tuv-iso-logo tuv-iso-27001-logo

Η ώρα των επιμελητηρίων

επιβάλλεται άμεσα η αναθεώρηση της πολιτικής των κυβερνήσεων έναντι των επιμελητηρίων και η ενίσχυση του θεσμού για να αναλάβει το βαρύ έργο που τους πέφτει

Πριν δύο χρόνια γίναμε μάρτυρες μιας μεγάλης προπαγάνδας απαξίωσης των επιμελητηρίων και του επιμελητηριακού θεσμού. Η επίθεση εκείνη δεν σκόπευε μόνο στην υποβάθμιση των επιμελητηρίων ως όργανα, αλλά κυρίως σκόπευε στο να απαξιώσει τις θέσεις τους, οι οποίες ερχόταν σε αντίθεση με τις πάγιες πολιτικές των μνημονίων, τις οποίες με συνέπεια υπηρέτησαν και υπηρετούν όλες οι κυβερνήσεις.

 

Εκ των πραγμάτων και εκ της θέσης τους, τα επιμελητήρια βρέθηκαν σε αντίθεση με όλες τις περιοριστικές πολιτικές που οδηγούσαν στο στράγγισμα της αγοράς και στην πτώση της παραγωγής, του ΑΕΠ και της οικονομικής δραστηριότητας.

 

Σε αντιδιαστολή με τις πολιτικές των μνημονίων, τα επιμελητήρια, με πρώτο ως προς τη μαχητική προβολή εναλλακτικών θέσεων το Επαγγελματικό Επιμελητήριο Αθήνας, προέβαλαν την θέση να στραφεί η χώρα πάση θυσία στην εξασφάλιση αναπτυξιακής πολιτικής, ως μοναδικό όργανο εξυπηρέτησης του χρέους και εξόδου από την κρίση. Κατέθεσε μάλιστα και συνοπτικά τη θέση «να αρχίσουμε από αυτό που έχουμε και μπορούμε να το κινήσουμε, τις μικρομεσαίες επιχειρήσεις».

 

Φυσικά οι δανειστές και οι κυβερνήσεις άλλα σχέδια είχαν και δεν άκουσαν τα επιμελητήρια. Αυτές οι επιλογές τους μάλιστα δεν ήταν απαλλαγμένες ιδιοτελών σκοπών που δεν ήταν άλλος από τον αφανισμό μεγάλου μέρους των μικρομεσαίων επιχειρήσεων και γενικής απαξίωσης της εργασίας του ανθρώπινου δυναμικού και του επενδυμένου κεφαλαίου, ώστε να αλωθεί η αγορά χωρίς κόστος και κόπο από τις πολυεθνικές, τις τράπεζες και τα αρπαχτικά κεφάλαια.

 

Δεν θα ήμασταν τόσο σκληροί, αν αυτά όλα δεν τα βλέπαμε να υλοποιούνται βήμα το βήμα με τα μνημόνια και τις νομοθεσίες που τα νομιμοποιούσαν. Δυστυχώς, είδαμε να τα υποστηρίζουν και εδώ κάποιοι εκπρόσωποι και  μερίδες μεγάλου κεφαλαίου, προσδοκώντας να επωφεληθούν μέρος από τη γενική αρπαγή του πλούτου που δημιούργησαν οι μικρομεσαίες επιχειρήσεις και γενικότερα η μεσαία τάξη. Παρουσιάζονταν μάλιστα και σαν προστάτες των μικρομεσαίων!

 

Επειδή όμως η συντριπτική πλειοψηφία των μελών των επιμελητηρίων και των ίδιων επιμελητηρίων, είχε σαφή θέση κατά των εφαρμοζόμενων πολιτικών, όπως εκφράστηκε επανειλημμένα από το ΕΕΑ, οι κυβερνήσεις ήθελαν να απαλλαγούν από αυτή την «ενόχληση» από έναν ισχυρότατο και αποδεκτό από την επιχειρηματική κοινότητα αξιόπιστο θεσμό. Έτσι άρχισαν να σχεδιάζουν την απαξίωση του θεσμού και κυρίως την οικονομική ασφυξία φτάνοντας μέχρι την κατάργηση της υποχρεωτικής εγγραφής των επιχειρήσεων σε αυτά.

 

Προφανώς όμως δεν υπολόγισαν την ανθεκτικότητα του θεσμού που μετράει 90 και πλέον χρόνια στα οποία επέζησε δικτατοριών, κατοχών, οικονομικών κρίσεων και πτωχεύσεων. Ούτε την αποφασιστικότητα των ίδιων των επιμελητηρίων να επιβιώσουν υπολόγισαν.

 

Μετά όμως από μια τέτοια σύγκρουση και εβρισκόμενοι σε μια φάση που δεν πάει παρακάτω και μόνο η ανάπτυξη, έστω και με πολύ δυσμενείς όρους, μπορεί να έχει θέση στην χώρα, είναι καιρός η κυβέρνηση να αναθεωρήσει την κρατική πολιτική για τα επιμελητήρια.

 

Θα το πούμε ευθέως. Ανάπτυξη χωρίς θεσμούς που γνωρίζουν τις επιχειρήσεις, τις οργανώνουν τις καθοδηγούν και τις στηρίζουν δεν γίνεται. Και μετά την κατάργηση κάθε κρατικού οργάνου ανάπτυξης, ο μόνος θεσμούς που μπορεί να φέρει με επιτυχία σε πέρας αυτή την αποστολή είναι τα επιμελητήρια.

 

Μετά τα μεγάλα λόγια για ανάπτυξη που ακούσαμε μετά την αξιολόγηση και τη νέα συμφωνία με τους θεσμούς, είναι ώρα να ξαναδούμε από πού αρχίζουμε. Ποιο σχέδιο θα τεθεί σε εφαρμογή, πως θα υλοποιηθεί, πως ούτε ευρώ δεν θα σπαταληθεί σε γνωστές «διολισθήσεις» και πως θα πρέπει να κινηθούν οι επιχειρήσεις για να συμβάλουν στον στόχο επανεκκίνησης της παραγωγής και εξόδου από την κρίση.

 

Όλα αυτά είναι αδύνατο να γίνουν χωρίς τη συμβολή των επιμελητηρίων. Γι αυτό, χωρίς να μπούμε σε λεπτομέρειες, επιβάλλεται άμεσα η αναθεώρηση της πολιτικής των κυβερνήσεων έναντι των επιμελητηρίων και η ενίσχυση του θεσμού για να αναλάβουν το βαρύ έργο που τους πέφτει.

 

Σ.