tuv-iso-logo tuv-iso-27001-logo

Έρευνα: Οι ΜμΕ στην Ελλάδα – Εξελίξεις και προοπτικές

Στην Ελλάδα, το πλήθος τους είναι κοντά στο 99,9% του συνολικού αριθμού των επιχειρήσεων.

Την ανάγκη μεγέθυνσης των Μεσαίων και Μικρών Επιχειρήσεων (ΜμΕ) ως κρίσιμη προϋπόθεση για την ανάπτυξή τους ανέδειξε το δεύτερο μέρος της μελέτης ΣΕΒ-ΕΥ, με τίτλο: «Διαδρομές επιχειρηματικής μεγέθυνσης. Η διεθνής εμπειρία και οι Ελληνικές ΜμΕ» που παρουσιάστηκε την Τρίτη, 20/2/2018, στο πλαίσιο συνέντευξης Τύπου του Συνδέσμου. 

Συγκεκριμένα, ο  ΣΕΒ προτείνει στόχους και προτεραιότητες, στο πλαίσιο ενός Συμφώνου για τις Μεσαίες και Μικρές Επιχειρήσεις (ΜμΕ) προκειμένου να γίνει πράξη η μετάβαση από τις «πολιτικές για το μικρό μέγεθος» που συνεχίζει να εφαρμόζει η Ελλάδα, σε «πολιτικές μεγέθυνσης» ανάλογες των ευρωπαϊκών πρακτικών. Με βάση την διεθνή εμπειρία, οι πολιτικές μεγέθυνσης διασφαλίζουν καλύτερα την επιβίωση και προσφέρουν υψηλότερους ρυθμούς και ανάπτυξης των μεσαίων και μικρών επιχειρήσεων. 

Το δεύτερο μέρος της μελέτης ΣΕΒ-ΕΥ εντοπίζει τις δοκιμασμένες παρεμβάσεις και το μείγμα πολιτικής από τη διεθνή εμπειρία με βασική επιδίωξη την παραγωγική μεγέθυνση.  Το Σύμφωνο για τις Μεσαίες και Μικρές Επιχειρήσεις (ΜμΕ) έχει κεντρικό στόχο τη δημιουργία 8.000 περισσότερων μεσαίων και μικρών επιχειρήσεων μέχρι το 2025. Ο ρεαλιστικός αυτός στόχος αντιπροσωπεύει μια συντηρητική αύξηση των μεσαίων και μικρών επιχειρήσεων κατά μόλις 2% (από το 3% σήμερα στο 5% και έναντι 7% της Ε.Ε. επί του συνόλου των επιχειρήσεων). 

Η υιοθέτηση του Συμφώνου μπορεί και πρέπει να γίνει με ευρεία συναίνεση, να υπηρετείται με συνέπεια ανεξαρτήτως των εκάστοτε κύκλων διακυβέρνησης και με περιοδική αξιολόγηση. 

Η μελέτη ΣΕΒ-ΕΥ παρουσιάζει επίσης τις σημαντικότερες διαδρομές παραγωγικής μεγέθυνσης.

Οι μεσαίες και μικρές επιχειρήσεις στην Ελλάδα

Μέρος Α: Συμβολή στην οικονομία, εξελίξεις και προκλήσεις 

Α. Η κατάσταση των μεσαίων και μικρών επιχειρήσεων

1. Διαχρονική παρουσία στην ελληνική οικονομία:

Οι ΜμΕ συμμετέχουν ενεργά στην επιχειρηματικότητα και την οικονομία τόσο σε ευρωπαϊκό, όσο και σε εθνικό επίπεδο. Στην Ελλάδα, το πλήθος τους είναι κοντά στο 99,9% του συνολικού αριθμού των επιχειρήσεων. Καλύπτουν ευρύ φάσμα δραστηριοτήτων και κλάδων. Αντιπροσωπεύουν περίπου το 19,3% του ΑΕΠ και το 87% της απασχόλησης σε επιχειρήσεις.

2. Λειτουργούν σε επιχειρηματικό περιβάλλον που παραμένει δυσχερές, με κυρίαρχα προβλήματα τα ακόλουθα: 

  • Χρηματοδότηση: Πρόσβαση σε κεφάλαια κίνησης, επενδύσεις, κόστος χρηματοδότησης.
  • Υπερφορολόγηση με άμεσους και έμμεσους φόρους, αλλά και ασφαλιστικές εισφορές. 
  • Δυσκολία διεύρυνσης της πελατειακής βάσης, ειδικά σε ξένες αγορές.
  • Υψηλό κόστος συμμόρφωσης με γραφειοκρατία και ρυθμίσεις που επιφέρουν δυσανάλογα μεγάλο κόστος σε μικρότερες επιχειρήσεις.
  • Αθέμιτος ανταγωνισμός και δυσλειτουργία των ελεγκτικών μηχανισμών, ειδικά από περιπτώσεις φοροδιαφυγής, αδήλωτης εργασίας, παράνομων εισαγωγών, κτλ.

3. Οι ελληνικές ΜμΕ υπολείπονται σημαντικά του ευρωπαϊκού ανταγωνισμού:

Παρά το μεγάλο πλήθος, οι ελληνικές ΜμΕ απέχουν σημαντικά σε επιδόσεις από την Ε.Ε. Αυτή η ποιοτική απόσταση καθιστά τις ελληνικές ΜμΕ ευπαθείς και με περιορισμένες δυνάμεις να συνεισφέρουν στην παραγωγική ανασυγκρότηση και να αναδειχθούν σε ραχοκοκαλιά της οικονομίας.

Ειδικότερα: 

  • Ο κατακερματισμός και ο μεγάλος αριθμός πολύ μικρών επιχειρήσεων δεν προσδίδει ανταγωνιστικό πλεονέκτημα: 

– Η Ελλάδα έχει την υψηλότερη πυκνότητα ΜμΕ (επί του πληθυσμού) στην Ε.Ε., παραμένοντας και σήμερα σημαντικά κατακερματισμένη, με μικρής κλίμακας μονάδες.

– Το ιδιαίτερα μεγάλο πλήθος πολύ μικρών επιχειρήσεων αναλογεί περίπου στο 96,9% του συνολικού αριθμού των επιχειρήσεων, έναντι 93% στην Ευρώπη, κατά μ.ο.

– Το πλήθος των μικρών και μεσαίων επιχειρήσεων παραμένει χαμηλό σε σχέση με τον ευρωπαϊκή ανταγωνισμό. Αντιπροσωπεύουν κάτω από το 3% του συνόλου, ενώ ο μέσος όρος στην Ε.Ε. είναι περίπου στο 7%, με την αρνητική τροχιά εκεί να έχει αναστραφεί.

  • Μεγάλο πλήθος ΜμΕ, αλλά μικρή παραγωγικότητα: Η παραγωγικότητα των ελληνικών ΜμΕ είναι περίπου στο 50% του ευρωπαϊκού μ.ο. ανά εργαζόμενο. Ενδεικτικά, στην Ελλάδα είναι €20.000, στην ΕΕ-28 είναι €42.000, στην Ιταλία είναι €38.000, στην Ιρλανδία είναι €52.000, κτλ.
  • Περιορίζεται η τεχνολογική εστίαση των ΜμΕ: Παρατηρήθηκε 40% μείωση του πλήθους των ΜμΕ μέσης-υψηλής τεχνολογίας μέσα στην κρίση, μία μείωση δυσανάλογη σε σχέση με την Ε.Ε. Η ταχεία ανάκαμψή τους αποτελεί προϋπόθεση για να μη γίνει η Ελλάδα μια οικονομία χαμηλής προστιθέμενης αξίας. Οι πολιτικές ανάπτυξης θα πρέπει να αναστρέψουν τα παρακάτω ελλείματα ανταγωνιστικότητας, ώστε οι ελληνικές ΜμΕ να συγκλίνουν με τους ευρωπαϊκούς μέσους όρους.

4. Στα θετικά ποιοτικά χαρακτηριστικά των ελληνικών ΜμΕ καταγράφονται τα ακόλουθα. 

  • Η καινοτομία παραμένει ανεκμετάλλευτο χαρακτηριστικό: Αν και η Ελλάδα γενικά υστερεί σημαντικά έναντι των περισσότερων ευρωπαίων εταίρων στους δείκτες καινοτομίας (EIS – European Innovation Scoreboard), οι επιδόσεις των ΜμΕ δε διαφέρουν σημαντικά από τους ευρωπαϊκούς μέσους όρους σε καινοτόμα προϊόντα ή/και διαδικασίες (βαθμολογία 29,6 έναντι 30,6 στο σχετικό δείκτη του EIS). 
  • Μετατόπιση από B2C σε Β2Β πωλήσεις, με συμμετοχή σε παραγωγικά δίκτυα και αλυσίδες αξίας: Το 12,4% των ΜμΕ έχει ήδη αναπτύξει συμπράξεις, έναντι 12%, 10,3% και 4,8% σε Ιρλανδία, Ε.Ε. και Ιταλία αντίστοιχα. Πλέον οι καινοτόμες ελληνικές ΜμΕ επενδύουν σε επιχειρηματικές δικτυώσεις, υπέρ των Β2Β προϊόντων και υπηρεσιών. Οι πολιτικές ανάπτυξης πρέπει να ενθαρρύνουν τις επιχειρήσεις να διευρύνουν αυτά τα ανταγωνιστικά πλεονεκτήματα.

5. Από πηγή απασχόλησης, τροφοδότης της ανεργίας:

Πτωτική πορεία ακολούθησε η απασχόληση στις ΜμΕ, η οποία μειώθηκε από 2,39 εκατ. εργαζόμενους το 2008, σε 1,79 εκατ. το 2014, με τη μεγαλύτερη ποσοστιαία μείωση να καταγράφεται στους κλάδους της ένδυσης και των δερμάτινων προϊόντων (-57%), της ξυλείας, ξύλινων προϊόντων και χαρτοποιίας (-50%) και των κατασκευών (-48%).

Β. Τα χαρακτηριστικά των μεσαίων και μικρών επιχειρήσεων που άντεξαν στην κρίση

Η κρίση ανέδειξε τα πλεονεκτήματα και την ταχεία προσαρμοστικότητα επιχειρήσεων που έχουν ένα ή/και περισσότερα από τα παρακάτω χαρακτηριστικά:

1. Μέγεθος, ανθεκτικότητα και συνεισφορά στην οικονομία πάνε μαζί. Μπορεί η κρίση να έπληξε περισσότερο τις επιχειρήσεις μεσαίου μεγέθους, όμως αυτές συνεχίζουν να παρουσιάζουν τη μεγαλύτερη συνεισφορά στην οικονομία (σε όρους προστιθέμενης αξίας, ανά επιχείρηση). Η σχέση παραγωγικότητας μεσαίων προς μικρές επιχειρήσεις είναι 7 προς 1 και μεσαίων προς πολύ μικρές επιχειρήσεις είναι 140 προς 1. Ενδεικτικά, οι πολύ μικρές επιχειρήσεις (το 96,9% του συνόλου) παράγουν περίπου το 9,3% του ΑΕΠ, ενώ οι μικρές και οι μεσαίες (το 3% του συνόλου) παράγουν περίπου το 10% του ΑΕΠ.

2. Δημιουργούν θέσεις εργασίας σε δραστηριότητες με αξία. Ειδικότερα: 

  • Η μεγάλη απασχόληση σε πολύ μικρές επιχειρήσεις δεν αποδείχθηκε βιώσιμη. Μπορεί το 87% των εργαζομένων στη χώρα να απασχολείται στις μικρές και μεσαίες επιχειρήσεις, το 68% (δύο στους τρεις) απασχολείται στις πολύ μικρές επιχειρήσεις, το 19% στις μικρές επιχειρήσεις και μόνο το υπόλοιπο 13% στις μεσαίες επιχειρήσεις.
  • Οι μεσαίες επιχειρήσεις καταφέρνουν να διατηρούν την παραγωγικότητα τους. Χαρακτηριστικό παράδειγμα είναι η φαινόμενη παραγωγικότητα (προστιθέμενη αξία ανά εργαζόμενο) που στις μεσαίες επιχειρήσεις είναι περίπου κατά 40% μεγαλύτερη από τις μικρές (€39.000 έναντι €28.000) και περίπου κατά 178% μεγαλύτερη από τις πολύ μικρές επιχειρήσεις (€39.000 έναντι €14.000, παρά τη μεγάλη απασχόληση). Ανάλογες επιδόσεις παρατηρούνται στη συντριπτική πλειοψηφία των επί μέρους κλάδων.

3. Έχουν προσαρμοστικότητα και αντοχή αξιοποιώντας οικονομίες κλίμακας: Ενώ οι μεσαίες μετέτρεψαν την κρίση σε ευκαιρία, οι μικρότερες δεν έδειξαν ανάλογα αντανακλαστικά. Τα οφέλη του μεγέθους έγιναν ιδιαίτερα εμφανή μέσα στην κρίση, ειδικότερα:

  • Παρά τη μεγαλύτερη μείωση του πλήθους των μεσαίων επιχειρήσεων (-33% έναντι -21% των πολύ μικρών), η προστιθέμενη αξία ανά μεσαία επιχείρηση και ανά απασχολούμενο παρέμεινε σταθερή (στα €39.000), ενώ στις πολύ μικρές μειώθηκε κατά 12,5%.
  • Οι μεσαίες επιχειρήσεις πέτυχαν αύξηση των περιθωρίων κέρδους την περίοδο 2012-2014, έως και 35%.
  • Οι μικρές και πολύ μικρές επιχειρήσεις αναγκάστηκαν να συμπιέσουν τα κέρδη, με την πτώση να αγγίζει το 50%, την ίδια περίοδο.

4. Βελτιώνουν συνεχώς την εξωστρέφεια τους: Οι ελληνικές ΜμΕ είναι στη μεγάλη πλειοψηφία τους εισαγωγικές. Ωστόσο, παρατηρούμε αυξανόμενη εξαγωγική δραστηριότητα στις μεσαίες επιχειρήσεις, όπου, την περίοδο 2010-2014, η αύξηση αγγίζει το 40% (από τα €4 δις στα €5,6 δις). Η αύξηση αυτή συνεισφέρει και στη μείωση του ελλείματος του εμπορικού ισοζυγίου των ΜμΕ (από €15,7 δις, σε €10,6 δις).

5. Οι μεταποιητικές ΜμΕ συνεχίζουν να συνεισφέρουν πολλαπλάσια στην οικονομία: Ως προς τους κλάδους, η υψηλότερη προστιθέμενη αξία ανά επιχείρηση καταγράφεται στη μεταποίηση (4 φορές υψηλότερη από τις υπηρεσίες).

6. Οι μεταποιητικές ΜμΕ που αξιοποιούν τη τεχνολογία ανακάμπτουν ταχύτερα: Οι ΜμΕ κλάδων με υψηλή τεχνολογική ένταση κατάφεραν να αυξήσουν (οριακά) την παραγόμενη προστιθέμενη αξία τους μετά το 2010 (84 έναντι 83 μονάδες στο σχετικό δείκτη). Σε αντίθεση, οι λοιποί κλάδοι παρουσιάζουν εμφανή πτώση.

7. Βελτιώνουν συνεχώς τις εταιρικές δεξιότητες, με σύγχρονη διακυβέρνηση, διαδικασίες και συστήματα απόδοσης και ποιότητας. Διαφορετικά, μόνο το 30% των οικογενειακών επιχειρήσεων επιζεί μετά τη δεύτερη γενιά, το 13% μετά την τρίτη και το 3% μετά από αυτήν.

 

Μέρος Β

Διαδρομές επιχειρηματικής μεγέθυνσης.

Α. Η διεθνής εμπειρία

Απόκλιση από τις ευρωπαϊκές επιδόσεις. Η Ελλάδα υπολείπεται στους επιμέρους δείκτες, αναφορικά με την παρουσία, το μέγεθος και την αποδοτικότητα των πολύ μικρών, μικρών και μεσαίων επιχειρήσεων.

Σύνοψη συγκριτικής αξιολόγησης: Η οικονομική και παραγωγική μεγέθυνση των μεσαίων και μικρών επιχειρήσεων (ΜμΕ) στην Ελλάδα προσκρούει, εκτός των συνεπειών της κρίσης, σε διαθρωτικές αδυναμίες τους που προϋπήρχαν και οφείλονται σε πολιτικές οι οποίες προκαλούν παρατεταμένη καθήλωση σε μικρά μεγέθη. Η άρση των συνεπειών της κρίσης είναι μεν αναγκαία, αλλά δεν θα επιλύσει (μόνη της) τις διαχρονικές αδυναμίες των ΜμΕ. Οι χώρες της Ε.Ε. αντιμετωπίζουν αυτές τις αδυναμίες με στρατηγική επιλογή τη μεγέθυνση.

Η υστέρηση της ανταγωνιστικότητας των ελληνικών πολύ μικρών, μικρών και μεσαίων επιχειρήσεων αναλύεται στα εξής:

  • Υψηλός κατακερματισμός & επιχειρηματικότητα ανάγκης: Το ποσοστό των πολύ μικρών επιχειρήσεων στην Ελλάδα είναι κατά 3,9% υψηλότερο από τον ευρωπαϊκό μέσο ορό (96,9% έναντι 93% επί του συνόλου των επιχειρήσεων). Στις μικρές και μεσαίες επιχειρήσεις, η Ελλάδα βρίσκεται κάτω από το μισό του ευρωπαϊκού μέσου όρου (3,1% έναντι 7%). Οι πολύ μικρές είναι κυρίως μονοπρόσωπες ή/και οικογενειακές επιχειρήσεις. Πολύ συχνά, αποτελούν επιχειρηματικότητα ανάγκης λόγω έλλειψης εναλλακτικών, κάτι που συχνά οδηγεί σε έλλειψη πρόθεσης μεγέθυνσης, σε αντίθεση με την Ε.Ε.
  • Χαμηλός αριθμός απασχολούμενων ανά επιχείρηση. Ενδεικτικά, στην Ελλάδα, η μεσαία επιχείρηση δημιουργεί μόλις 94 (μ.ο.) θέσεις εργασίας, 9 λιγότερες από τον ευρωπαϊκό μέσο όρο. Η απόσταση μεγαλώνει όσο μικραίνει το εταιρικό μέγεθος. Η εικόνα προϋπάρχει της κρίσης (2008).
  • Χαμηλή προστιθέμενή αξία. Στο 1/3 του μέσου όρου της Ε.Ε., η προστιθέμενη αξία ανά επιχείρηση στην Ελλάδα.
  • Χαμηλή παραγωγικότητα, γεγονός που αναδεικνύει την περιορισμένη συνεισφορά στην οικονομική ανάπτυξη. Η παραγωγικότητα των πολύ μικρών επιχειρήσεων στην Ελλάδα υπολογίζεται σε μόλις 40% της Ε.Ε. (€14.000 ευρώ έναντι €35.000 ευρώ ανά εργαζόμενο). Σε αντίθεση, η παραγωγικότητα των μικρών φτάνει το 65% της Ε.Ε. και των μεσαίων το 75% της Ε.Ε. Συνολικά, είναι μόλις στο 50% του μ.ο. της Ε.Ε.
  • Περιορισμένες εξαγωγές & λίγες εξαγωγικές επιχειρήσεις. Εξάγουν, έστω και περιστασιακά, μόλις 17.460 πολύ μικρές, μικρές και μεσαίες επιχειρήσεις (2,5% του συνόλου). Οι μικρές και μεσαίες επιχειρήσεις στην Ελλάδα βρίσκονται πιο κοντά στον ευρωπαϊκό μέσο όρο (στο 70% και 78% του ευρωπαϊκού μέσου οι εξαγωγές επί των πωλήσεων). Οι πολύ μικρές επιχειρήσεις, υστερούν σημαντικά (στο 42% του ευρωπαϊκού μέσου όρου).
  • Αποκομμένες εξαγωγές από διεθνείς παραγωγικές αλυσίδες. Οι πολύ μικρές, μικρές και μεσαίες επιχειρήσεις δε συμμετέχουν ενεργά σε διεθνή παραγωγικά δίκτυα. Από τις 17.460 εξαγωγικές, οι μισές περίπου (1,24% του συνόλου) εξάγουν σε χονδρικό και λιανικό εμπόριο, οι 5.700 (0,8% του συνόλου) στη μεταποίηση και οι υπόλοιπες σε γεωργία, κατασκευές, υπηρεσίες, κτλ. 
  • Στασιμότητα, έλλειψη δυναμικής και απουσία νέων προσπαθειών, όπως αποτυπώνεται από την ηλικία της μέσης επιχείρησης. Μόλις 25% των ελληνικών επιχειρήσεων είναι ηλικίας κάτω των 3 ετών, έναντι 43% στην Ιρλανδία. Σχεδόν το 50% των επιχειρήσεων που λειτουργούν στην Ελλάδα είναι γηραιότερες των 10 ετών, με αυτές άνω των 6 ετών να φτάνουν το 60%.
  • Χωρίς προοπτική μεγέθυνσης, ακόμα και πριν την κρίση. Επιχειρηματίες αρχικών σταδίων, το 2015, δήλωσαν κατά 87% πως δεν προτίθενται να προσλάβουν περισσότερους από 5 εργαζόμενους 2 την επόμενη πενταετία (έρευνα GEM). Η τάση προϋπήρχε της κρίσης (71% το 2006). Στην Ελλάδα, μόλις το 4,1% εκτιμά ότι θα είναι σε θέση να συνεισφέρει περισσότερες από 10 θέσεις απασχόλησης, ενώ, σε χώρες της Ε.Ε., το ποσοστό κυμαίνεται στο 15%.

Β. Η μεγέθυνση των ΜμΕ πρέπει να γίνει εθνικός στόχος

Ορισμός μεγέθυνσης (ΟΟΣΑ): Επίτευξη τουλάχιστον 20% μέσου ετήσιου ρυθμού αύξησης της απασχόλησης ή των εσόδων για μια τριετία και τουλάχιστον 10 εργαζόμενους αρχικά.

Το πρώτο μέρος της μελέτης ΣΕΒ-ΕΥ τεκμηρίωσε το ανταγωνιστικό μειονέκτημα που δημιουργεί στην οικονομία το πολύ μικρό μέγεθος των επιχειρήσεων.

Το δεύτερο μέρος της μελέτης δείχνει ότι χώρες με δυναμικές μεσαίες και μικρές επιχειρήσεις (ΜμΕ), επιλέγουν τη μεγέθυνση ως στρατηγική για την επιβίωση των επιχειρήσεών τους.

Η ανάλυση της ΕΥ έχει παραδείγματα χωρών που, πετυχαίνοντας μείωση κατά 5% των στάσιμων επιχειρήσεων, αύξησαν 1% το ΑΕΠ, λόγω παραγωγικότητας. Οι ελληνικές μεσαίες και μικρές επιχειρήσεις (ΜμΕ), συνεπώς, έχουν ανάγκη από ένα νέο μείγμα πολιτικών, ένα Σύμφωνο, που θα θέτει σαν προτεραιότητα την παραγωγική μεγέθυνσή τους.

Η μετάβαση από τις «πολιτικές για το μικρό μέγεθος» που συνεχίζει να εφαρμόζει η Ελλάδα, σε «πολιτικές μεγέθυνσης», ανάλογες του ευρωπαϊκού ανταγωνισμού διασφαλίζει επιβίωση και προσφέρει υψηλότερους ρυθμούς ανάπτυξης των ΜμΕ.

Οι μεσαίες και μικρές επιχειρήσεις (ΜμΕ), συνεπώς, έχουν ανάγκη από ένα νέο μείγμα πολιτικών. Ο ΣΕΒ προτείνει ένα Σύμφωνο για τις ΜμΕ που θέτει την παραγωγική μεγέθυνση τους σαν προτεραιότητα.

Για τον ΣΕΒ, κεντρικός στόχος του Συμφώνου πρέπει να είναι η δημιουργία 8.000 περισσότερων μεσαίων και μικρών επιχειρήσεων μέχρι το 2025. Ο ρεαλιστικός αυτός στόχος αντιπροσωπεύει μια συντηρητική αύξηση των μεσαίων και μικρών επιχειρήσεων κατά μόλις 2% (από το 3% σήμερα, στο 5% και έναντι 7% της Ε.Ε., επί του συνόλου των επιχειρήσεων).

Όφελος: Η μερική αυτή σύγκλιση των ελληνικών μεσαίων και μικρών επιχειρήσεων (ΜμΕ) στα χαρακτηριστικά του μέσου ευρωπαϊκού όρου προσθέτει 100.000 νέες δουλειές (καθαρή αύξηση 6%) και επιπλέον €7,7 δισ. στο ΑΕΠ (+4%). Η υιοθέτηση του Συμφώνου για τις ΜμΕ πρέπει να γίνει με ευρεία συναίνεση, να υπηρετείται με συνέπεια, ανεξαρτήτως κυβερνητικών κύκλων, και με περιοδική αξιολόγηση.

Γ. Προτεραιότητες του Συμφώνου

Οι επιμέρους στόχοι των σημαντικότερων διαδρομών ανάπτυξης συνοψίζονται στα ακόλουθα.

1 η Διαδρομή. Εξαγωγές σε διεθνείς παραγωγικές αλυσίδες: Η προσήλωση στην εσωτερική ζήτηση περιορίζει τη μεγέθυνση των ελληνικών μεσαίων και μικρών επιχειρήσεων (ΜμΕ). Επιπλέον, δε συμμετέχουν ενεργά σε διεθνή παραγωγικά δίκτυα. Από τις 17.460 εξαγωγικές ΜμΕ (2,5% του συνόλου), μόνο οι 5.700 (0,8% του συνόλου) αναζητούν πρόσβαση σε βιομηχανικά δίκτυα (Β2Β). Στόχος είναι 1.750 (+10%) επιπλέον εξαγωγικές μεσαίες και μικρές επιχειρήσεις (ΜμΕ), κυρίως προς διεθνή παραγωγικά δίκτυα. Το όφελος είναι η προσθήκη περίπου €6 δισ. στις εξαγωγές.

2 η Διαδρομή. Δεξιότητες, οργάνωση, εταιρικές ικανότητες: Ο περιορισμός του χάσματος γνώσεων στο Industry 4.0, οι δεξιότητες διακυβέρνησης και οι διαδικασίες μετάβασης στην επόμενη γενιά αυξάνουν την ανθεκτικότητα των μεσαίων και μικρών επιχειρήσεων (ΜμΕ). Στόχος είναι 10% βελτίωση της παραγωγικότητας των μεσαίων και μικρών επιχειρήσεων (ΜμΕ). Το όφελος είναι η προσθήκη €4,3 δισ. στο ΑΕΠ (+2,3%). 

3 η Διαδρομή. Καινοτομία – τεχνολογία – γνώση: Τα κίνητρα για τον μετασχηματισμό της καινοτομίας σε προϊόντα και υπηρεσίες, καθώς και τα συμπλέγματα ταχύτερης μεταφοράς της έρευνας στις επιχειρήσεις, δημιουργούν δυναμικότερες μεσαίες και μικρές επιχειρήσεις (ΜμΕ). Στόχος είναι 1.400 περισσότερες μεσαίες και μικρές επιχειρήσεις (ΜμΕ) ειδικά στη μεταποίηση (+2% επί του συνόλου των επιχειρήσεων, η μισή απόσταση από την Ε.Ε.), με περισσότερη γνώση και τεχνολογία. Το όφελος είναι η προσθήκη €4,2 δισ. στο ΑΕΠ (+2,3%).

4 η Διαδρομή. Πρόσβαση στη χρηματοδότηση: Πέρα από τον τραπεζικό δανεισμό, η χρηματοδότηση περιλαμβάνει επενδυτικά κεφάλαια, χρηματιστηριακά προϊόντα. Επίσης, συγχρηματοδοτούμενα προγράμματα με ισχυρή ανταποδοτικότητα, δηλαδή διαφορετικά από αυτά που έχουμε σήμερα. Στόχος είναι η ανταποδοτική αξιοποίηση της δημόσιας χρηματοδότησης. Οι δημόσιοι πόροι (ΕΣΠΑ, «αναπτυξιακός» νόμος, κτλ.) να δίνονται με κριτήριο τη μεγέθυνση (βάσει ΟΟΣΑ) και όχι τις δαπάνες. Το όφελος είναι ότι οι δημόσιοι πόροι και ενθαρρύνουν τη οικονομική βιωσιμότητα και επιστρέφουν στα δημόσια ταμεία τελικά.

5 η Διαδρομή: Συνεργασίες, συμπράξεις και συγκεντρώσεις. Στην Ελλάδα το 2016 πραγματοποιήθηκαν 33 συμφωνίες (εξαγορές – συγχωνεύσεις), έναντι 28 το 2015 και 22 το 2014. Το 2016 η εκτιμώμενη συνολική αξία έφτασε τα 1,27 δις δολάρια. Κατά μέσο όρο την τελευταία τριετία οι ΜμΕ κατέλαβαν μόνο το 27% των συμφωνιών (23). Για την επιτάχυνση της μεγέθυνσης, χρειαζόμαστε πλαίσιο κινήτρων με ρυθμίσεις για αυξημένες αποσβέσεις των συγχωνευμένων εταιριών, ειδικούς όρους χρηματοδότησης για τις συγχωνεύσεις, παροχή εγγυήσεων σε μικρές επιχειρήσεις οι οποίες επιθυμούν να γίνουν προμηθευτές σε μεγάλες επιχειρήσεις, κτλ.

6η Διαδρομή: Ρυθμιστικό περιβάλλον. Σήμερα το κόστος συμμόρφωσης φτάνει στο 6πλάσιο άλλων ευρωπαϊκών χωρών. Στόχος είναι η 50% μείωση του κόστος συμμόρφωσης, με πολιτικές ενθάρρυνσης επενδύσεων, πάταξης του αθέμιτου ανταγωνισμού και του λαθρεμπορίου, απλούστερου πτωχευτικού κώδικα και δεύτερης ευκαιρίας, μειωμένης φορολογίας, απλών φορολογικών διαδικασιών, κτλ. Το προφανές όφελος είναι η ανταγωνιστικότητα των μεσαίων και μικρών επιχειρήσεων (ΜμΕ).

Ορισμοί (Ε.Ε.)

i. Πολύ μικρή επιχείρηση χαρακτηρίζεται η επιχείρηση με προσωπικό έως και 9 εργαζόμενους, κύκλο εργασιών έως και €2 εκατ. ή ισολογισμό έως και €2 εκατ.

ii. Μικρή επιχείρηση χαρακτηρίζεται η επιχείρηση με προσωπικό έως και 49 εργαζόμενους, κύκλο εργασιών έως και €10 εκατ. ή ισολογισμό έως και €10 εκατ.

iii. Μεσαία επιχείρηση χαρακτηρίζεται η επιχείρηση με προσωπικό έως και 249 εργαζόμενους, κύκλο εργασιών έως και €50 εκατ. ή ισολογισμό έως και €43 εκατ.

Στο παρόν σημείωμα: Ως πολύ μικρές, μικρές και μεσαίες επιχειρήσεις νοείται το άθροισμα των ανωτέρω