tuv-iso-logo tuv-iso-27001-logo

Γ. Χατζηθεοδοσίου στα “ΝΕΑ”: Η παρατεταμένη κρίση ακρίβειας απειλεί νοικοκυριά και επιχειρήσεις

Άρθρο του Προέδρου του Επαγγελματικού Επιμελητηρίου Αθηνών, Γιάννη Χατζηθεοδοσίου, στην εφημερίδα “ΤΑ ΝΕΑ” (26/03/2022).


Εδώ και μήνες η χώρα πλήττεται από ένα πρωτόγνωρο κύμα ανατιμήσεων, με τα νοικοκυριά και τις μικρές και μεσαίες επιχειρήσεις να βρίσκονται στη δυσκολότερη θέση καθώς μειώνονται όλο και περισσότερο οι αντοχές να ανταποκριθούν στις αυξημένες υποχρεώσεις. Μάλιστα η κατάσταση επιδεινώνεται εξαιτίας του πολέμου στην Ουκρανία.

Το πόσο δύσκολη έχει γίνει η καθημερινότητα –ειδικά για τους πιο ευάλωτους- αποδεικνύεται και από τα επίσημα στοιχεία της ΕΛΣΤΑΤ. Στο 7,2% εκτινάχθηκε ο πληθωρισμός τον Φεβρουάριο, με το ηλεκτρικό ρεύμα να καταγράφει αύξηση 71,4%, το φυσικό αέριο 78,5%, το πετρέλαιο θέρμανσης 41,5% και τα καύσιμα και λιπαντικά 23,1%. Από τη λαίλαπα των ανατιμήσεων δεν ξέφυγαν βασικά αγαθά, όπως τα τρόφιμα.

Αυτή η εξέλιξη φέρνει σε απόγνωση εκατοντάδες χιλιάδες νοικοκυριά αλλά και μικρομεσαίες επιχειρήσεις. Ειδικά οι τελευταίες βλέπουν αυτούς τους μήνες τους λογαριασμούς ενέργειας να ξεπερνάνε το ύψος του ενοικίου τους, κάτι που σημαίνει ότι το λειτουργικό κόστος έχει φτάσει σε επίπεδα που δύσκολα θεωρούνται διαχειρίσιμα.

Για να γίνει αντιληπτό το πραγματικό μέγεθος των προβλημάτων που αντιμετωπίζει σήμερα η κοινωνία, αρκεί να δούμε την έρευνα που δημοσιοποίησε πρόσφατα η ΓΣΕΒΕΕ. Σύμφωνα λοιπόν με τα στοιχεία, για το 43,6% των νοικοκυριών το μηνιαίο εισόδημα επαρκεί κατά μέσο όρο για 19 μέρες, το 80,1% δεν μπορεί να αποταμιεύσει, ενώ το 45,1% των νοικοκυριών εκφράζει απαισιοδοξία για την οικονομική του κατάσταση στο μέλλον.

Ένα επίσης ενδιαφέρον στοιχείο που προκύπτει από την ετήσια έρευνα του ΙΜΕ ΓΣΕΒΕΕ είναι ότι διευρύνθηκε η εισοδηματική ανισότητα μεταξύ των χαμηλών και μεσαίων εισοδηματικά νοικοκυριών έναντι των υψηλών εισοδηματικά νοικοκυριών.

Παρατηρούμε δηλαδή μία δομική αλλαγή στην κοινωνία με την συρρίκνωση της μεσαίας τάξης. Και αξίζει να σημειωθεί ότι αυτή η έρευνα πραγματοποιήθηκε πριν από τις ανατιμήσεις του Ιανουαρίου.

Για να μην οδηγηθούμε λοιπόν σε ακραίες καταστάσεις που μπορεί να προκαλέσουν ακόμα και κοινωνική αναταραχή, είναι αναγκαίο να ληφθούν έκτακτα μέτρα στήριξης για όσους πλήττονται περισσότερο. Μην ξεχνάμε ότι η ελληνική οικονομία προέρχεται από μία δεκαετή περιπέτεια με μνημόνια, από μία σκληρή διετία πανδημίας και τώρα βάλλεται από ανατιμήσεις. Δεν υπάρχουν δηλαδή οι αντοχές που μπορεί να έχουν άλλες ευρωπαϊκές κοινωνίες και βέβαια επιχειρήσεις.

Για την ώρα πάντως παρατηρούμε μία προσπάθεια της κυβέρνησης να αποδώσει στον πόλεμο της Ουκρανίας τις δυσμενείς εξελίξεις στην οικονομία, ενώ δεν φαίνεται να συζητά μέτρα που θα μπορούσαν να δώσουν προοπτικές βιωσιμότητας στους μικρομεσαίους και ελπίδα στα νοικοκυριά. Ειδικά τον τελευταίο καιρό το κυβερνητικό αφήγημα, όπως το έχουν εκφράσει υπουργοί και στελέχη, είναι ότι «δεν υπάρχουν λεφτόδεντρα». Αυτό που επιχειρούμε να εξηγήσουμε στους αρμόδιους είναι ότι αν δεν κάνουν κάτι δραστικό τώρα, σε ελάχιστο χρονικό διάστημα μπορεί να δούμε μία τελείως διαφορετική εικόνα –εμφανώς χειρότερη- και στο επιχειρείν και στην οικονομία μας.

Οι οφειλέτες σε εφορία, ταμεία, τράπεζες, ΔΕΚΟ θα πολλαπλασιαστούν, επιχειρήσεις θα κατεβάσουν ρολά, η ανεργία θα εκτιναχθεί και η κοινωνία θα φτωχοποιηθεί όχι μόνο ραγδαία αλλά και βίαια. Ποια μπορεί να είναι άραγε η αντίδραση της κοινωνίας σε μία τέτοια δυσοίωνη προοπτική; Ζητάμε λοιπόν καθαρές κουβέντες απέναντι σε ένα πρόβλημα που δεν έχουμε δει ακόμα όλες του τις διαστάσεις. Και κυρίως δράσεις που θα βοηθούν στην έγκαιρη αντιμετώπιση του. Τα όποια μέτρα που έχουν ληφθεί έως τώρα έχει αποδειχθεί ότι δεν επαρκούν. Για παράδειγμα η επιδότηση στο ρεύμα ή στο φυσικό αέριο καλύπτει μόνο ένα μικρό μέρος της αύξησης. Και εκτιμούμε ότι τους επόμενους μήνες θα δούμε πληθωρισμό που μπορεί να ξεπεράσει το 9% και ανατιμήσεις πάνω από 30% με 35%. Το γεγονός ότι άλλες ευρωπαϊκές χώρες έχουν πάρει μέτρα όπως σημαντικές μειώσεις του ΦΠΑ ή του ΕΦΚ στα καύσιμα ώστε να συγκρατήσουν τις τιμές, είναι κάτι που πρέπει να μας προβληματίσει. Και το να περιμένουμε από την ΕΕ κάποιες θετικές εξελίξεις δεν σημαίνει ότι θα λύσουμε τα προβλήματα μας. Είναι πλέον γνωστή η καθυστέρηση των ευρωπαϊκών οργάνων και στη λήψη αλλά κυρίως στην εφαρμογή των όποιων πρωτοβουλιών.

Προκειμένου λοιπόν να μη χαθεί άλλος χρόνος και να προλάβουμε τα χειρότερα, επιμελητήρια και επιχειρήσεις έχουμε ζητήσει –μεταξύ άλλων- να αυξηθεί το ποσοστό της επιδότησης στην ενέργεια από το 50% στο 75%, ο ΦΠΑ σε βασικά αγαθά να μειωθεί από το 13% στο 6%, οι δόσεις για την αποπληρωμή οφειλών να αυξηθούν στις 120. Πρόκειται για μέτρα που μπορούν να βοηθήσουν αυτή τη κρίσιμη περίοδο στον περιορισμό των αρνητικών επιπτώσεων των ανατιμήσεων. Σε διαφορετική περίπτωση η κυβέρνηση οφείλει να εξηγήσει το πως σκοπεύει να αντιμετωπίσει την καταιγίδα από «λουκέτα» που μοιραία θα ακολουθήσει και πως θα προστατεύσει όλους αυτούς που σήμερα βρίσκονται ένα βήμα πριν από την καταστροφή.