tuv-iso-logo tuv-iso-27001-logo

Ν. Κογιουμτσής: Οι προϋποθέσεις για την ανάπτυξη της επιχειρηματικότητας και της οικονομίας

Άρθρο του Αντιπροέδρου του Επαγγελματικού Επιμελητηρίου Αθηνών κ. Νίκου Κογιουμτσή στο greekschannel.com.


Μετά από μία δεκαετή κρίση και διανύοντας πια και την εποχή της πανδημίας, το λιανεμπόριο βρίσκεται σε μία εξαιρετικά δύσκολη μεταβατική περίοδο. Ενώ περιμέναμε να κλείσουμε τις πληγές που άφησαν τα μνημόνια και να μπούμε –και ως κλάδος και ως οικονομία– σε μία διαδικασία ανάκαμψης, ξέσπασε η πανδημία. Και όχι απλώς φρέναρε την κάπως ανοδική πορεία που είχε ξεκινήσει το 2019, αλλά άνοιξε και νέες πληγές με το αναγκαστικό κλείσιμο των επιχειρήσεών μας για σχεδόν έξι μήνες.

Όμως, και για όσο λειτουργήσαμε κατά τη διάρκεια αυτών των 14 μηνών της περιπέτειας, η κατανάλωση ήταν υποτονική. Μάλιστα, όπως έδειξαν και σχετικές έρευνες του Επαγγελματικού Επιμελητηρίου της Αθήνας αλλά και του Εμπορικού Συλλόγου της Αθήνας, κινήθηκε στο μείον 50% και στις τουριστικές επιχειρήσεις έφτασε στο μείον 80%. Αντί για ανάπτυξη είχαμε ύφεση που ξεπέρασε το 8% για το 2020, κάτι που προσγείωσε την ελληνική οικονομία και οδήγησε την αγορά σε αχαρτογράφητα νερά.

Σε αυτό το σημείο πρέπει να λάβουμε υπόψη τις ιδιαιτερότητες της ελληνικής οικονομίας, η οποία στηρίζεται σε σημαντικό βαθμό στις μικρομεσαίες επιχειρήσεις καθώς αποτελούν το 97% της αγοράς. Μεγάλο ποσοστό από τους μικρομεσαίους είναι αυτοαπασχολούμενοι και ένα άλλο σημαντικό ποσοστό είναι οι οικογενειακές επιχειρήσεις. Εάν λοιπόν το εισόδημα μιας οικογένειας προέρχεται από μία οικογενειακή επιχείρηση –κάτι πολύ σύνηθες στην Ελλάδα–, τότε υπάρχει πρόβλημα επιβίωσης τόσο της ίδιας της επιχείρησης αλλά και των φυσικών προσώπων, δηλαδή της οικογένειας.

Ειδικά αυτή την περίοδο έχουν συσσωρευτεί χρέη μηνών λόγω της πανδημίας. Και σε συνδυασμό με την κρίση που είχε προηγηθεί, το όποιο οικονομικό απόθεμα υπήρχε, έχει πλέον εξαντληθεί. Υποτίθεται ότι η κατάσταση θα βελτιωνόταν με το άνοιγμα του λιανεμπορίου, όμως οι ελπίδες μας αποδείχθηκαν φρούδες. Σε αυτές τις τρεις εβδομάδες λειτουργίας των επιχειρήσεών μας, η κατανάλωση είναι ελάχιστη. Αυτό οφείλεται και στην έλλειψη χρημάτων των νοικοκυριών και στην αβεβαιότητα που αισθάνεται μεγάλο μέρος της ελληνικής κοινωνίας, καθώς και στη δυσκολία κατανάλωσης μέσω του 13032 και των μεθόδων click away και click inside. Αρνητική παράμετρος είναι και η απουσία της εστίασης, καθώς από τις 3 Νοεμβρίου του 2020 τα καταστήματα υγειονομικού ενδιαφέροντος έκλεισαν με κρατική εντολή λόγω της πανδημίας και αναμένεται να ανοίξουν αμέσως μετά το Πάσχα. Ο συνδυασμός αγορών λιανεμπορίου με κάποιον καφέ ή φαγητό έξω είναι ένα στοιχείο που χαρακτηρίζει τον Έλληνα εδώ και πολλά χρόνια. Ευελπιστούμε ότι θα ανοίξει και η εστίαση με ασφάλεια και υγειονομικούς κανόνες που θα τηρούνται από όλους, ώστε να επιστρέψει και η κανονικότητα στην αγορά. Το σημαντικό είναι να μειώσουμε τον κίνδυνο νέας έξαρσης της πανδημίας, που μπορεί να οδηγήσει ξανά σε κλείσιμο των επιχειρήσεών μας. Αυτό το ενδεχόμενο θα είναι καταστροφικό και για την επιχειρηματικότητα και για την οικονομία. Είναι γεγονός ότι η Πολιτεία προσπαθεί να στηρίξει τις πληττόμενες επιχειρήσεις είτε με δάνεια, είτε με επιδοτήσεις μέσω ΕΣΠΑ, είτε με μηδενισμό και ποσοστιαία μείωση των ενοικίων και άλλα μέτρα που όμως, από ό,τι φαίνεται, δεν επαρκούν. Το τραπεζικό σύστημα της χώρας, παρ’ ότι έχει ανακεφαλαιοποιηθεί τρεις φορές, δεν χρηματοδοτεί επαρκώς την πραγματική οικονομία και κυρίως δεν ενισχύεται η ρευστότητα των μικρών και πολύ μικρών επιχειρήσεων. Το μόνο «εργαλείο» χρηματοδότησης που έδωσε ανάσες σε επιχειρήσεις και επαγγελματίες είναι μακράν η Επιστρεπτέα προκαταβολή. Η χρηματοδότηση γίνεται άμεσα από τα δημόσια ταμεία χωρίς παρέμβαση των τραπεζών και το 50% της χρηματοδότησης αν τηρούνται τα κριτήρια που βάζει το υπουργείο Οικονομικών είναι μη επιστρεπτέα, δηλαδή είναι ουσιαστικά μία μορφή επιχορήγησης της επιχείρησης. Το αρνητικό στο συγκεκριμένο πρόγραμμα είναι ότι οι περισσότερες επιχειρήσεις χρηματοδοτούνται με μικρά ποσά, που στην πλειονότητά τους φτάνουν σε έναν μέσο όρο περίπου 2.000 ευρώ. Επειδή όμως η κατάσταση έχει φτάσει στο απροχώρητο, αυτό που εναγωνίως ζητάει ο εμπορικός και επιχειρηματικός κόσμος της χώρας είναι να προχωρήσει η κυβέρνηση σε ένα γενναίο κούρεμα των οφειλών που έχουν προκύψει μέσα στην πανδημία και το υπόλοιπο ποσό να εξοφληθεί μέσω ρύθμισης 120 δόσεων.

Βάσιμη ελπίδα για τη βελτίωση της κατάστασης είναι η επίσπευση του εμβολιασμού του γενικού πληθυσμού, με στόχο να «χτιστεί» το απαραίτητο τείχος ανοσίας. Έτσι θα μπορέσουμε με ασφάλεια να ανοίξουμε και τον τουρισμό μας, που επισήμως ξεκινά στις 15 Μαΐου. Στηριζόμενοι στα υγειονομικά πρωτόκολλα και στην πιστή εφαρμογή τους, πρέπει οπωσδήποτε να διαφυλάξουμε το τουριστικό μας προϊόν, δείχνοντας έτσι σε όλο τον κόσμο ότι παραμένουμε μια πανέμορφη χώρα που μπορεί κάποιος να την επισκεφθεί με ασφάλεια. Δεν πρέπει να ξεχνάμε ότι ο τουρισμός αποδίδει στην ελληνική οικονομία το 25% του ΑΕΠ και πολλές χιλιάδες θέσεις απασχόλησης. Ρεαλιστικός στόχος για φέτος αποτελεί το 40% τουλάχιστον των εσόδων που είχαμε το 2019, κάτι που μπορούμε να επιτύχουμε αν βελτιωθούν τα επιδημιολογικά δεδομένα.

Προς το τέλος του καλοκαιριού αναμένονται και τα πρώτα κεφάλαια από το Ταμείο Ανάκαμψης. Θυμίζω ότι έχει εγκριθεί ως ενίσχυση για τη χώρα μας ένα πακέτο ύψους 32 δισ. ευρώ. Αν προσθέσουμε και άλλους κοινοτικούς πόρους που αναμένονται, τότε το συνολικό ποσό ανεβαίνει στα 57 δισ. ευρώ. Με αυτά τα χρήματα η κυβέρνηση σχεδιάζει μεταρρυθμίσεις, στήριξη επενδύσεων και βελτίωση του παραγωγικού μοντέλου της χώρας. Ιδιαίτερη έμφαση θα δοθεί στην πράσινη ανάπτυξη, στη δημιουργία υποδομών αλλά και στην ψηφιοποίηση κράτους και επιχειρήσεων. Το βασικό ερώτημα βέβαια είναι αν και πόσο αποτελεσματικά θα στηριχθούν οι μικρές και πολύ μικρές επιχειρήσεις. Εκτιμώ ότι πρέπει να δοθεί ιδιαίτερη βαρύτητα από την κυβέρνηση στην τόνωση της μικρομεσαίας επιχειρηματικότητας, κάτι που αποτελεί και δέσμευσή της.

Σε κάθε περίπτωση θα πρέπει σε αυτήν τη δύσκολη συγκυρία της ύφεσης λόγω της πανδημίας, να κυριαρχήσει η ενότητα και η ομοψυχία, ώστε όλοι μαζί να οδηγήσουμε τη χώρα σε ανάπτυξη και ευημερία, κάτι που θα είναι προς όφελος της κοινωνίας αλλά κυρίως των επόμενων γενεών.