tuv-iso-logo tuv-iso-27001-logo

Ανεπίτρεπτη αναγκαστική εκτέλεση Δημοσίου κατά Α.Ε.

Tου Κωνσταντίνου Λάιου, Νομικού συνεργάτη του Επαγγελματικού Επιμελητηρίου Αθηνών

Tου Κωνσταντίνου Λάιου, Νομικού συνεργάτη του Επαγγελματικού Επιμελητηρίου Αθηνών
 

 

Αν δεν χώρησε κοινοποίηση ή χώρησε άκυρη κοινοποίηση της καταλογιστικής πράξης, κατά της οποίας προβλέπεται από τον νόμο η άσκηση προσφυγής, με συνέπεια να μην ασκηθεί αυτή, δεν επιτρέπεται στο Δημόσιο να προβεί σε αναγκαστική εκτέλεση κατά του υποχρέου.
 
ΣΧΕΤΙΚΗ ΔΙΚΑΣΤΙΚΗ ΑΠΟΦΑΣΗ ΔΕφΑθ 709/2016
 
Εφόσον δεν υπάρχει πρόβλεψη παράτασης μέχρι την εκλογή νέου διοικητικού συμβουλίου ΑΕ, τα καθήκοντα των μελών του παύουν αυτοδικαίως μόλις παρέλθει ο χρόνος της θητείας τους που ορίζεται στο Καταστατικό ή στην απόφαση της ΓΣ.
 
Εφόσον κατά τον χρόνο επίδοσης των καταλογιστικών πράξεων φόρου εισοδήματος και ΦΠΑ είχε λήξει η θητεία του ΔΣ της ΑΕ, και επομένως, δεν υπήρχε διοίκηση ούτε νόμιμος εκπρόσωπος αυτής, η επίδοση των εν λόγω πράξεων στον διατελέσαντα προηγουμένως νόμιμο εκπρόσωπό της δεν ήταν έγκυρη.
 
Στον Κώδικα Διοικητικής Δικονομίας, που κυρώθηκε με το ν. 2717/1999  (ΦΕΚ 97 Α), ορίζεται  στο άρθρο 63 ότι: « 1. Με την επιφύλαξη όσων ορίζονται σε ειδικές διατάξεις του Κώδικα, οι εκτελεστές ατομικές διοικητικές πράξεις ή παραλείψεις,  από τις οποίες δημιουργούνται κατά νόμο διοικητικές διαφορές  ουσίας, υπόκεινται  σε προσφυγή…», στο άρθρο 217 ότι: « 1. Ανακοπή χωρεί κατά κάθε πράξης που εκδίδεται στα πλαίσια της διαδικασίας της διοικητικής εκτέλεσης και ιδίως κατά: α) … β) της κατασχετήριας  έκθεσης, γ) …», στο άρθρο 224 ότι: « 1. Το δικαστήριο ελέγχει την προσβαλλόμενη πράξη κατά το νόμο και την ουσία στα όρια της ανακοπής, τα οποία προσδιορίζονται από τους λόγους και το αίτημά της. 2. … 3. Κατά τον έλεγχο του κύρους των προσβαλλόμενων με την ανακοπή πράξεων της εκτέλεσης, δεν επιτρέπεται ο παρεμπίπτων έλεγχος της νομιμότητας προηγούμενων πράξεων της εκτέλεσης. 4. …» και, τέλος, στο άρθρο 225 ότι: « Το δικαστήριο, αν διαπιστώσει παράβαση νόμου ή ουσιαστικές πλημμέλειες της προσβαλλόμενης πράξης, προβαίνει στην ολική ή μερική ακύρωση ή στην τροποποίησή της…».
 
Εξάλλου,  στο άρθρο 50 (§ 1) του παραπάνω Κώδικα, στις διατάξεις  του οποίου παραπέμπουν το άρθρο 69 του Κώδικα Φορολογίας Εισοδήματος και το άρθρο 51 του Κώδικα Φόρου Προστιθέμενης Αξίας, που κυρώθηκαν αντίστοιχα με τους ν. 2238/1994  (ΦΕΚ 151Α) και 2859/2000  (ΦΕΚ 248 Α), ορίζεται  ότι: « Οι επιδόσεις … διενεργούνται στην κατοικία ή στο χώρο της εργασίας, κατά περίπτωση, προσωπικώς στους ίδιους ή στους νόμιμους αντιπροσώπους ή στους εκπροσώπους ή στους δικαστικούς πληρεξουσίους ή στους αντικλήτους τους, σύμφωνα με τα οριζόμενα στις ειδικότερες αντίστοιχες διατάξεις ».
 
4. Εξάλλου, ο Κώδικας Εισπράξεως Δημοσίων Εσόδων (ΚΕΔΕ, ν.δ. 356/1974,  ΦΕΚ 90 Α) ορίζει, στο μεν άρθρο 2 ότι: « 1. Η είσπραξη των δημοσίων εσόδων ανατίθεται  εις τα Δημόσια Ταμεία  … ενεργείται δε δυνάμει νομίμου τίτλου..              2. Νόμιμος τίτλος είναι: α) Η κατά τους κειμένους νόμους βεβαίωση και ο υπό των αρμοδίων διοικητικών  ή ετέρων αρμοδίων κατά νόμο Αρχών προσδιορισμός του εισπρακτέου ποσού, του είδους του εσόδου και της αιτίας δι’ ην οφείλεται », στο δε άρθρο 73 ότι: « 1. … 2. Η κατά της αρξαμένης εκτελέσεως ανακοπή του οφειλέτη  ασκείται  … διά τους κάτωθι περιοριστικώς αναφερόμενους λόγους: α) Εάν η εκτέλεσις εχώρησε βάσει ακύρου τίτλου προς είσπραξιν…».
 
5. Κατά την έννοια των ανωτέρω διατάξεων, ερμηνευόμενων σε συνδυασμό με το άρθρο 20 (§ 1) του Συντάγματος – που κατοχυρώνει το δικαίωμα παροχής δικαστικής προστασίας – σε περίπτωση κατά την οποία δεν εχώρησε κοινοποίηση ή εχώρησε άκυρη κοινοποίηση της καταλογιστικής  πράξης, κατά της οποίας προβλέπεται από το νόμο η άσκηση προσφυγής, με συνέπεια να μην ασκηθεί αυτή, δεν επιτρέπεται στο Δημόσιο να προβεί σε αναγκαστική εκτέλεση κατά του υποχρέου, με τη διενέργεια ταμειακής βεβαίωσης του οφειλόμενου φόρου και την επιβολή, στη συνέχεια, αναγκαστικής κατάσχεσης για την ικανοποίηση των σχετικών απαιτήσεών του (πρβλ. ΣτΕ 1967/2013, 4411, 290/2011).
 
6. Περαιτέρω, κατά τις διατάξεις των άρθρων 2, 18 §§ 1 και 2 και 34 §§ 1 στοιχ. β΄ και 2 στοιχ. β΄ του ν. 2190/1920  «Περί Ανωνύμων Εταιρειών», η ανώνυμη εταιρεία, αν δεν ορίζεται διαφορετικά στο καταστατικό της εκπροσωπείται δικαστικώς και εξωδίκως από το διοικητικό της συμβούλιο, το οποίο εκλέγεται  από τη γενική συνέλευση. Κατά δε τις διατάξεις των παραγράφων 1 και 2 του άρθρου 19 του πιο πάνω νόμου: « Η θητεία των μελών του Διοικητικού Συμβουλίου ουδέποτε δύναται να υπερβαίνει τα έξη έτη. Οι σύμβουλοι, μέτοχοι ή μη, είναι πάντοτε επανεκλέξιμοι  και ελεύθερα  ανακλητοί ». Από τις διατάξεις αυτές, συνδυαζόμενες και με τη διάταξη του άρθρου 2 του ν. 2190/1920, που ορίζει τι πρέπει να περιέχει το καταστατικό της ανώνυμης εταιρείας, συνάγεται ότι εφόσον δεν υπάρχει τέτοια πρόβλεψη παράτασης μέχρι την εκλογή νέου διοικητικού συμβουλίου, τα καθήκοντα των μελών του παύουν αυτοδικαίως μόλις παρέλθει ο χρόνος της θητείας τους που ορίζεται στο Καταστατικό ή στην απόφαση της Γενικής Συνέλευσης. Η λύση αυτή είναι συμβατή και με την αρχή ότι το Διοικητικό Συμβούλιο, ως εκλεγόμενο από τη γενική συνέλευση και με τους συμβούλους «ελευθέρως ανακλητούς», πρέπει να απολαμβάνει της εμπιστοσύνης αυτής. Αντίθετη εκδοχή, της παράτασης, δηλαδή, της θητείας του διοικητικού συμβουλίου της ανώνυμης εταιρείας που λήγει με την πάροδο του οριζόμενου χρόνου στην περί εκλογής απόφαση της γενικής συνέλευσης, μέχρι την εκλογή νέου διοικητικού συμβουλίου και πάντως όχι πέραν της εξαετίας, στηριζόμενη στην αιτιολογία ότι στην περί εκλογής απόφαση τεκμαίρεται ότι περιέχεται τέτοια βούληση του εκλέγοντος οργάνου, προκειμένου να μη στερηθεί η εταιρεία κατά το χρονικό αυτό διάστημα τη διοίκηση και εκπροσώπηση, όχι μόνον δεν ευρίσκει  έρεισμα στο νόμο 2190/1920 αλλά είναι ενδεχόμενο, στην περίπτωση που και το καταστατικό προβλέπεται ορισμένη θητεία, να παραβιάζεται η σχετική διάταξή του, εάν από την προηγούμενη εκλογή μέχρι την εκλογή νέου, διοικητικού συμβουλίου συμπληρωθεί χρόνος μεγαλύτερος  του προβλεπόμενου στο καταστατικό. Η διοίκηση δε και εκπροσώπηση της ανώνυμης εταιρίας,  μετά τη λήξη της θητείας του διοικητικού συμβουλίου, εξασφαλίζεται με προσφυγή στη διάταξη του άρθρου 69 ΑΚ, κατά την οποία: « Αν λείπουν τα πρόσωπα που απαιτούνται  για τη διοίκηση του νομικού προσώπου, ή, αν τα συμφέροντα τους συγκρούονται προς εκείνα του νομικού προσώπου, ο πρόεδρος των πρωτοδικών διορίζει προσωρινή διοίκηση ύστερα από αίτηση όποιου έχει έννομο συμφέρον » (ΑΠ 5/2004,  βλ. σχετ. και ΣτΕ 2089/2014).
 
8. Εφόσον κατά τον χρόνο επίδοσης των καταλογιστικών πράξεων φόρου εισοδήματος και φόρου προστιθέμενης αξίας – κατά των οποίων προβλέπεται κατά νόμο (άρθ. 63 του ΚΔΔ) η άσκηση προσφυγής – είχε λήξει η θητεία του Διοικητικού Συμβουλίου της εφεσίβλητης ανώνυμης εταιρείας, και, επομένως, δεν υπήρχε διοίκηση ούτε νόμιμος εκπρόσωπος αυτής, σύμφωνα με όσα έγιναν δεκτά στις προηγούμενες σκέψεις, η, κατά τα ανωτέρω, επίδοση των εν λόγω πράξεων στον διατελέσαντα  έως την 30.6.2003  νόμιμο εκπρόσωπο αυτής Γ.Ζ., δεν ήταν έγκυρη. Ενόψει δε τούτων και της μη οριστικοποίησης, τελικώς, των παραπάνω πράξεων, δεν υφίστατο νόμιμος τίτλος προς εκτέλεση. Κατά συνέπεια, μη νομίμως ο Προϊστάμενος  της ΔΟΥ ΦΑΕΕ Αθηνών προέβη σε αναγκαστική εκτέλεση κατά της εφεσίβλητης, με τη διενέργεια των ένδικων ταμειακών βεβαιώσεων και την επιβολή, στη συνέχεια, αναγκαστικής κατάσχεσης για την ικανοποίηση των σχετικών απαιτήσεων του Δημοσίου, όπως, ορθά, έκρινε ομοίως και το πρωτόδικο Δικαστήριο, με την εκκαλούμενη απόφασή του, όσα δε αντίθετα υποστηρίζει το εκκαλούν, με την έφεσή του, πρέπει να απορριφθούν ως αβάσιμα.