tuv-iso-logo tuv-iso-27001-logo

Γ. Χατζηθεοδοσίου στη “Δημοκρατία”: Διαφθορά στην Ε.Ε.

Άρθρο του Γιάννη Χατζηθεοδοσίου, Προέδρου του Επαγγελματικού Επιμελητηρίου Αθηνών και Επίτιμου Διδάκτορα του Πανεπιστημίου Πειραιά, στην εφημερίδα “Δημοκρατία” (21/2/2023).


Το πρόσφατο σκάνδαλο διαφθοράς στους κόλπους του Ευρωκοινοβουλίου, αποκάλυψε με έμφαση μια ιδιαίτερα ενοχλητική αλήθεια: ότι τα χρήματα αγοράζουν επιρροή στην Ευρωπαϊκή Ένωση και σε αποφάσεις που αφορούν το παρόν και το μέλλον των πολιτών της.

Μπορεί η συγκεκριμένη υπόθεση να λαμβάνει μεγάλες διαστάσεις, λόγω της εμπλοκής τρίτου κράτους, αλλά και της αποκάλυψης «σκοτεινών» διαδρομών επιρροής, με όχημα τη δημιουργία ΜΚΟ. Ωστόσο, πρόκειται για ένα ακόμη επεισόδιο σε μια σειρά περιστατικών, που έχουν κλονίσει – ανεπανόρθωτα ίσως – την αξιοπιστία όχι μόνο του Ευρωκοινοβουλίου, αλλά συνολικά των ευρωπαϊκών θεσμών.

Ας μη λησμονούμε ότι, πέρα από τα σκάνδαλα, είναι κάθε άλλο παρά σπάνιο το φαινόμενο της «περιστρεφόμενης πόρτας», με αξιωματούχους των ευρωπαϊκών οργάνων να καταλήγουν μετά τη λήξη της θητείας τους σε ηγετικές θέσεις επιχειρηματικών λόμπι. Πρόκειται για μια πρακτική, που μπορεί τυπικά να είναι νόμιμη, ωστόσο δεν παύει να αναδεικνύει τις σχέσεις αλληλεξάρτησης μεταξύ αυτών που έχουν αναλάβει την ευθύνη να προστατεύουν τα συμφέροντα των πολιτών και εκείνων που επιδιώκουν την προώθηση συγκεκριμένων, ιδιοτελών σκοπών.

Είναι αλήθεια ότι η αδιαφάνεια και η διαφθορά ευνοούνται σε μεγάλο βαθμό από το υφιστάμενο μοντέλο λειτουργίας της Ευρωπαϊκής Ένωσης. Ένα μοντέλο, στο οποίο η έννοια της δημοκρατικής διαβούλευσης, μεταφράζεται σε ατέρμονες διαδικασίες διαπραγματεύσεων, «παζαριών» και άσκησης επιρροής.

Παρ’ όλο που το δικαίωμα συμμετοχής των αντιπροσωπευτικών ενώσεων και της κοινωνίας των πολιτών στη διαδικασία λήψης αποφάσεων είναι απόλυτα θεμιτό και αναφαίρετο, το πλαίσιο μέσα στο οποίο διεξάγεται η αλληλεπίδραση μεταξύ των λεγόμενων «λόμπι» και των πολιτικών, φαίνεται να είναι διάτρητο.

Το σημερινό σύστημα εποπτείας και διασφάλισης της διαφάνειας και της ακεραιότητας στην Ευρωπαϊκή Ένωση πάσχει σε πολλά σημεία. Οι κώδικες δεοντολογίας είναι ιδιαίτερα χαλαροί, ενώ οι κανόνες λογοδοσίας και κυρώσεων εφαρμόζονται πλημμελώς – ιδιαίτερα σε θεσμούς όπως το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο. Είναι χαρακτηριστικό ότι η εγγραφή στο Μητρώο Διαφάνειας για τα λόμπι έγινε μόλις πρόσφατα υποχρεωτική, αλλά κι αυτή ακόμα η υποχρέωση μπορεί σχετικά εύκολα να παρακαμφθεί, με την αξιοποίηση πρόθυμων μεσαζόντων.

Όλα αυτά δεν είναι άγνωστα στους παροικούντες τις Βρυξέλλες, ωστόσο οι περισσότεροι επιλέγουν να κάνουν τα στραβά μάτια, τουλάχιστον μέχρι να ξεσπάσει το επόμενο σκάνδαλο. Σε αυτές τις περιπτώσεις, η δημόσια συζήτηση εστιάζει αποκλειστικά στα πρόσωπα και στις αλληλοκατηγορίες μεταξύ κομμάτων και πολιτικών χώρων. Σπάνια, όμως, βλέπουμε να γίνεται σοβαρός διάλογος για την αποτροπή αντίστοιχων φαινομένων στο μέλλον. Σπάνια γίνεται προσπάθεια να καταλάβουμε το γιατί το σύστημα επιτρέπει ή ανέχεται αυτές τις συμπεριφορές και – κυρίως – τι πρέπει να αλλάξει.

Για να αντιμετωπιστούν τα φαινόμενα διαφθοράς, είναι σημαντικό να εστιάσουμε την προσοχή μας όχι στα άτομα, αλλά στη λειτουργία των θεσμών και των διαδικασιών: στη διόρθωση αδυναμιών, στην ενίσχυση των κανόνων, στη δημιουργία αποτελεσματικότερων ασφαλιστικών δικλείδων.

Οι δηλώσεις αποδοκιμασίας και τα μεγάλα λόγια δεν αρκούν. Είναι ευθύνη των πολιτικών ηγεσιών της Ευρωπαϊκής Ένωσης, να αναλάβουν αμέσως πρωτοβουλίες για την ουσιαστική μεταρρύθμιση των κανόνων δεοντολογίας. Θα πρέπει να προχωρήσει η δημιουργία κοινής, ανεξάρτητης αρχής δεοντολογίας, με επαρκείς πόρους και δυνατότητες επιβολής αυστηρών κυρώσεων, να ενισχυθούν οι κανόνες σχετικά με τη διαφάνεια και τις συγκρούσεις συμφερόντων, για όλα τα μέλη του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου, να ενισχυθεί θεσμικά το Μητρώο Διαφάνειας της Ευρωπαϊκής Ένωσης και να συμπεριλάβει στις υποχρεώσεις δημοσίευσης και τις επαφές με εκπροσώπους τρίτων χωρών.

Τη στιγμή που η οικονομική δυσπραγία και οι ανισότητες στην Ευρώπη οξύνονται, η διαφθορά και η αίσθηση της ατιμωρησίας των επίορκων εκλεγμένων και αξιωματούχων της Ε.Ε. αυξάνουν το θυμό των πολιτών. Ενισχύουν την πεποίθηση ότι το πολιτικό σύστημα – σε ευρωπαϊκό αλλά και εθνικό επίπεδο – είναι εξ ορισμού διεφθαρμένο. Πλήττουν βαθιά την εμπιστοσύνη στους δημοκρατικούς θεσμούς, ανοίγοντας διάπλατα το δρόμο στους κάθε είδους δημαγωγούς, αντισυστημικά ρεύματα και πολιτικές δυνάμεις αντίθετες με τις ευρωπαϊκές αξίες. Η καταπολέμηση αυτών των φαινομένων, είναι υπαρξιακής σημασίας πρόκληση για το ευρωπαϊκό οικοδόμημα, για τις δημοκρατίες μας. Πρέπει να δώσουμε τη μάχη και να την κερδίσουμε.