tuv-iso-logo tuv-iso-27001-logo

Έννοια μεταβίβασης περιουσίας ή επιχείρησης

Γράφει ο Στάθης Δημ. Σταματελόπουλος, Νομικός Συνεργάτης Ε.Ε.Α. 


Πολύ συχνά απαντάται στην πράξη η πρακτική της μεταβίβασης μιας λειτουργούσας επιχείρησης ως σύνολο (πάγια, εμπορεύματα, πελατεία, εμπορικό σήμα κ.α.), περίπτωση που ο Αστικός Κώδικας προβλέπει και ρυθμίζει στο άρθρο 479ΑΚ .Η υπ. αριθμ. 67/2016 απόφαση του Αρείου Πάγου εξειδίκευσε τα ζητήματα που αφορούν στην έννομη σχέση της μεταβίβασης επιχείρησης και ειδικότερα έκρινε τα εξής:

Σύμφωνα με την διάταξη του άρθρου 479ΑΚ, αν με τη σύμβαση μεταβιβάστηκε περιουσία, ή επιχείρηση, αυτός που την αποκτά ευθύνεται απέναντι στον δανειστή, ως την αξία των μεταβιβαζομένων στοιχείων, για τα χρέη που ανήκουν στην περιουσία, ή στην επιχείρηση. Η ευθύνη αυτού που μεταβιβάζει εξακολουθεί να υπάρχει.

Με την διάταξη αυτή καθιερώνεται αρχή γενικότερης σημασίας, η οποία ισχύει σε κάθε περίπτωση που το ενεργητικό της περιουσίας, ή της επιχείρησης ενός φυσικού, ή νομικού προσώπου περιήλθε σε άλλον με ειδική διαδοχή, ιδρύοντας σωρευτική αναδοχή από το νόμο, περιορισμένη μέχρι την αξία των περιουσιακών στοιχείων που μεταβιβάζονται. Ολόκληρη δε η διάταξη είναι αναγκαστικού δικαίου και ιδρύεται με αυτήν παθητική εις ολόκληρον ενοχή (άρθρα 481επ. ΑΚ) μεταξύ του μεταβιβάζοντος και του αποκτώντος  για τα χρέη του πρώτου, που υπήρχαν μέχρι το χρόνο της μεταβίβασης και που είχαν δημιουργηθεί μέχρι την μεταβίβαση αυτή, η δε σωρευτική από τη διάταξη αυτή (479ΑΚ) ευθύνη του αποκτώντος την περιουσία, ή την επιχείρηση καταλαμβάνει και τις παρεπόμενες της κύριας απαίτησης υποχρεώσεις, όπως είναι και αυτή περί καταβολής τόκων ( βλεπ. ΕφΠειρ 990/1993, ΕΝΔ 1994,166, ΠΠρΠειρ 14262009, ΕφΑΔ 2009, 39, Β. Βαθρακοκοίλη, ΕρΝομΑΚ, άρθρο 479, αρ. 23).

Μάλιστα, ο μεν μεταβιβάζων συνεχίζει να ευθύνεται απεριορίστως και με ολόκληρη τη προσωπική του περιουσία, ο δε αποκτών έως την πραγματική αξία των μεταβιβαζομένων (περιορισμένη ευθύνη), που είχαν αυτά κατά τον κρίσιμο χρόνο της μεταβίβασης και με την προσωπική του περιουσία, αλλά και αυτουσίως δια των μεταβιβαζομένων πραγμάτων (βλεπ. ΕφΘεσ 922/2006, ΕΕμπΔ 2006,569, Βαυθρακοκοίλη ό.π. αρ. 28). Σκοπός της διάταξης του άρθρου 479ΑΚ  είναι η προστασία των δανειστών του οφειλέτη απέναντι στους οποίους η περιουσία του αποτελεί τη βάση, για την πίστη που του παρέχουν στις συναλλαγές.

Για την εφαρμογή αυτής της διάταξης απαιτούνται: α) σύμβαση οριστικά καταρτισμένη και έγκυρη, β) μεταβίβαση ανεξαρτήτως αν η αιτία είναι επαχθής ή χαριστική (βλεπ ΕφΑθ 2537/1977, ΝοΒ 26,391, ΠΠρΠειρ 1426/2009). Η μεταβίβαση αυτή μπορεί να πραγματώνεται και με περισσότερες πράξεις σύγχρονες, ή διαδοχικές και με περισσότερα από ένα πρόσωπα, αρκεί να γνωρίζουν ότι, μεταβιβάζονται σε αυτά το σύνολο της περιουσίας και ότι οι πράξεις αποτελούν μεταξύ τους ενότητα, δηλαδή βρίσκονται σε στενή χρονική και οικονομική σχέση. Στην περίπτωση μάλιστα αυτή, η ευθύνη καθενός από τους αποκτώντες περιορίζεται ανάλογα με την αξία του τμήματος της περιουσίας, που αυτός αποκτά ( βλεπ. ΕφΘεσ 922/2006, ΕφΑθ 6240/1998, ΝΟΜΟΣ).

Εξάλλου, αν αυτός που απέκτησε την περιουσία, ή την επιχείρηση μεταβίβασε περαιτέρω αυτήν, ως σύνολο, σε άλλον κ.ο.κ., όλοι που διαδοχικά αποκτούν την περιουσία, ή την επιχείρηση ευθύνονται εις ολόκληρον έως την αξία των περιουσιακών στοιχείων, ή της επιχείρησης, που μεταβιβάστηκαν (Βαθρακοκοίλη, αρ. 31). Ως περιουσία δε στην ίδια διάταξη νοείται μόνο η θετική καθαρή θέση του ενεργητικού του οφειλέτη, δηλαδή το προϊόν της που απομένει, μετά την αφαίρεση των υποχρεώσεων του οφειλέτη .Έτσι περιουσία κατά την προαναφερθείσα διάταξη νοείται το σύνολο των δικαιωμάτων και υποχρεώσεων, που είναι δυνατόν να αποτιμηθούν, όπως π.χ. η κυριότητα κινητών, ακινήτων, ενώ σαν επιχείρηση νοείται το σύνολο των πραγμάτων, δικαιωμάτων, ή άλλων αγαθών, οργανωμένων σε οικονομική ενότητα με ενιαίο φορέα προς επίτευξη οικονομικών σκοπών με κέρδος .Η περιουσία της 479ΑΚ αποτελείται μεν κατά κανόνα από πλειονότητα αντικειμένων, όπως π.χ. πραγμάτων, απαιτήσεων, πλην όμως, η εφαρμογή της διάταξης είναι δυνατή και σε περίπτωση μεταβίβασης ενός αντικειμένου, όταν αυτό είναι το μόνο, ή το πλέον σημαντικό στοιχείο της περιουσίας εκείνου, που μεταβιβάζει, ήτοι εφόσον αυτό εξαντλεί το ενεργητικό της ή σημαντικό ποσοστό του (βλεπ. ΑΠ 377/1987, ΕΕΝ 1988,115, ΕφΑθ 2803/2008, ΔΕΕ 2009, 222, ΕφΛαρ 19/2004, ΝοΒ 53,500).

Γίνεται δεκτό στην θεωρία και στη νομολογία ότι, σύμφωνα με το σκοπό της διάταξης του άρθρου 479ΑΚ, η διάταξη εφαρμόζεται και αν ακόμα δεν καταρτίστηκε καμία ενοχική σύμβαση ή εκείνη που καταρτίστηκε είναι άκυρη. Αρκεί ότι, πράγματι επακολούθησε μεταβίβαση της επιχείρησης με την εκτέλεση των μεταβιβαστικών πράξεων, ήτοι να έλαβε χώρα η εμπράγματη μεταβίβαση της περιουσίας ή της επιχείρησης και ειδικότερα, των  κατ’ ιδίαν στοιχείων, που απαρτίζουν την περιουσία, για τα οποία πρέπει να τηρηθεί ο τρόπος που αρμόζει σε καθένα, δηλαδή παράδοση για τα κινητά, μεταγραφή για τα ακίνητα και εκχώρηση και αναγγελία για τις απαιτήσεις (ΕφΛαμ 23/2013, ΝΟΜΟΣ, ΕφΠατρ 798/2004, ΑχΝομ 2005,103).

Αντίθετη συμφωνία μεταξύ των συμβαλλομένων, που βλάπτει τους δανειστές είναι άκυρη απέναντι τους, ενώ εξάλλου, για την ευθύνη του αποκτώντος είναι αδιάφορο αν αυτός γνώριζε την ύπαρξη των χρεών, απαιτείται όμως να γνώριζε ότι, του μεταβιβάζεται όλη η περιουσία, ή η επιχείρηση, ή κατά το σημαντικότερο μέρος της (βλεπ. ΑΠ 1384/2005, ΝΟΜΟΣ ΕφΔωδ 251/2006, ΝΟΜΣ, ΕφΘεσ 2361/2005, ΕπισκΕΔ 2006,1196) .Η γνώση αυτή θεωρείται ότι υπάρχει, όταν από τις ειδικές συνθήκες κάτω από τις οποίες έγινε η μεταβίβαση, αυτός που αποκτά γνώριζε τη γενική περιουσιακή κατάσταση αυτού που μεταβίβασε και μπορούσε να αντιληφθεί ότι, η μεταβιβαζόμενη σε αυτόν περιουσία αποτελούσε το σύνολο, ή το πιο σημαντικό μέρος αυτής, η δε αναφορά αυτών των ειδικών συνθηκών είναι αναγκαία για το ορισμένο της σχετικής αγωγής (βλεπ. ΑΠ 1364/2005, ΑΠ 829/2003, ΝΟΜΣ, ΕφΘεσ 2803/2008, ΕφΘεσ 922/2006).Σε περίπτωση δε μεταβιβάσεως επιχείρησης ή άλλης περιουσιακής ομάδας, ως τέτοιας, η γνώση του αποκτώντος προκύπτει από αυτήν την ίδια τη σύμβαση και ως εκ τούτου δεν παρίσταται ανάγκη να γίνει ιδιαίτερη επίκληση και απόδειξη αυτής (βλεπ. ΜΕφΠει 582/2014, ΝΟΜΟΣ).

Περαιτέρω, τα χρέη στα οποία αναφέρεται η ως άνω διάταξη, μπορεί να είναι οιασδήποτε φύσεως και να πηγάζουν είτε από σύμβαση, είτε από το νόμο, είτε από αδικοπραξία (βλεπ. ΕφΑθ 2545/2003, ΕλλΔνη 2004,590,594,914, ΕφΘεσ 922/2006). Γεννημένα  κατά το χρόνο της μεταβίβασης χρέη νοούνται, εκτός από τα ληξιπρόθεσμα και απαιτητά και εκείνα, που τελούν υπό προθεσμία, ή αναβλητική αίρεση, καθώς και εκείνα, που στηρίζονται σε έννομη σχέση, από την οποία πηγάζει υποχρέωση προς παροχή. Πρέπεί δηλαδή να έχουν συντελεσθεί τα παραγωγικά της γέννησης του χρέους γεγονότα, κατά το χρόνο της μεταβίβασης και να μην γεννήθηκαν μεταγενέστερα, αρκεί να προέρχονται από μεταβολή, ή επέκταση της ενοχής, που υπήρχε κατά τη μεταβίβαση, όπως οι τόκοι, όχι όμως και τα δικαστικά έξοδα, ήτοι να υφίσταται πριν από τον κρίσιμο αυτό χρόνο της μεταβίβασης, ο νομικός λόγος γέννησης τους, και αν ακόμα τα λοιπά περιστατικά ανέκυψαν μεταγενέστερα και κατέστη αυτό το χρέος στην συνέχεια ληξιπρόθεσμο και απαιτητό (βλεπ. ΑΠ 736/2002, ΕλλΔνη 2002, 1664, ΑΠ 1154./1998, ΕλλΔνη 1998, 1572, ΕφΛαρ 128/2009, ΅ΕπισκΕΔ 2009, 496), αρκεί να έχει καταστεί ληξιπρόθεσμο και απαιτητό, κατά το χρόνο της πρώτης επ΄ ακροατηρίω συζήτησης της αγωγής (βλεπ. ΕφΘεσ 922/2006, ΠΠρΠειρ 1426/2009).

Όπως προαναφέρθηκε, όταν συντρέχουν οι παραπάνω προϋποθέσεις του άρθρου 479ΑΚ δημιουργείται εις ολόκληρον παθητική ενοχή (481επ.ΑΚ) μεταξύ εκείνου που μεταβίβασε και εκείνου που απέκτησε. Ο δανειστής μπορεί επιλεκτικά να ενάγει και τους δύο μαζί συγχρόνως, ή όποιον από τους δύο θέλει  (βλεπ. ΕφΘεσ 922/2006) και μεταξύ των συνοφειλετών υφίσταται απλή ομοδικία (βλεπ. ΕφΠειρ 207/2011, ΔΕΕ 2011,799, ΕφΘες424/2008, Αρμ. 2009, 534, ΕφΑθ 681/2005, ΔΕΕ 2006,71), με αποτέλεσμα σε περίπτωση πτώχευσης ενός από τους συνοφειλέτες να ενεργεί υποκειμενικά και δεν ασκεί επιρροή στην εις ολόκληρον υποχρέωση του άλλου συνοφειλέτη ( Βαρθακοκοίλη, άρθρο 482ΑΚ, αρ. 6) .Στρεφόμενος όμως ο δανειστής κατά του αποκτώντος, οφείλει για την πληρότητα του δικογράφου, σύμφωνα με τα άρθρα 11,117,118 και 216ΚΠολΔ, να αναφέρει – και αν αμφισβητηθούν να αποδείξει -, τα εξής στοιχεία: α) τη σύμβαση μεταβίβασης περιουσίας ή επιχείρησης, ή άλλο νόμιμο λόγο που θεμελιώνει τη μεταβίβαση, π.χ. μονομερή δικαιοπραξία, διάταξη νόμου κ.λ.π., β) την απαίτηση του εναντίον εκείνου που μεταβίβασε την περιουσία, ή την επιχείρηση του και γ )αν έχουν μεταβιβαστεί μεμονωμένα περιουσιακά στοιχεία που εξαντλούν την περιουσία, ή το σημαντικότερο μέρος αυτής, το γεγονός ότι, τούτο το γνώριζε, υπό τις εκτιθέμενες ειδικές συνθήκες, ο εναγόμενος ( βλεπ. ΕφΘεσ 922/2006, ΠΠρΠειρ 1426/2009). Δεν αποτελεί όμως στοιχείο της κατ’ αυτού αγωγής, η αναφορά και η αξία των περιουσιακών στοιχείων, που μεταβιβάστηκαν, καθόσον η μέχρι της αξίας αυτής ευθύνη εκείνου που απέκτησε, προβάλλεται μόνο κατ’ ένσταση (βλεπ. ΑΠ 1146/2014, ΝΟΜΟΣ, ΑΠ 318/2008, ΝΟΜΟΣ, ΕΦΠειρ 483/2008, ΠειρΝομ 2008 ).

Περαιτέρω, λόγω της υφιστάμενης στενής σχέσης των θεσμών της καταδολίευσης δανειστών  και της ευθύνης επί μεταβιβάσεως περιουσίας ή επιχείρησης, οι δύο αγωγές δεν μπορούν να σωρρευθούν στο ίδιο δικόγραφο, διότι στην πραγματικότητα αντιφάσκουν μεταξύ τους, κατά την ουσία τους , εκτός αν η μία εκ των δύο ασκείται επικουρικώς ( βλεπ. ΠΠρΚαβ 363/1994, ΑρχΝ 1995, 451, ΠΠρΠειρ 3033/1988, ΕΝΔ 1989, 304, ΠΠρΘεσ 2381/1980, Αρμ. 1980, 958).

Σε περίπτωση πτώχευσης του οφειλέτη ,ο οποίος μεταβίβασε και πριν από την ύποπτη περίοδο το πράγμα σε τρίτον, προς καταδολίευση των δανειστών του, μόνο ο σύνδικος νομιμοποιείται να εγείρει την αγωγή περί διαρρήξεως, ο οποίος εκπροσωπεί την ομάδα των πιστωτών και ζητά την επαναφορά των απαλλοτριωθέντων στην πτωχευτική περιουσία για να ικανοποιηθούν από αυτά οι πτωχευτικοί πιστωτές (ΑΠ 1/2006, ΕΕμπΔ 2006,436, ΕφΛαρ 123/2005, ΕπισκΕΔ 2005,400, ΕφΑθ 3856/1098, ΕλλΔνη 41,1375, ΕφΘεσ 1589/1996, Αρμ. 50, 1121, ΕφΑθ 5828/1993, ΝοΒ 32,91) .Η αγωγή αυτή, λόγω του αποκαταστατικού χαρακτήρα της και με βάση τις νέες ρυθμίσεις προνομιακής μεταχείρισης του δανειστή, που πέτυχε την διάρρηξη, κατά την αναγκαστική εκτέλεση, εμπίπτει στην αρχή της αναστολής των ατομικών καταδιωκτικών μέτρων, αφού έστω και αν στρέφεται μόνο κατά του τρίτου, εκτέλεση γίνεται στην περιουσία του οφειλέτη, οπότε και εξουσία να ασκήσει την σχετική αγωγή κατά του τρίτου, έχει μόνον ο σύνδικος εκπροσωπώντας την ομάδα των πιστωτών διότι παρόμοια ενέργεια, ακόμα και αν στρέφεται μόνο κατά του τρίτου, θα έβλαπτε τα συμφέροντα των λοιπών πτωχευτικών δανειστών, αφού η διάρρηξη ενεργεί μόνο υπέρ του δανειστή που τη ζήτησε, καταστρατηγώντας με τον τρόπο αυτό την πρόθεση του νομοθέτη, περί συμμέτρου ικανοποίησης των εγχειρόγραφων δανειστών.