tuv-iso-logo tuv-iso-27001-logo

Γ. Χατζηθεοδοσίου στην ΕφΣυν: Η απαραίτητη σύζευξη για προσωπικό με δεξιότητες

Ο Πρόεδρος του Επαγγελματικού Επιμελητηρίου Αθηνών, Γιάννης Χατζηθεοδοσίου, σε άρθρο του που δημοσιεύθηκε σε ειδικό αφιέρωμα της Εφημερίδας των Συντακτών για την επιχειρηματικότητα και τις προκλήσεις που φέρνει το 2024, ανέδειξε το πρόβλημα της εξεύρεσης προσωπικού με τις κατάλληλες δεξιότητες και κατέθεσε μία σειρά από προτάσεις για την επίλυση του.

 

Ακολουθεί το άρθρο του κ. Χατζηθεοδοσίου στην “Εφημερίδα των Συντακτών”:

 

 

Η απαραίτητη σύζευξη για προσωπικό με δεξιότητες

Η δυσκολία εξεύρεσης προσωπικού με τις κατάλληλες δεξιότητες αναδεικνύεται σε κρίσιμη πρόκληση για το σύνολο των επιχειρήσεων στην Ελλάδα και στην Ευρώπη. Πρόσφατη έρευνα του Ευρωβαρόμετρου δείχνει ότι το πρόβλημα αγγίζει πλέον όλα τα κράτη – μέλη της Ε.Ε. και όλους σχεδόν τους κλάδους της οικονομίας.

Οι ελληνικές μικρομεσαίες επιχειρήσεις φαίνεται να βρίσκονται σε χειρότερη θέση. Στη χώρα μας σχεδόν 8 στις 10 επιχειρήσεις (77%) με έως 10 άτομα προσωπικό δηλώνουν ότι είναι πολύ δύσκολο να βρουν προσωπικό με τις κατάλληλες δεξιότητες, ενώ ο αντίστοιχος μέσος όρος της ΕΕ-27 είναι 62%. Είναι, μάλιστα, ενδεικτικό ότι το συγκεκριμένο πρόβλημα εμφανίζεται μεγαλύτερο ακόμη και από την περιορισμένη πρόσβαση στη χρηματοδότηση.

Οι προκλήσεις αναμένεται να ενταθούν στο επόμενο διάστημα, καθώς η τεχνολογική επανάσταση μετασχηματίζει ραγδαία τον κόσμο της παραγωγής και τις ανάγκες της αγοράς εργασίας. Σύμφωνα με το Παγκόσμιο Οικονομικό Φόρουμ, την επόμενη δεκαετία αναμένεται να αλλάξουν ριζικά 1 δισεκατομμύριο θέσεις εργασίας όλων των ειδών, εξαιτίας των τεχνολογικών εξελίξεων.

Η επένδυση στο ανθρώπινο κεφάλαιο είναι η μόνη επιλογή, ώστε να καλυφθούν τα κενά σε δεξιότητες, να διασφαλιστεί η ανταγωνιστικότητα των επιχειρήσεων. Είναι, ταυτόχρονα, προϋπόθεση για τη δημιουργία μιας συμπεριληπτικής αγοράς εργασίας, με περισσότερες και καλύτερες ευκαιρίες απασχόλησης για όλους τους εργαζόμενους.

Σε αυτή την κατεύθυνση, η Ελλάδα χρειάζεται σίγουρα να «τρέξει» ταχύτερα. Η χώρα μας βρίσκεται σήμερα στις τελευταίες θέσεις του Ευρωπαϊκού Δείκτη Δεξιοτήτων, με ιδιαίτερα χαμηλές επιδόσεις όσον αφορά την ανάπτυξη και την αντιστοίχιση δεξιοτήτων. Είναι 24η στην Ε.Ε. ως προς τις ψηφιακές δεξιότητες του ανθρώπινου δυναμικού και προτελευταία μεταξύ των χωρών του ΟΟΣΑ ως προς το ποσοστό συμμετοχής του ανθρώπινου δυναμικού σε προγράμματα κατάρτισης. Βρίσκεται, παράλληλα, στις τελευταίες θέσεις και σε όλες τις μετρήσεις που αξιολογούν την τεχνική εκπαίδευση. Από όσους μαθητές επιλέγουν την τεχνική και επαγγελματική εκπαίδευση, μόλις το 7% πηγαίνει στις Επαγγελματικές Σχολές Μαθητείας, ενώ ο αντίστοιχος μέσος όρος στην Ε.Ε. είναι 70%.

Το έλλειμμα διασύνδεσης μεταξύ της εκπαίδευσης, της κατάρτισης και της αγοράς εργασίας είναι κάτι παραπάνω από εμφανές. Πρόκειται για ένα έλλειμμα που στοιχίζει σε όρους απασχόλησης και προσωπικής εξέλιξης των εργαζομένων, αλλά και σε όρους ανταγωνιστικότητας των επιχειρήσεων, σε όρους παραγωγικότητας και ανάπτυξης της ελληνικής οικονομίας.

Η Ελλάδα κατατάσσεται έκτη στην Ευρωπαϊκή Ένωση, ως προς τις δράσεις Έρευνας και Ανάπτυξης που διενεργούνται στα ελληνικά ΑΕΙ με χρηματοδότηση από την Ευρωπαϊκή Ένωση, αλλά 20η ως προς το μετασχηματισμό της καινοτομίας σε εμπορεύσιμα προϊόντα και υπηρεσίες. Σύμφωνα με μελέτη του ΣΕΠΕ, στα επόμενα χρόνια την περίοδο 2023 – 2030 αναμένεται να υπάρξει κενό μεταξύ προσφοράς και ζήτησης για στελέχη πληροφορικής, θα ανέλθει σε περίπου 7.000 άτομα κατ’ έτος. Παρ’ όλα αυτά, το 2023 ο αριθμός των εισακτέων στις διάφορες σχολές με αντικείμενο την πληροφορική ήταν 5.612 – στα ίδια επίπεδα με την προηγούμενη χρονιά.

Η αντιμετώπιση αυτών των αναντιστοιχιών δεν είναι ζήτημα επιλογής, αλλά ζωτική ανάγκη. Χρειάζεται να προχωρήσουμε τολμηρά, να επαναπροσδιορίσουμε τη σχέση μεταξύ τριτοβάθμιας εκπαίδευσης και αγοράς, αλλά και να σχεδιάσουμε από την αρχή το σύστημα δευτεροβάθμιας επαγγελματικής και τεχνικής εκπαίδευσης.

Εξίσου επιτακτική είναι η ανάγκη για μια στοχευμένη και αποτελεσματική πολιτική κατάρτισης και αναβάθμισης δεξιοτήτων του εργατικού δυναμικού. Μέσω του Εθνικού Σχεδίου Ανάκαμψης και Ανθεκτικότητας Ελλάδα 2.0 διατίθενται σημαντικοί πόροι σε δράσεις κατάρτισης και επανακατάρτισης, με έμφαση σε ψηφιακές και πράσινες δεξιότητες. Η επιτυχία, ωστόσο, αυτών των δράσεων είναι κάθε άλλο παρά δεδομένη, όπως δείχνει η εμπειρία του παρελθόντος. Η γραφειοκρατία, το δαιδαλώδες σύστημα φορέων κατάρτισης, η ελλιπής εποπτεία και αξιολόγηση, αλλά και η αναντιστοιχία με τις ανάγκες της αγοράς είναι προβλήματα που πρέπει να αντιμετωπιστούν, προκειμένου να υπάρξουν τα αναμενόμενα αποτελέσματα.

Ιδιαίτερη έμφαση θα πρέπει να δοθεί στη βελτίωση των δεξιοτήτων των ΜμΕ και των αυτοαπασχολύμενων, με την αξιοποίηση καινοτόμων μορφών και μέσων κατάρτισης, σύγχρονων εκπαιδευτικών μεθόδων και εργαλείων. Είναι σημαντικό να δοθούν κίνητρα και ενισχύσεις προς τις μικρομεσαίες επιχειρήσεις, ώστε να συμμετέχουν σε δράσεις εκπαίδευσης στο χώρο εργασίας – κάτι που θα βοηθήσει στην ενίσχυση των ικανοτήτων των ίδιων των επιχειρήσεων, αλλά και στην κάλυψη του χάσματος μεταξύ προσφοράς και ζήτησης στην αγορά εργασίας.

Θα πρέπει, τέλος, να υπάρξει εξειδικευμένη μελέτη σε επίπεδο κλάδων και επαγγελμάτων, προκειμένου να διερευνηθούν σε βάθος οι αλλαγές και οι τάσεις που θα διαμορφώσουν τις ανάγκες της αγοράς εργασίας στα επόμενα χρόνια, ώστε να διαμορφωθούν κατάλληλες κατευθύνσεις πολιτικής.

Κρίσιμος παράγοντας για την επιτυχία της  όλης προσπάθειας είναι η ενεργός και θετική εμπλοκή όλων των ενδιαφερόμενων μερών, συμπεριλαμβανομένων των εκπροσώπων εργοδοτών και εργαζομένων, αλλά και συλλογικών φορέων όπως τα Επιμελητήρια, που διαθέτουν άμεση γνώση των αναγκών της αγοράς και κάθε οικοσυστήματος ξεχωριστά.

Η επένδυση στο ανθρώπινο δυναμικό είναι ζωτικής σημασίας παράγοντας για να διασφαλίσουμε όρους βιωσιμότητας και ανάπτυξης για τις ελληνικές επιχειρήσεις, για να οικοδομήσουμε μια οικονομία που προοδεύει, χωρίς να αφήνει κανέναν πίσω.