tuv-iso-logo tuv-iso-27001-logo

Γ. Χατζηθεοδοσίου στη “Δημοκρατία”: Άνοδος του κατώτατου και μείωση του κόστους

Άρθρο του Γιάννη Χατζηθεοδοσίου, Προέδρου του Επαγγελματικού Επιμελητηρίου Αθηνών και Επίτιμου Διδάκτορα του Πανεπιστημίου Πειραιά, στην εφημερίδα “ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑ” (20/02/2024).


Το ζήτημα της ακρίβειας συνεχίζει και απασχολεί την ελληνική κοινωνία, όπως δείχνουν και όλες οι σχετικές έρευνες. Σε μία από αυτές που διενέργησε το Επαγγελματικό Επιμελητήριο Αθηνών, το 95% των ερωτηθέντων, το θεωρεί ως το υπ΄ αριθμόν 1 πρόβλημα.

Ένας από τους τρόπους αντιμετώπισης του -καθώς τα όποια μέτρα έχουν ληφθεί έως σήμερα για τον περιορισμό της ακρίβειας δεν έχουν φέρει τα προσδοκόμενα αποτελέσματα- είναι η ενίσχυση των εισοδημάτων των πολιτών. Εκεί ακριβώς στοχεύει και η νέα αύξηση του κατώτατου μισθού, ο οποίος σύμφωνα με τις κυβερνητικές εξαγγελίες θα ισχύσει από την 1η Απριλίου.

Στο δημόσιο διάλογο που έχει ξεκινήσει, κοινωνικοί εταίροι και φορείς καταθέτουν τις προτάσεις τους και το τελικό ύψος της αύξησης θα «κλειδώσει» το αργότερο μέσα στον επόμενο μήνα.

Σήμερα ο κατώτατος μισθός ανέρχεται σε 780 ευρώ και το κατώτατο ημερομίσθιο στα 34,84 ευρώ, ενώ το προηγούμενο χρονικό διάστημα προηγήθηκαν και άλλες αυξήσεις.

Για την ώρα υπάρχει το σενάριο για μία αύξηση κοντά στο 5%, με στόχο το καθαρό ποσό να αγγίξει ή και να ξεπεράσει τα 700 ευρώ.

Το Επαγγελματικό Επιμελητήριο Αθηνών τάσσεται υπέρ της αύξησης του εισοδήματος των εργαζομένων, καθώς γνωρίζουμε καλά ότι με τα σημερινά δεδομένα το η κατανάλωση περιορίζεται στην αγορά των απολύτως αναγκαίων αγαθών, καθώς δεν υπάρχει η αγοραστική δυνατότητα που θα επιτρέψει στον κόσμο να στηρίξει και άλλους κλάδους της αγοράς. Ξεκαθαρίζουμε όμως ότι η όποια νέα αύξηση του κατώτατου μισθού πρέπει να συνοδευτεί από την ταυτόχρονη μείωση του μη μισθολογικού κόστους, το οποίο παραμένει από τα πλέον υψηλά στην Ε.Ε., σύμφωνα με τα τελευταία διαθέσιμα στοιχεία της Eurostat.

Είναι πραγματικά οξύμωρο να έχουν οι ελληνικές ΜμΕ υψηλότερο μη μισθολογικό κόστος από επιχειρήσεις παρόμοιου μεγέθους οι οποίες όμως λειτουργούν σε πιο ισχυρές οικονομίες. Οπότε το ζητούμενο είναι να επιτευχθεί μία ισορροπία που θα αμβλύνει τις υφιστάμενες αντιθέσεις και θα βοηθήσει την αγορά να κινηθεί σε καλύτερους ρυθμούς.

Ήδη καταγράφεται μία σημαντική επιβάρυνση για τις ελληνικές ΜμΕ λόγω του υψηλού λειτουργικού κόστους που έχουν, της έλλειψης ρευστότητας, του νέου φορολογικού. Οι δυνατότητες των μικρομεσαίων επιχειρήσεων δεν είναι απεριόριστες ώστε να μπορέσουν να απορροφήσουν και άλλα βάρη. Το αντίθετο: οι περισσότερες από αυτές είναι σε δεινή θέση και η Πολιτεία οφείλει να βρει τους κατάλληλους τρόπους για να τις στηρίξει σε αυτόν τον αγώνα που δίνουν για τη βιωσιμότητα τους.