tuv-iso-logo tuv-iso-27001-logo

Διορισμός μελών προσωρινής διοίκησης σε νομικό πρόσωπο

Γράφει ο Στάθης Δημ. Σταματελόπουλος, Νομικός Συνεργάτης Ε.Ε.Α.

Γράφει ο Στάθης Δημ. Σταματελόπουλος, Νομικός Συνεργάτης Ε.Ε.Α.


Πολλές φορές και για διάφορους λόγους ανακύπτει η ανάγκη για τον διορισμό μελών προσωρινής διοίκησης στα νομικά πρόσωπα (εταιρείες, Σωματεία κ.α.), καθώς τα προβλεπόμενα από το καταστατικό τους όργανα διοίκησης έχουν παύσει να υπάρχουν, ή καθίσταται αδύνατη η λειτουργία τους, καθώς τα συμφέροντα τους συγκρούονται μα αυτά του  νομικού προσώπου. Στις περιπτώσεις αυτές και για να καταστεί δυνατή η απρόσκοπτη συνέχιση της λειτουργίας του νομικού προσώπου καθίσταται αναγκαία η προσφυγή κάθε ενδιαφερόμενου μέλους του νομικού προσώπου, που επικαλείται και αποδεικνύει το έννομο συμφέρον του προς τούτο, στο αρμόδιο Δικαστήριο (Μονομελές Πρωτοδικείο), προκειμένου αυτό να προβεί στον διορισμό μελών προσωρινής διοίκησης του νομικού προσώπου, στην οποία και αναθέτει συγκεκριμένες αρμοδιότητες και ενέργειες, ώστε να εξασφαλιστεί η ομαλή συνέχιση της λειτουργίας του νομικού προσώπου και η επάνοδος στη κανονικότητα του. 
Για το σύνηθες στην συναλλακτική πρακτική αυτό ζήτημα έκρινε και η ως άνω αναφερόμενη, υπ. αριθμ. 6890/2016, απόφαση του Μονομελούς Πρωτοδικείου Θεσσαλονίκης, που έκρινε επί αιτήσεως για τον διορισμό προσωρινού διαχειριστή εταιρείας περιορισμένης ευθύνης. Ειδικότερα, η ως άνω απόφαση ενσωματώνοντας την κρατούσα επί του σχετικού ζητήματος νομολογία έκρινε τα εξής:   
Κατά την διάταξη του άρθρου 69ΑΚ, η οποία, όπως προκύπτει από την γενικότητα της εφαρμόζεται και σε εταιρείες περιορισμένης ευθύνης (ΑΠ 538/1998), προσωρινή διοίκηση σε νομικό πρόσωπο μπορεί να διορισθεί από το Δικαστήριο, ύστερα από αίτηση όποιου έχει έννομο συμφέρον, μόνον αν : 1) λείπουν τα πρόσωπα που απαιτούνται για την διοίκηση του, ή 2) αν τα συμφέροντα τους συγκρούονται με αυτά του νομικού προσώπου ( ΟλΑΠ 18/2001) . Η δικαστική κρίση στο πλαίσιο της 69ΑΚ, οριοθετείται σε αυστηρό τρόπο από την Συνταγματική αρχή της αναλογικότητας (άρθρο 25 παρ. 1 εδ. γ του Συντάγματος), η οποία εξειδικεύεται με την αρχή της προσωρινότητας, της φειδούς και της επικουρικότητας, με εξυπηρέτηση των καλώς νοουμένων συμφερόντων του νομικού προσώπου και όχι με την καθυπόταξη της πλειοψηφίας στις επιδιώξεις της μειοψηφίας και την επιβολή των απόψεων της για την διαχείριση των υποθέσεων, ή και την διάλυση του νομικού προσώπου, ούτε άλλωστε η προστασία της μειοψηφίας επιτυγχάνεται, χωρίς άλλο, με την εφαρμογή της 69ΑΚ και τον διορισμό προσωρινού διοικητικού συμβουλίου ( ΑΠ 1392/2014, ΑΠ 765/2005).
Η έλλειψη διοίκησης του νομικού προσώπου μπορεί να είναι : α) πλασματική, όταν οφείλεται σε δυστροπία, κακοβουλία, ή διαφωνίες των μελών του διοικητικού συμβουλίου, άρνηση ή αδιαφορία τους για τη άσκηση των καθηκόντων τους και των αναγκαίων πράξεων διοίκησης (395/2002, ΑΠ 538/1998, ΕφΑθ 2326/2004), β) πραγματική, σε περιπτώσεις θανάτου, βαριάς ασθένειας, μακροχρόνιας απουσίας (ΑΠ 395/2002, ΑΠ 854/1998), γ) νομική, σε περίπτωση παραίτησης, έστω και σιωπηρής μέλους του διοικητικού συμβουλίου (ΑΠ 160/2002, ΕφΑθ 938/2000), απώλειας δικαιοπρακτικής ικανότητας (ΜΠρΑθ 309/2003), ακύρωση απόφασης γενικής συνέλευσης (ΑΠ 1601/2002), λήξη θητείας χωρίς πρόβλεψη για την παράταση της ( ΟλΑΠ 5/2004).   
Κατά την κρατούσα και υιοθετούμενη και από το Δικαστήριο και ορθή άποψη : α) έλλειψη διοίκησης υπάρχει κατά την περίπτωση, που λείπουν ορισμένα από τα μέλη της τακτικής διοίκησης και δεν υπάρχουν αναπληρωματικά, που κατά το καταστατικό καλούνται να λάβουν τη θέση αυτών που λείπουν, παρόλο που τα εναπομείναντα μέλη αυτής θα μπορούσαν να προβούν σε έγκυρη λήψη απόφασης, αφού θα ήταν εφικτή η προβλεπόμενη από το καταστατικό απαρτία. Και αυτό, γιατί εάν δεν ορίζεται διαφορετικά στο καταστατικό, η δυνατότητα σχηματισμού απαρτίας από τα εναπομείναντα μέλη, δεν συνιστά πλήρη συγκρότηση της διοίκησης, η οποία προϋποθέτει να υφίσταται ο προβλεπόμενος από το καταστατικό αριθμός μελών της (ΑΠ 1408/2010, ΑΠ 1601/2002, ΑΠ 538/1998, ΑΠ 1430/1987,ΜΕφΑθ 1829/2012), β) στην ως άνω περίπτωση, η διοίκηση χρήζει ολικής αντικατάστασης, υπό την έννοια ότι, τα εναπομείναντα μέλη αυτής αποβάλλουν την ιδιότητα του μέλους της διοίκησης. Επομένως, από την γενική συνέλευση των μελών του νομικού προσώπου, την οποία επιφορτίζεται να συγκαλέσει η προσωρινή διοίκηση για την διενέργεια αρχαιρεσιών εκλέγονται τόσα μέλη, όσα προβλέπονται από το καταστατικό, ότι ασκούν την διοίκηση και όχι ισάριθμα των κωλυομένων μελών (ΑΠ 1394/2014, ΑΠ 854/1998, ΜΕφΑθ 1829/2012), γ) η διοριζόμενη από το δικαστήριο προσωρινή διοίκηση θα πρέπει να έχει πλήρη σύνθεση, δηλαδή να απαρτίζεται από αριθμό μελών, ισάριθμο προς εκείνων, τον οποίο προβλέπει το καταστατικό του νομικού προσώπου, για την τακτική διοίκηση του και όχι μόνο τόσα, όσα απαιτούνται για την συμπλήρωση των κωλυομένων τακτικών μελών της διοίκησης, οπότε και θα υπήρχε μικτή προσωρινή διοίκηση, ήτοι αποτελούμενη, τόσο από αιρετά μέλη, όσο και από διορισμένα μέλη (ΑΠ 1392/2014, ΑΠ 854/1998, ΕφΑθ 4238/2010, ΕφΑθ 2326/2004, ΜΕφΑθ 1829/2012) .και δ) τα διορισθέντα προς διοίκηση πρόσωπα, έχουν από την δημοσίευση της απόφασης, την εξουσία να ασκούν τις οικείες πράξεις διοίκησης, στο πλαίσιο της παρεχόμενης σε αυτά εξουσίας. Ο διορισμός της διοίκησης έχει δημιουργική δύναμη, με αποτέλεσμα να καταλείπεται στο δικαστήριο η εξουσία ελεύθερης επιλογής των  καταλληλότερων από τα μέλη του νομικού προσώπου, στην ανάγκη δε και τρίτων, ξένων προς το νομικό πρόσωπο, προσώπων χωρίς να δεσμεύεται από τις ενδεικτικά προβαλλόμενες προτάσεις των διαδίκων, η δε διορίζσυσα την προσωρινή διοίκηση απόφαση του δικαστηρίου μπορεί να περιορίσει την εντολή σε ορισμένες πράξεις (ΑΠ 1392/2014, ΑΠ 85/1998, ΕφΠειρ 294/2008, ΕφΑθ 660/2007, ΜεφΑθ 1829/2012).
Επομένως, δεν εμποδίζεται ο διορισμός και κάποιων από τα εναπομείναντα (τακτικά) μέλη της διοίκησης, εφόσον κριθούν κατάλληλοι, για την εντός ορισμένου χρονικού διαστήματος, εκπλήρωση των περιορισμένων σε επείγουσες πράξεις, εξουσιών, που αποτελούν το αντικείμενο της προσωρινής διοίκησης, καθώς και της κυριότερης, που είναι η σύγκληση της γενικής συνέλευσης, για την ανάδειξη νέας αιρετής διοίκησης .Στην τελευταία αυτή περίπτωση δεν πρόκειται περί μικτής προσωρινής διοίκησης, αφού, όπως προαναφέρθηκε, τα μέλη αυτά έχουν ήδη αποβάλλει την ιδιότητα του τακτικού- αιρετού μέλους της διοίκησης, διορίζονται δε, επειδή κρίθηκαν κατάλληλα, ως μέλη της προσωρινής διοίκησης.   
Η αίτηση διορισμού προσωρινού διοικητικού συμβουλίου, λόγω έλλειψης διοίκησης κατά την παρ. 1 του άρθρου 786ΚΠολΔ δεν απευθύνεται έναντι της παλαιάς διοίκησης, ούτε και κλητεύεται υποχρεωτικά κάποιο πρόσωπο, μη εφαρμοζομένων των διατάξεων των παρ. 2 και 3 του άρθρου 786ΚΠολΔ, οι οποίες προϋποθέτουν ενεργή διοίκηση, στην περίπτωση όμως, που ο δικαστής του Μονομελούς Πρωτοδικείου, κατά την κατάθεση της αίτησης, διατάσσει την κλήτευση   προσώπου, το οποίο κατά την ανέλεγκτη κρίση του, έχει έννομο συμφέρον από τη δίκη, ορίζοντας συνάμα και την προθεσμία για την επίδοση της στο πρόσωπο αυτό, προσδίδεται στο τελευταίο η ιδιότητα του διαδίκου ( ΑΠ 41/2003) Όμως, ο από το Δικαστή του Μονομελούς Πρωτοδικείου, ορισμός, κατά την κατάθεση της αίτησης, απλώς προθεσμίας, για την τυχόν κοινοποίηση της στον καθ’ ού, για να ασκήσει παρέμβαση, ή να προστατεύσει κατ’ άλλον τρόπο τα πιθανά συμφέροντα του, δεν συνιστά, ούτε και μπορεί να αναπληρώσει την προβλεπόμενη από το άρθρο 748 παρ. 2 ΚΠολΔ κλήτευση, με διαταγή του αρμόδιου δικαστή, εκείνου που έχει έννομο συμφέρον στη δίκη, ώστε να προσδώσει στον καθ’ ού η αίτηση την ιδιότητα διαδίκου (ΑΠ 1275/2001, ΕφΑθ 813/2010, ΕφΠειρ 798/2010, Μεφ 211/2016. ΜΠρΚαρδ 16/2012).
Τέλος, κατά την διάταξη του άρθρου 69ΑΚ, το δικαστήριο διορίζει προσωρινή διοίκηση νομικού προσώπου, μεταξύ άλλων και όταν τα συμφέροντα των προσώπων της διοίκησης συγκρούονται με εκείνα του νομικού προσώπου (ΕφΘεσ 919/2004). Τέτοια περίπτωση συντρέχει και όταν ασκείται αγωγή και διεξάγεται οποιασδήποτε μορφής δίκη για διαφορά των διοικούντων το νομικό πρόσωπο, προσώπων και αυτού, ή και σε περίπτωση κατάργησης δίκης και γενικά σε κάθε υπόθεση στην οποία τα διοικούντα πρόσωπα έχουν ίδιο συμφέρον, αντίθετο προς το του νομικού προσώπου, το οποίο αντιπροσωπεύουν και για το οποίο κωλύονται να ασκήσουν τα καθήκοντα τους  και παρίσταται ανάγκη να εξασφαλιστεί ενεργός διοίκηση του ( ΟλΑΠ 297/1972, ΑΠ 1280/1993).
Εξάλλου, σε περίπτωση που ενάγεται εταιρεία περιορισμένης ευθύνης, αυτή εκπροσωπείται στη δίκη από τους διαχειριστές της κατά το άρθρο 64 παρ. 2 εδ. α του ΚΠολΔ και 18 παρ. 1 του Ν.3190/1955 και μάλιστα από όσους διαχειριστές προβλέπονται από το νόμο, ή το καταστατικό της. Εάν συγκεκριμένα υπάρχει ειδική πρόβλεψη στο καταστατικό της και η διαχείριση ανήκει σε περισσότερους, αυτοί εκπροσωπούν την εταιρεία συλλογικώς, όπως συμβαίνει και αν βάση του καταστατικού της η διαχείριση και εκπροσώπηση ανατέθηκε σε περισσότερους από κοινού, οπότε η εταιρεία εκπροσωπείται νόμιμα στη σχετική δίκη, κατ’ αρχήν πάλι μόνο από όλα αυτά τα πρόσωπα μαζί. Αυτό όμως δεν είναι δυνατό να συμβεί, αν η εταιρεία ενάγεται από έναν από αυτούς ή και από τους δύο διαχειριστές της, διότι κανένας δεν δικαιούται να παρίσταται και από τις δύο πλευρές (ενάγοντος και εναγομένου), είτε ως διάδικος, είτε ως εκπρόσωπος διαδίκου. Σε αυτή την τελευταία περίπτωση  και ενόψει της διανοιχθείσας αντιδικίας με την εταιρεία και της σύμφητης σύγκρουσης των συμφερόντων μεταξύ της εταιρείας και του αντιδικούντος με αυτή διαχειριστή, για τη νόμιμη εκπροσώπηση της εταιρείας στη δίκη, απαραίτητος είναι ο διορισμός προσωρινού ειδικού εκπροσώπου, κατ’ άρθρο 69ΑΚ (ΠΠρΘεσ 19605/1993).
Για τον ανωτέρω  διορισμό του προσωρινού διαχειριστή δεν απαιτείται εκ το νόμου να ληφθεί προηγουμένως υπόψη σχετική απόφαση της συνέλευσης των εταίρων, ενώ περαιτέρω, η εξουσία του προσωρινού διαχειριστή περιορίζεται απλά και μόνο, στη διεξαγωγή της δίκης περί λύσης  της εταιρείας, παραμένει δε, κατά τα λοιπά άθικτη η εξουσία του τακτικού διαχειριστή, που έχει διορισθεί με το καταστατικό, ή με απόφαση της γενικής  συνέλευσης των εταίρων ( ΕφΑθ 1939/1986, ΕφΘεσ 1224/1070). Τέλος, στην περίπτωση που υπάρχει σύγκρουση συμφερόντων των μελών της διοίκησης προς αυτά του νομικού πρόσωπου είναι υποχρεωτική η κλήτευση κατά τη συζήτηση των μελών της διοίκησης, ενώ περαιτέρω και ο δικαστής του Μονομελούς Πρωτοδικείου διατάσσει αυτοβούλως την κλήτευση προσώπου, το οποίο κατά την ανέλεγκτη κρίση του, έχει έννομο συμφέρον από τη δίκη, ορίζοντας συνάμα και προθεσμία για την κοινοποίηση της αίτησης σε αυτό, προσδίδοντας έτσι στο πρόσωπο που κλητεύθηκε την ιδιότητα του διαδίκου.