tuv-iso-logo tuv-iso-27001-logo

Άρθρο. Κίνητρα για μεγάλους αντικίνητρα για ΜμΕ.

Η ιστορία των πολιτικών φορολογίας, κινήτρων και ανάπτυξης από τότε είναι μια ιστορία κινήτρων για τις μεγάλες επιχειρήσεις και αντικινήτρων για τις ΜμΕ

Η επεξεργασία, από την κυβέρνηση, του νέου αναπτυξιακού νόμου ανέδειξε για άλλη μια φορά την παθογένεια των μονομερών πολιτικών κινήτρων και αντικινήτρων ανάπτυξης στη χώρα μας.

 

Από το 1992, όταν τέθηκε σε εφαρμογή η συνθήκη του Μάαστριχτ και η Πράξη της Ενιαίας Εσωτερικής Αγοράς, έγινε φανερό ότι η Ευρωπαϊκή Ένωση για να αντιμετωπίσει τον ανταγωνισμό με τα άλλα μεγάλα καπιταλιστικά οικονομικά κέντρα (ΗΠΑ, Ιαπωνία) αλλά και την ανερχόμενη οικονομία της Κίνας, επέλεξε το δρόμο της ενίσχυσης των πολυεθνικών και των μονοπωλίων της με κάθε τρόπο, ώστε να γίνουν ανταγωνιστικά.

 

Στο δρόμο αυτό επέβαλε και στη χώρα μας ανάλογες πολιτικές «αναπτυξιακού χαρακτήρα» με πρώτη την κατάργηση των ειδικών κλαδικών πολιτικών ανάπτυξης μικρομεσαίων επιχειρήσεων και τον εξαναγκασμό τους να ανταγωνίζονται στον ίδιο στίβο με τα μεγαθήρια!

 

Στο όνομα των ίσων όρων ανταγωνισμού έβαζαν μοτοποδήλατα και αυτοκίνητα να ανταγωνιστούν, παραβλέποντας βέβαια ότι άπειρους μικρούς δρόμους είναι αδύνατο να τους διαβεί το αυτοκίνητο και το χειρότερο, ότι έτσι στο τέρμα του αυτοκινήτου δεν θα υπήρχαν τα οφέλη που θα έφερναν τα άκρως ευέλικτα μοτοποδήλατα. Έτσι έχανε η χώρα όλα τα οφέλη από μια οικονομία χαμηλών αλλά ευέλικτων αποδόσεων που είναι απαραίτητη για την ανάπτυξή των υψηλών αποδόσεων.

 

Η ιστορία των πολιτικών φορολογίας, κινήτρων και ανάπτυξης από τότε είναι μια ιστορία κινήτρων για τις μεγάλες επιχειρήσεις και αντικινήτρων για τις μικρές επιχειρήσεις. Είτε πρόκειται για κοινοτικά προγράμματα, είτε για αναπτυξιακά κίνητρα, είτε  για φορολογικά μέτρα, πάντα στόχο είχαν τους μεγάλους επενδυτές, τους μεγάλους παίκτες της αγοράς. Οι δε μικρές επενδύσεις αποκλείονται πάντα από τα αναπτυξιακά κίνητρα ως «μη αποδοτικές»!

 

Η συγκέντρωση και η συγκεντροποίηση του κεφαλαίου, της παραγωγής και της αγοράς, ήταν ο οδηγός  κάθε πολιτικής με αποκορύφωμα τις νεοφιλελεύθερες εμπνεύσεις για απελευθέρωση των πάντων (πακέτο ΟΟΣΑ) και τη λειτουργία της αγοράς μόνο με τον κανόνα ισχυρού.

 

Έτσι δεν έμεινε χώρος για τις μικρομεσαίες παρά μόνο αν μπορούσαν να επιβιώσουν στα πλαίσια αυτής της πολιτικής και κάτω πάντα από την ομπρέλα της εξάρτησης από μεγάλες επιχειρήσεις. Δεν υπάρχει σήμερα κλάδος που να μη φαίνεται η συγκέντρωση της οικονομίας σε λίγα χέρια. Δεν είναι καθόλου τυχαία η αναφορά όλων σχεδόν των φορέων μικρομεσαίων επιχειρήσεων σε «σχέδια αφανισμού των ΜμΕ» με στόχο την άλωση της αγοράς από μεγάλες επιχειρήσεις και πολυεθνικές.

 

Φυσικά θα πρέπει εδώ να τονίσουμε ότι αυτές οι πολιτικές πριονίζουν την βάση της οικονομίας και της επιχειρηματικότητας (φυτώριο επιχειρήσεων) που είναι οι μικρομεσαίες επιχειρήσεις. Οικονομία που αγνόησε αυτό τον κανόνα στο τέλος έφερε ευτυχία στους μεγαλομετόχους και δυστυχία στους πολίτες.

 

Τα στοιχεία που έφερε στο φως η μελέτη εφαρμογής των αναπτυξιακών νόμων έδειξαν ότι η «ανάπτυξη» μας στοιχίζει ακριβά.

 

Σύμφωνα με τα στοιχεία του Ν. 2601/98, που δημοσίευσε το ΑΠΕ-ΜΠΕ, η κρατική επιχορήγηση για κάθε νέα θέση εργασίας ανέρχονταν  στις 36.432 €. Για δε τις πολύ μεγάλες επενδύσεις η επιχορήγηση έφτανε τις 105.500€. Με βάση τα κοινοτικά προγράμματα της εποχής  (ΟΚΕ:« Η ΚΑΤΑΣΤΑΣΗ ΤΩΝ ΜΙΚΡΩΝ ΚΑΙ ΜΕΣΑΙΩΝ ΕΠΙΧΕΙΡΗΣΕΩΝ ΣΤΗΝ ΕΛΛΑΔΑ ΣΗΜΕΡΑ» 2003), το κόστος δημόσιας επιχορήγησης μίας νέας θέσης εργασίας ανέρχονταν περίπου στα 13.682.

 

Ο νέος αναπτυξιακός νόμος 3299/2004 αύξησε το κόστος κρατικής επιχορήγησης για κάθε νέα θέση εργασίας στα 230.800 ευρώ και ο Ν. 3908/2011 στα 322.854 ευρώ!

 

Στον Ν. 3299/2004 εντάχθηκαν επενδύσεις ύψους 22,5 δισ. ευρώ με επιδοτήσεις άνω των 9 δισ. ευρώ. Μάλιστα το 95% των επενδυτικών σχεδίων ήταν χαμηλής και σχετικά χαμηλής τεχνολογίας! 9 δισεκ. ευρώ για χαμηλή τεχνολογία!!!

 

Για το πώς δινόταν οι εγκρίσεις επιχορήγησης είναι καλύτερα να μην δούμε τα «κουφάρια» βιομηχανιών που επιδοτούνταν. Εάν π.χ. γινόταν έλεγχος σε βάθος και το ποσοστό εγκρίσεων για τον Ν. 3299/2004 ήταν στο 60% και όχι στο 80%, η επιβάρυνση του Δημοσίου θα είχε περιοριστεί κατά 2,37 δισ. ευρώ.
 

Στο ίδιο  διάστημα οι μικρομεσαίες αποκλείονταν από τα αναπτυξιακά κίνητρα και παράλληλα λάμβαναν ψιχία από τα κοινοτικά προγράμματα. Έτσι δημιουργήθηκε το υπόβαθρο της αδυναμίας να ανταποκριθούν στον ανταγωνισμό και εκσυγχρονισμό και να αντέξουν στο μαζικό κλείσιμο, μόλις ξέσπασε η κρίση.

 

Είναι φανερό ότι οι πολιτικές που ασκήθηκαν τα χρόνια από το 1992 και μετά, ήταν πολιτικές ενίσχυσης των μεγάλων επιχειρήσεων και υπονόμευσης των μικρομεσαίων.

 

Όμως οι παραγωγικές δυνάμεις που έχουν οι μικρομεσαίες επιχειρήσεις είναι αναντικατάστατες και οφείλουν οι κυβερνήσεις και η ΕΕ να επανεξετάσουν τις πολιτικές που ασκούν. Ειδικότερα αντί των ισοπεδωτικών «ίσων όρων ανταγωνισμού» καλύτερα να εξετάσουν την εφαρμογή «διαφοροποιημένων πολιτικών».

 

 Διαφοροποιημένες πολιτικές θα πει ότι σε κάθε κλάδο, περιοχή, περιφέρεια, χώρα εφαρμόζονται πολιτικές ανάλογες των αναγκών ανάπτυξης των παραγωγικών δυνάμεων και πόρων και των συγκριτικών πλεονεκτημάτων, ώστε κανένα στοιχείο παραγωγικών δυνάμεων χρήσιμο να μην καταστραφεί.

 

Επί πλέον πρέπει να επαναξιολογηθεί η λεγόμενη παραγωγικότητα – ανταγωνιστικότητα και αντί στενών επιχειρηματικών συγκρίσεων να ειδωθεί η συλλογική παραγωγικότητα των μικρομεσαίων επιχειρήσεων που μπορούν να συνδεθούν σε συνεργατικά δίκτυα καινοτομίας και ευέλικτης εξειδίκευσης που θα δώσουν τελικό (κλαδικό) αποτέλεσμα παραγωγικότητας – ανταγωνιστικότητας ανώτερο από τα στενά όρια μιας μεγάλης επιχείρησης.

 

 

Οι άξονες προτεραιότητας που θα περιλαμβάνει ο νέος αναπτυξιακός νόμος είναι:
– γενική επιχειρηματικότητα,
– οριζόντιες ενισχύσεις,
– καθεστώτα ενισχύσεων,
– τοπικές – περιφερειακές αλυσίδες αξίας, χωρικά – κλαδικά σχέδια στρατηγικής σημασίας,
– ειδικό καθεστώς για εμβληματικές επενδύσεις.

 

Κατά πόσο αυτό το νέο πλαίσιο δεν θα είναι επανάληψη των προηγούμενων;

 

Σ.