tuv-iso-logo tuv-iso-27001-logo

Αποχή μισθωτού από την εργασία του και λύση σύμβασης

Κρίση του δικαστηρίου της ουσίας, που στηρίζεται σε αόριστη νομική έννοια υπόκειται σε αναιρετικό έλεγχο

 

Κρίση του δικαστηρίου της ουσίας, που στηρίζεται σε αόριστη νομική έννοια υπόκειται σε αναιρετικό έλεγχο

 

Ο Άρειος Πάγος με την απόφαση 2028/2013 αποφάνθηκε ότι σε περίπτωση αποχής του μισθωτού από την εργασία του για λόγο που δεν οφείλεται σε ασθένεια βραχείας διάρκειας, ο δικαστής, εκτιμώντας γενικά τις συνθήκες υπό τις οποίες έλαβε χώραν η αποχή, την αιτία της αποχής, τη χρονική διάρκεια της και την υπαιτιότητα η συνυπαιτιότητα του μισθωτού, κρίνει, σύμφωνα με τις αρχές της καλής πίστης και των χρηστών συναλλακτικών ηθών, αν η αποχή αυτή πρέπει, κατά κρίση αντικειμενική και ανεξάρτητα από την πρόθεση του μισθωτού να λύσει ή όχι την εργασιακή σχέση, να θεωρηθεί ως σιωπηρά δήλωση βουλήσεως του να λύσει την σύμβαση εργασίας του, δηλαδή ως σιωπηρά εκ μέρους του καταγγελία της συμβάσεως.

 

Η βούληση, εξάλλου, αυτή του μισθωτού, περί καταγγελίας δηλαδή εκ μέρους του της συμβάσεως εργασίας, πρέπει να προκύπτει σαφώς από την όλη του συμπεριφορά, η δε σχετική κρίση του δικαστηρίου της ουσίας, ως αφορώσα σε αόριστη νομική έννοια, υπόκειται σε αναιρετικό έλεγχο.
 

Κατόπιν αυτού, αναιρεί την υπ' αριθμ. 4/2008 τελεσίδικη απόφαση του Μονομελούς Πρωτοδικείου Βόλου, για απόλυση του μισθωτού λόγω οικειοθελούς αποχώρησης και παραπέμπει την υπόθεση, προς περαιτέρω εκδίκαση, στο ίδιο δικαστήριο, που θα συντεθεί από άλλον δικαστή.

 

Η απόφαση

 

Άρειος Πάγος 2028/2013
Αποχή μισθωτού από την εργασία του και λύση σύμβασης

 

Περίληψη

Από τη διάταξη του άρθρου 5 παρ.3 του ν.2112/1920, όπως συμπληρώθηκε με το άρθρο 3 του ν.4558/1930, σε συνδυασμό και με τις διατάξεις των άρθρων 173, 200 και 288 του ΑΚ, συνάγεται ότι σε περίπτωση αποχής του μισθωτού από την εργασία του για λόγο που δεν οφείλεται σε ασθένεια βραχείας διάρκειας, ο δικαστής, εκτιμώντας γενικά τις συνθήκες υπό τις οποίες έλαβε χώραν η αποχή, την αιτία της αποχής, τη χρονική διάρκεια της και την υπαιτιότητα η συνυπαιτιότητα του μισθωτού, κρίνει, σύμφωνα με τις αρχές της καλής πίστης και των χρηστών συναλλακτικών ηθών, αν η αποχή αυτή πρέπει, κατά κρίση αντικειμενική και ανεξάρτητα από την πρόθεση του μισθωτού να λύσει ή όχι την εργασιακή σχέση, να θεωρηθεί ως σιωπηρά δήλωση βουλήσεως του να λύσει την σύμβαση εργασίας του, δηλαδή ως σιωπηρά εκ μέρους του καταγγελία της συμβάσεως. Η βούληση, εξάλλου, αυτή του μισθωτού, περί καταγγελίας δηλαδή εκ μέρους του της συμβάσεως εργασίας, πρέπει να προκύπτει σαφώς από την όλη του συμπεριφορά, η δε σχετική κρίση του δικαστηρίου της ουσίας, ως αφορώσα σε αόριστη νομική έννοια, υπόκειται σε αναιρετικό έλεγχο.

ΑΠ   2028/2013

ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΤΟΥ ΑΡΕΙΟΥ ΠΑΓΟΥ

Β2' Πολιτικό Τμήμα

ΣΥΓΚΡΟΤΗΘΗΚΕ από τους Δικαστές: Γεώργιο Γιαννούλη, Αντιπρόεδρο του Αρείου Πάγου, Δημήτριο Μουστάκα, Χριστόφορο Κοσμίδη, Νικόλαο Τρούσα και Ασπασία Καρέλλου, Αρεοπαγίτες.

ΣΥΝΗΛΘΕ σε δημόσια συνεδρίαση στο Κατάστημά του, στις 24 Σεπτεμβρίου 2013, με την παρουσία και του Γραμματέα Γεωργίου Φιστούρη για να δικάσει μεταξύ:

Του αναιρεσείοντος: Ν. Τ. του Ι., κατοίκου … ο οποίος εκπροσωπήθηκε από τον πληρεξούσιο δικηγόρο του Δημήτριο Καραβίδα και κατέθεσε προτάσεις.

Της αναιρεσιβλήτου: Ανώνυμης Εταιρείας με την επωνυμία "…", που εδρεύει στις … και εκπροσωπείται νόμιμα, η οποία εκπροσωπήθηκε από τον πληρεξούσιο δικηγόρο της Δημήτριο Βερβεσό και κατέθεσε προτάσεις.

Η ένδικη διαφορά άρχισε με την από 6/7/2007 αγωγή του ήδη αναιρεσείοντος, που κατατέθηκε στο Μονομελές Πρωτοδικείο Βόλου.

Εκδόθηκε η 4/2008 οριστική απόφαση του ίδιου Δικαστηρίου, την αναίρεση της οποίας ζητεί ο αναιρεσείων με την από 24/3/2011 αίτησή του.

Κατά τη συζήτηση της αίτησης αυτής, που εκφωνήθηκε από το πινάκιο, οι διάδικοι παραστάθηκαν, όπως σημειώνεται πιο πάνω. Ο Εισηγητής Αρεοπαγίτης Δημήτριος Μουστάκας ανέγνωσε την από 2/3/2012 έκθεσή του, με την οποία εισηγήθηκε την παραδοχή των πρώτου, δευτέρου και δεκάτου λόγων αναιρέσεως και την απόρριψη των λοιπών.

Ο πληρεξούσιος του αναιρεσείοντος ζήτησε την παραδοχή της αιτήσεως, ο πληρεξούσιος της αναιρεσιβλήτου την απόρριψή της και καθένας την καταδίκη του αντίδικου μέρους στη δικαστική δαπάνη.

ΣΚΕΦΤΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ

Από τη διάταξη του άρθρου 5 παρ.3 του ν.2112/1920, όπως συμπληρώθηκε με το άρθρο 3 του ν.4558/1930, σε συνδυασμό και με τις διατάξεις των άρθρων 173, 200 και 288 του ΑΚ, συνάγεται ότι σε περίπτωση αποχής του μισθωτού από την εργασία του για λόγο που δεν οφείλεται σε ασθένεια βραχείας διάρκειας, ο δικαστής, εκτιμώντας γενικά τις συνθήκες υπό τις οποίες έλαβε χώραν η αποχή, την αιτία της αποχής, τη χρονική διάρκεια της και την υπαιτιότητα η συνυπαιτιότητα του μισθωτού, κρίνει, σύμφωνα με τις αρχές της καλής πίστης και των χρηστών συναλλακτικών ηθών, αν η αποχή αυτή πρέπει, κατά κρίση αντικειμενική και ανεξάρτητα από την πρόθεση του μισθωτού να λύσει ή όχι την εργασιακή σχέση, να θεωρηθεί ως σιωπηρά δήλωση βουλήσεως του να λύσει την σύμβαση εργασίας του, δηλαδή ως σιωπηρά εκ μέρους του καταγγελία της συμβάσεως. Η βούληση, εξάλλου, αυτή του μισθωτού, περί καταγγελίας δηλαδή εκ μέρους του της συμβάσεως εργασίας, πρέπει να προκύπτει σαφώς από την όλη του συμπεριφορά, η δε σχετική κρίση του δικαστηρίου της ουσίας, ως αφορώσα σε αόριστη νομική έννοια, υπόκειται σε αναιρετικό έλεγχο (Ολ. ΑΠ 32/1988, Α.Π.423|2010, 1279|2006). Εξάλλου, κατά την έννοια της διάταξης του άρθρου 559 αριθ.19ΚΠολΔ,η απόφαση δεν έχει νόμιμη βάση όταν στο αιτιολογικό που συνιστά την ελάσσονα πρόταση του δικανικού συλλογισμού δεν αναφέρονται καθόλου ή αναφέρονται ανεπαρκώς ή αντιφατικώς τα πραγματικά περιστατικά στα οποία το δικαστήριο της ουσίας στήριξε την κρίση του επί ζητήματος με ουσιώδη επίδραση στην έκβαση της δίκης και έτσι δεν μπορεί να ελεγχθεί αν στη συγκεκριμένη περίπτωση συνέτρεχαν οι όροι του κανόνα ουσιαστικού δικαίου που εφαρμόσθηκε ή δεν συνέτρεχαν οι όροι εκείνου που δεν εφαρμόσθηκε. Στην προκειμένη περίπτωση, το δικαστήριο της ουσίας, δέχθηκε, κατά την ανέλεγκτη των πραγμάτων κρίση του, ως αποδειχθέντα, τα εξής: .

"Ότι η εναγομένη διατηρεί και εκμεταλλεύεται στο … και στην ειδικότερη θέση "…" λατομεία μαρμάρου. Στις 9/5/95 στο … η εναγομένη προσέλαβε με σύμβαση παροχής εξαρτημένης εργασίας αορίστου χρόνου τον ενάγοντα, προκειμένου να εργασθεί ως μηχανοδηγός – χειριστής μηχανημάτων εκτέλεσης τεχνικών έργων στα ανωτέρω λατομεία. Συμφωνήθηκε να εργασθεί με πενθήμερη εβδομαδιαία και οκτάωρη εργασία αμειβόμενος αντί μεικτού ημερομισθίου (δηλ. καταβολής και των αντίστοιχων ασφαλιστικών εισφορών του στον ασφαλιστικό φορέα που ανήκε -ΙΚΑ) 49 €. Με την ειδικότητα αυτή η εναγομένη ανήγγειλε την ανωτέρω απασχόληση του ενάγοντος στην Επιθεώρηση Εργασίας στις 12/5/95. Στις 26/10/01 ο ενάγων έλαβε τάξης Β' ειδική επαγγελματική άδεια μηχανοδηγού – χειριστή μηχανημάτων εκτέλεσης τεχνικών έργων με κινητήρια θερμική μηχανή, για χειρισμό μηχανημάτων ισχύος από 200 – 300 HP. Στις 28/4/06 τα διάδικα μέρη τροποποίησαν τη μεταξύ τους σύμβαση εξαρτημένης εργασίας και ο ενάγων απασχολούνταν από την εναγομένη ως χειριστής εκσκαπτικού μηχανήματος (τσάπας) έναντι ημερομισθίου 55 €. Με την ειδικότητα αυτή ο ενάγων εργάσθηκε όμως ως χειριστής φορτωτή μέχρι τις 2/7/07, οπότε αποχώρησε οικειοθελώς από την εργασία του καταγγέλλοντας σιωπηρώς την ανωτέρω σύμβαση εξαρτημένης εργασίας. Ειδικότερα, ο ενάγων αξιοποιώντας τις ανωτέρω δεξιότητες του, τον Μάιο του έτους 2007, απέκτησε δικό του εκσκαπτικό μηχάνημα και αναλάμβανε προσωπικά εργασίες έναντι αντιστοίχων αμοιβών με αυτό, με αποτέλεσμα να παραμελεί τις υποχρεώσεις του προς την εναγομένη. Έτσι, κατά τις 5/6/07 (Τρίτη), 14/6/07 (Πέμπτη) και 19/6/07 (Τρίτη) ο ενάγων απουσίασε αδικαιολόγητα από την εργασία του, χωρίς σπουδαίο λόγο και χωρίς να ενημερώσει τον αρμόδιο εργοδηγό της εναγομένης Ε. Τ., αλλά και ούτε να παράσχει σ' αυτόν καμία προς τούτο εξήγηση. Επιπλέον, ο ενάγων συνέχισε την αδιάφορη συμπεριφορά του για την παροχή εργασίας στο χώρο του λατομείου, απουσιάζοντας και πάλι αδικαιολόγητα συνεχώς κατά το χρονικό διάστημα από 25/6/07 (Δευτέρα) έως και 29/6/07 (Παρασκευή) χωρίς να ειδοποιήσει κάποιο αρμόδιο από την εναγομένη, με αποτέλεσμα η εναγομένη να αντιμετωπίσει σοβαρά προβλήματα στην παραγωγική διαδικασία, δεδομένου ότι ο χειρισμός του βαρέος οχήματος του φορτωτή που αυτός χειρίζονταν, δεν μπορούσε να ανατεθεί σε οποιονδήποτε άλλο εργαζόμενο του χώρου του λατομείου. Παρά τις απεγνωσμένες τηλεφωνικές κλήσεις του εργοδηγού της εναγομένης στο κινητό τηλέφωνο του ενάγοντος ο τελευταίος δεν ανευρέθη. Εν συνεχεία η εναγομένη, θεωρώντας ότι ο ενάγων δια της ανωτέρω συμπεριφοράς του σιωπηρά δήλωσε ότι αποχώρησε από την εργασία του, κατέθεσε την υπ' αριθ. πρωτ. 3384/28-6-07 αναγγελία οικειοθελούς αποχωρήσεως του ενάγοντος στον ΟΑΕΔ χωρίς την υπογραφή του. Στις 2/7/07 ο ενάγων προσήλθε να εργασθεί στο χώρο εργασίας της εναγομένης, πλην όμως η τελευταία αρνήθηκε τις υπηρεσίες του, υποστηρίζοντας ότι η μεταξύ τους σύμβαση εργασίας είχε λυθεί χωρίς υποχρέωσή της καταβολής αποζημίωσης λόγω καταγγελίας. Ο ενάγων προσέφυγε στις 5/7/07 ενώπιον της Επιθεώρησης Εργασίας Βόλου, ποστηρίζοντας, ότι η απόλυση του ήταν παράνομη και καταχρηστική, ότι πρόσφερε πρόσθετη εργασία, και ότι η εναγομένη του όφειλε διαφορές αποδοχών, επίδομα εορτής Χριστουγέννων, αποδοχές και επίδομα αδείας έτους 2007. Η συζήτηση της υποθέσεως ορίσθηκε να γίνει στις 10/7/07, όμως αναβλήθηκε για τις 17/7/07. Στο μεταξύ ο ενάγων πριν συζητηθεί η ανωτέρω διαφορά στην Επιθεώρηση, στις 6/7/07 κατέθεσε την κρινόμενη αγωγή. Κατά τη συζήτηση της επίλυσης της διαφοράς στην Επιθεώρηση Εργασίας Βόλου ενάγων προέβαλε τον λόγο, τον οποίο επαναφέρει και με την κρινόμενη αγωγή, ότι η απουσία του κατά το χρονικό διάστημα από 25/6/07 έως 29/6/07 ήταν δικαιολογημένη, επειδή είχε απασχοληθεί κατά τη διάρκεια της πυρκαγιάς στην περιοχή Πηλίου από το Δήμο Αργαλαστής. Προσκόμισε δε και την υπ' αριθ. πρωτ. 2483/16-7-07 σχετική βεβαίωση του Δήμου Αργαλαστής. Η ανωτέρω βεβαίωση η οποία δικαιολογεί μόνο την απουσία του για το διάστημα από 27/6/07 έως 29/6/07, αναφέρει μόνο ότι ο ενάγων κατά τη διάρκεια της πυρκαγιάς από τις 27/6/07 μέχρι και τις 29/6/07 προσέφερε τις υπηρεσίες στο Δήμο Αργαλαστής, χωρίς να εξειδικεύει τις υπηρεσίες προσέφερε αυτός, εάν επιτάχθηκε κάποιο όχημα του, σε συνδυασμό δε και με την απουσία του ενάγοντος από τις 25/6/07 από την εργασία του, δεν κρίνεται αξιόπιστη. Εξάλλου, και ο Επιθεωρητής Εργασίας έκρινε ως αδικαιολόγητη την απουσία του ενάγοντος από την εργασία του κατά το διάστημα από 25/6/07 έως και 26/6/07 (δηλ. των αμέσως δυο προηγούμενων ημερών). Ανεξάρτητα όμως από το ανωτέρω, εφόσον ήθελε κριθεί ότι η απουσία του ενάγοντος από την εργασία του ήταν δικαιολογημένη κατά το χρονικό διάστημα 27/6/07 μέχρι και τις 29/6/07, οι αρχές της καλής πίστεως και τα συναλλακτικά ήθη επέβαλαν την ειδοποίηση της εναγομένης για την απουσία του, το οποίο αυτός δεν έπραξε, αλλά και ούτε δικαιολόγησε εάν αντιμετώπισε κώλυμα για την ενημέρωση αυτή. Επομένως, όλες οι ανωτέρω αυθαίρετες αποχές του ενάγοντος από την εργασία του ήταν δηλωτικές της βουλήσεως του για διακοπή της συνεργασίας του με την εναγομένη εταιρία, κατά την καλή πίστη και τα συναλλακτικά ήθη, και συνιστούν κατ' αντικειμενική κρίση, δηλαδή ανεξάρτητα από την πρόθεση του μισθωτού να λύσει ή όχι τη σύμβαση, σιωπηρή εκ μέρους του καταγγελία της σύμβασης, ήτοι ως σιωπηρή δήλωση βουλήσεως του για τη λύση απ' αυτόν της εργασιακής σύμβασης.

Συνεπώς η εργοδότρια – εναγομένη δεν περιήλθε σε υπερημερία ως προς την αποδοχή των υπηρεσιών του ενάγοντος από 2.7.2007, ούτε κατήγγειλε αυτή τη σύμβαση στις 28.6.2007 και, ως εκ τούτων, δεν οφείλει αποζημίωση λόγω καταγγελίας της συμβάσεως". Με βάση τις παραδοχές αυτές το δικαστήριο της ουσίας έκανε δεκτή την ένσταση της εναγομένης, περί καταχρηστικής ασκήσεως της αγωγής και απέρριψε αυτήν, ως προς το αίτημα καταβολής μισθών υπερημερίας.

Έτσι κρίνοντας το Μονομελές Πρωτοδικείο, διέλαβε στην απόφαση του ανεπαρκείς, αλλά και αντιφατικές αιτιολογίες σχετικά με την αιτία της αποχής του αναιρεσείοντα από την εργασία του και γενικά με τις συνθήκες υπό τις οποίες έλαβε χώρα η αποχή. Επιπλέον δεν εκτίθενται με πληρότητα και σαφήνεια τα πραγματικά περιστατικά από τα οποία συνήγαγε, κατά αντικειμενική εκτίμηση, την κρίση του περί του ότι ο αναιρεσείων οικειοθελώς αποχώρησε και εκδήλωσε έτσι σιωπηρά τη θέληση του για λύση της εργασιακής συμβάσεως, αφού η απουσία μισθωτού από την εργασία, συνιστά μεν αντισυμβατική συμπεριφορά, με τις από το νόμο προβλεπόμενες συνέπειες, δεν σημαίνει, όμως, αναγκαίως και σιωπηρά καταγγελία της συμβάσεως εκ μέρους του. Δεν αναφέρονται δηλαδή κατά τρόπο επαρκή και πειστικό, ενόψει και του ολιγοήμερου της απουσίας του αναιρεσείοντος από την εργασία του, μετά από δωδεκαετή, απρόσκοπτη λειτουργία της επίδικης εργασιακής συμβάσεως, τα περιστατικά εκείνα, από τα οποία να προκύπτει κατά τρόπο αναμφισβήτητο η βούληση του εργαζομένου, για λύση της συμβάσεώς του. Περαιτέρω, το Μονομελές Πρωτοδικείο, ενώ δέχεται ότι ο "ενάγων εργάσθηκε ως χειριστής φορτωτή μέχρι την 2|7|2007, οπότε και αποχώρησε οικειοθελώς από την εργασία του, καταγγέλλοντας σιωπηρώς τη σύμβασή του….", στη συνέχεια, αντιφατικά, δέχεται, επίσης, ότι ο ενάγων "στις 2|7|2007 προσήλθε να εργασθεί στο χώρο εργασίας της εναγομένης, πλην η τελευταία αρνήθηκε τις υπηρεσίες του". Όμως, δεν αιτιολογείται, γιατί η ενέργεια αυτή του ενάγοντα δεν φανερώνει δήλωση βούλησής του, για συνέχιση λειτουργίας της επίδικης εργασιακής σύμβασης. Επίσης, το δικαστήριο της ουσίας, απέρριψε την αγωγή, κατά το αίτημα περί καταβολής μισθών υπερημερίας, κάνοντας, τελικώς, δεκτή την περί καταχρηστικής ασκήσεώς της, ένσταση της εναγομένης. Όμως, αρχικά, όπως αναφέρθηκε, είχε δεχθεί ότι η σύμβαση είχε λυθεί "λόγω σιωπηρής καταγγελίας της εκ μέρους του (ήδη) αναιρεσείοντος". Όμως, πέρα από την αντίφαση, που υπάρχει στις αιτιολογίες αυτές, η απόφαση πάσχει και ως προς την πληρότητα των αιτιολογιών, οι οποίες οδήγησαν το δικαστήριο στο ως άνω αποδεικτικό πόρισμα, ήτοι περί καταχρηστικής ασκήσεως της αγωγής, αφού, για τη θεμελίωση του κανόνα του άρθρου 281 Α.Κ. απαιτείται προφανής υπέρβαση των ορίων, που επιβάλλουν η καλή πίστη, τα χρηστά ήθη ή ο κοινωνικός ή οικονομικός σκοπός του δικαιώματος, με συνέπεια, από τη συμπεριφορά αυτή του ενάγοντα, να δημιουργήθηκε στον εναγόμενο η πεποίθηση, ότι αυτός δε θα ασκήσει στο μέλλον το δικαίωμά του. Όμως, τέτοια περιστατικά ή περιστατικά, από τα οποία να προκύπτει αδράνεια του ενάγοντα, προς άσκηση του επιδίκου δικαιώματός του, δεν αναφέρονται στην προσβαλλόμενη απόφαση. Επομένως, το Μονομελές Πρωτοδικείο, παρεβίασε εκ πλαγίου, τις ως άνω διατάξεις, αφού με τις ως άνω ανεπαρκείς και αντιφατικές αιτιολογίες του, δεν καθίσταται δυνατός ο αναιρετικός έλεγχος της προσβαλλόμενης απόφασης, σχετικά με την ορθότητα του ως άνω αποδεικτικού πορίσματός της και, συνεπώς, η απόφαση πρέπει να αναιρεθεί, κατά παραδοχή των από τον αριθμό 19 του άρθρου 559 Κ.Πολ.Δικ. πρώτου (όπως αυτός εκτιμάται) και δευτέρου λόγων της κρινόμενης αιτήσεως και να παραπεμφθεί η υπόθεση, προς περαιτέρω εκδίκαση, στο δικαστήριο, που εξέδωσε την προσβαλλόμενη απόφαση, που θα συντεθεί από άλλον δικαστή. Μετά από αυτά, η εξέταση των λοιπών αναιρετικών λόγων παρέλκει.

Τέλος, η αναιρεσίβλητη πρέπει να καταδικασθεί στη δικαστική δαπάνη του αναιρεσείοντος, κατά το διατακτικό.

ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ

Αναιρεί την υπ' αριθμ. 4/2008 τελεσίδικη απόφαση του Μονομελούς Πρωτοδικείου Βόλου, και παραπέμπει την υπόθεση, προς περαιτέρω εκδίκαση, στο ίδιο δικαστήριο, που θα συντεθεί από άλλον δικαστή και

Καταδικάζει την αναιρεσίβλητη στη δικαστική δαπάνη του αναιρεσείοντα, εκ δύο χιλιάδων τριακοσίων (2.300) ευρώ.-

Κρίθηκε και αποφασίσθηκε στην Αθήνα στις 29 Οκτωβρίου 2013.

Δημοσιεύθηκε στην Αθήνα, σε δημόσια συνεδρίαση, στο ακροατήριό του στις 14 Νοεμβρίου 2013.