέρχονται ορισμένες επιχειρήσεις σε μειονεκτική θέση στον ανταγωνισμό (π.χ. στη διακριτική μεταχείριση κλπ.),
δ) στην εξάρτηση της σύναψης συμβάσεων από την αποδοχή, εκ μέρους των συναλλασσόμενων, πρόσθετων παροχών, οι οποίες από τη φύση τους ή σύμφωνα με τις εμπορικές συνήθειες δεν συνδέονται με το αντικείμενο των συμβάσεων αυτών (π.χ. στη δεσμοποίηση 2 διαφορετικών προϊόντων μαζί για την πώληση τους κλπ.).
Η λίστα των ανωτέρω πρακτικών δεν είναι περιοριστική, καθώς και άλλες πρακτικές μπορεί να είναι καταχρηστικές.
Μία εταιρεία κατέχει δεσπόζουσα θέση συνήθως όταν έχει υψηλό μερίδιο αγοράς π.χ. μερίδιο αγοράς άνω του 40%, στη «σχετική αγορά» όπου δραστηριοποιείται, συνυπολογίζοντας και άλλα κριτήρια (π.χ. μερίδια ανταγωνιστών). Η σχετική αγορά περιλαμβάνει το σύνολο των προϊόντων/υπηρεσιών που θεωρούνται από τον καταναλωτή εναλλάξιμα ή δυνάμενα να υποκατασταθούν μεταξύ τους, λόγω των χαρακτηριστικών τους, των τιμών τους και της χρήσης για την οποία προορίζονται.Τις αναλύσεις πραγματοποιεί η ΕΑ βάσει στοιχείων που συλλέγονται από την αγορά.
Οι ΜμΕ πρέπει να είναι προσεκτικές και να αντιδρούν σε περιπτώσεις όπου στην αγορά εμφανίζονται κάποιες από τις παρακάτω τιμολογιακές ή άλλες πρακτικές (χωρίς όμως αυτό να σημαίνει ότι όλες αυτές οι πρακτικές απαγορεύονται, αλλά ότι πρέπει να εξεταστούν οι επιπτώσεις τους στον αποκλεισμό των ανταγωνιστών ή/και αντι-ανταγωνιστικές επιπτώσεις στην αγορά):
Τιμολογιακές πρακτικέςΜη-τιμολογιακές πρακτικές
Σε κάποιες περιπτώσεις οι ανωτέρω πρακτικές μπορεί να δικαιολογούνται (π.χ. άρνηση πώλησης σε όσους δεν πληρώνουν). Ωστόσο, σε άλλες περιπτώσεις οι πρακτικές εφαρμόζονται με σκοπό την εκδίωξη των ανταγωνιστών από την αγορά, περιορίζοντας έτσι τον ανταγωνισμό και ζημιώνοντας τους καταναλωτές.
Εάν έχετε πληροφορίες για την εφαρμογή τέτοιων πρακτικών στην αγορά από κάποια ισχυρή εταιρεία, μπορείτε να ενημερώσετε την ΕΑ επώνυμα ή ανώνυμα χρησιμοποιώντας τις ψηφιακές υπηρεσίες!
Καθώς οι ΜμΕ αποτελούν σημαντικό κομμάτι της ελληνικής οικονομίας, οι απόψεις και η γνώση τους για τις συνθήκες που επικρατούν στην αγορά, αλλά και οι ιδέες και προτάσεις τους για τη διαμόρφωση καλύτερων συνθηκών και αποφυγής αντι-ανταγωνιστικών πρακτικών αποτελούν βασική πηγή πληροφόρησης της Επιτροπής Ανταγωνισμού.
Μέσω της ενεργής συμμετοχής των ΜμΕ, αξιοποιώντας τις δυνατότητες παρέμβασης στις υπηρεσίες που παρέχονται και στις έρευνες που ήδη έχουν εκκινήσει, οι ΜμΕ συμβάλλουν στην ανανέωση της λειτουργίας της αγοράς!
Σε συνδυασμό με τις δρομολογηθείσες κινήσεις της ΕΑ για την προστασία των ΜμΕ (π.χ. ανανέωση της νομοθεσίας και εισαγωγής της έννοιας της ασυμμετρίας στη διαπραγματευτική ισχύ καθώς και των εμπορικών οικοσυστημάτων), η συνδρομή των ΜμΕ ενισχύει την ανανέωση και τον πλουραλισμό στην ελληνική αγορά!
Δυνατότητες παρέμβασης για την εξέλιξη της αγοράς:
Μία σημαντική δυνατότητα της Επιτροπής Ανταγωνισμού είναι η διενέργεια κανονιστικής παρέμβασης σε κλάδους της οικονομίας με σκοπό τη διερεύνηση των συνθηκών ανταγωνισμού. Κατόπιν της έρευνας, με αιτιολογημένη απόφασή της, η ΕΑ μπορεί να λάβει κάθε αναγκαίο μέτρο για τη δημιουργία συνθηκών αποτελεσματικού ανταγωνισμού στο συγκεκριμένο κλάδο της οικονομίας.
Η εν λόγω διαδικασία περιλαμβάνει τη διενέργεια δημόσιας διαβούλευσης στην οποία κάθε ΜμΕ μπορεί να συμμετέχει και να παραθέσει τις απόψεις της. Μετά το πέρας της δημόσιας διαβούλευσης και εφόσον η ΕΑ διαπιστώνει ότι στο συγκεκριμένο κλάδο της οικονομίας δεν υπάρχουν συνθήκες αποτελεσματικού ανταγωνισμού, ανακοινώνει συγκεκριμένα μέτρα τα οποία θεωρεί ότι είναι τα απολύτως αναγκαία, πρόσφορα και σύμφωνα με την αρχή της αναλογικότητας, για τη δημιουργία συνθηκών αποτελεσματικού ανταγωνισμού.
Η συμμετοχή των ΜμΕ στις διαδικασίες της κανονιστικής παρέμβασης αποτελεί σημαντικό συντελεστή ώστε να ληφθούν υπόψη και να προστατευτούν και τα συμφέροντα τους! Επί του παρόντος η ΕΑ διενεργεί κανονιστικές παρεμβάσεις στον κλάδο διανομής τύπουκαι στον κλάδο των κατασκευών.
Η λειτουργία της αγοράς ενδέχεται να διέπεται απόνόμους και ρυθμίσεις που δεν βοηθούν στην ανταγωνιστικότητα της ελληνικής οικονομίας ή/και προβλέπουν την ύπαρξη εμποδίων στη διαδικασία ανταγωνισμού. Πολλοί από τους νόμους και τις ρυθμίσεις αυτές είναι πλέον παρωχημένοι, ειδικά καθώς το εμπόριο εξελίσσεται μέσω της ψηφιακής τεχνολογίας.
Η Επιτροπή Ανταγωνισμού είναι η αρμόδια Αρχή για να διατυπώνει γνώμη σχετικά με σχέδια νόμων και λοιπών κανονιστικών ρυθμίσεων που μπορούν να εισαγάγουν εμπόδια στη λειτουργία του ελεύθερου ανταγωνισμού.
Εάν πιστεύετε ότι υπάρχει κάποια δυσλειτουργία στην αγορά στην οποία δραστηριοποιείστε, τότε μπορείτε να ενημερώσετε την ΕΑ και να αποστείλετε τα σχετικά στοιχεία προκειμένου να εξετάσει την δυνατότητα γνωμοδότησης σχετικά με τους κανόνες και τις ρυθμίσεις εκείνες οι οποίες προκαλούν αγκυλώσεις και δημιουργούνε προβλήματα στις ΜμΕ επιχειρήσεις.
Όταν η διαμόρφωση των τιμών ή άλλες περιστάσεις δημιουργούν υπόνοιες για πιθανό περιορισμό ή στρέβλωση του ανταγωνισμού, η Επιτροπή Ανταγωνισμού μπορεί να διεξαγάγει έρευνα σε συγκεκριμένο κλάδο της οικονομίας ή σε συγκεκριμένους τύπους συμφωνιών σε διάφορους κλάδους, εφόσον υπάγονται στην αρμοδιότητα της. Η ΕΑ μπορεί να ζητήσει πληροφορίες από επιχειρήσεις ή ενώσεις επιχειρήσεων (π.χ. να καταστήσουν γνωστή οποιαδήποτε συμφωνία, απόφαση ή εναρμονισμένη πρακτική) καθώς και να διενεργήσει κάθε αναγκαίο προς τούτο έλεγχο.
Στις αρχές του 2021 ολοκληρώθηκε η πρώτη μεγάλη κλαδική έρευνα που αφορά στον κλάδο παραγωγής, διανομής και εμπορίας βασικών καταναλωτικών ειδών και ιδίως ειδών διατροφής, καθώς και ειδών καθαριότητας και προσωπικής υγιεινής, ενώ επί του παρόντος διενεργούνται κλαδικές έρευνες στο ηλεκτρονικό εμπόριο (e-commerce), και στις χρηματοοικονομικές τεχνολογίες (fintech).
Μέσω της συμμετοχής των ΜμΕ στις διαδικασίες των κλαδικών ερευνών, δίνεται η άμεση δυνατότητα αποφασιστικής συνδρομής τους στη διαμόρφωση ανταγωνιστικών συνθηκών στην αγορά.
Για τις παραβιάσεις του ν.3959/2011 για τον ελεύθερο ανταγωνισμό, εκτός των αποφάσεων για την παύση και παράλειψη των πρακτικών, μπορούν να επιβληθούν σημαντικές διοικητικές και ποινικές κυρώσεις.
Ενδεικτικά, για παραβίαση της σχετικής νομοθεσίας επιβάλλονται σημαντικά πρόστιμα (έως 10% του συνολικού κύκλου εργασιών ή το κέρδος που αποκομίστηκε από την παράνομη πρακτική). Επιπλέον αυτοτελή πρόστιμα μπορούν να καταλογιστούν στους υπευθύνους των εταιρειών για παραβίαση του νόμου (έως 150.000€ για παραβίαση του άρθρου 1 ή έως 1.000.000€ σε περίπτωση καρτέλ μεταξύ ανταγωνιστών, καθώς και έως 300.000€ για παραβίαση του άρθρου 2).
Άλλα πρόστιμα μπορούν να επιβληθούν για την καθυστέρηση συμμόρφωσης με απόφαση (10.000€ ανά μέρα), ενώ πρόστιμο έως το 1% του κύκλου για άρνηση/καθυστέρηση παροχής πληροφοριών.
Εκτός των προστίμων, ο νόμος προβλέπει και ποινή φυλάκισης (2 έως 5 έτη) για τις παραβάσεις του άρθρου 1 του ν.3959/2011 αλλά και για την παρεμπόδιση των ερευνών (τουλάχιστον 6 μήνες).
Τέλος, η συμμετοχή σε καρτελικές πρακτικές μπορεί να επιφέρει τον αποκλεισμό από μελλοντικούς διαγωνισμούς.