tuv-iso-logo tuv-iso-27001-logo

Γ. Χατζηθεοδοσίου στην “Εφημερίδα των Συντακτών”: Τα προτάγματα της νέας τετραετίας

Άρθρο του Γιάννη Χατζηθεοδοσίου, Προέδρου του Επαγγελματικού Επιμελητηρίου Αθηνών και Επίτιμου Διδάκτορα του Πανεπιστημίου Πειραιά, στην “Εφημερίδα των Συντακτών” (24/6/2023).


Η κυβέρνηση που θα αναδειχθεί από την κάλπη της 25ης Ιουνίου θα κληθεί να διαχειριστεί μια σειρά από προκλήσεις, που αφορούν το παρόν και το μέλλον της οικονομίας, της αγοράς και της κοινωνίας.

Οι συνθήκες στο εξωτερικό περιβάλλον παραμένουν αντίξοες. Η οικονομία της ευρωζώνης βρέθηκε σε ύφεση μετά το σοκ της ενεργειακής κρίσης και εκτιμάται ότι θα παραμείνει αναιμική σε όλη τη διάρκεια του 2023. Η Ελλάδα μπορεί να καταγράφει υψηλότερο ρυθμό ανάπτυξης από τον ευρωπαϊκό μέσο όρο, ωστόσο εξακολουθεί να παρουσιάζει σημαντικές αδυναμίες σε διαρθρωτικό επίπεδο.

Το έλλειμμα του ισοζυγίου τρεχουσών συναλλαγών ξεπέρασε τα 20 δισ. ευρώ το 2022, ενώ το κατά κεφαλήν ΑΕΠ της Ελλάδας σε όρους αγοραστικής δύναμης παραμένει στο 68% του κοινοτικού μέσου όρου και είναι το τρίτο χαμηλότερο μεταξύ των χωρών της Ευρωπαϊκής Ένωσης. Η ανεργία κινείται ακόμα κοντά στο 12% του εργατικού δυναμικού με ένα υψηλό ποσοστό να αφορά μακροχρόνια ανέργους. Σύμφωνα με πρόσφατα στοιχεία από το Ευρωβαρόμετρο, το 66% των Ελλήνων θεωρούν ότι το βιοτικό τους επίπεδο έχει σημειώσει πτώση, το 82% δηλώνουν ότι δυσκολεύονται να πληρώσουν τους λογαριασμούς τους και το 85% δηλώνουν ότι δεν είναι ικανοποιημένοι από τα μέτρα της κυβέρνησης για την ακρίβεια.

Παρά το ότι ο πληθωρισμός φαίνεται να υποχωρεί το τελευταίο διάστημα, οι τιμές στα τρόφιμα και βασικά είδη διαβίωσης παραμένουν υψηλές, με αποτέλεσμα το διαθέσιμο εισόδημα των νοικοκυριών να υφίσταται ασφυκτικές πιέσεις. Ο περιορισμός των καταναλωτικών δαπανών, η άνοδος του κόστους λειτουργίας, η συσσώρευση του χρέους και η ανύπαρκτη ρευστότητα απειλούν άμεσα την βιωσιμότητα χιλιάδων μικρομεσαίων επιχειρήσεων.

Αυτά είναι μερικά μόνο από τα άμεσα προβλήματα, τα οποία απαιτούν λύσεις από την επόμενη κυβέρνηση. Σε πρώτη προτεραιότητα θα πρέπει να τεθεί η αντιμετώπιση των ανατιμήσεων και η επαναφορά της κανονικότητας στην αγορά. Το Επαγγελματικό Επιμελητήριο Αθηνών έχει καταθέσει συγκεκριμένες προτάσεις για μείωση του ΦΠΑ σε βασικά αγαθά και του ΕΦΚ στα καύσιμα.

Πρόκειται για μια παρέμβαση που ήδη έχει εφαρμοστεί σε άλλες χώρες της Ευρώπης και σε – συνδυασμό με την εντατικοποίηση των ελέγχων στην αγορά, ώστε να παταχθούν φαινόμενα αισχροκέρδειας – μπορεί να οδηγήσει σε μείωση των τιμών για τον τελικό καταναλωτή.

Η Ελλάδα έχει σήμερα τον πέμπτο υψηλότερο συντελεστή ΦΠΑ στην Ε.Ε. και από τους υψηλότερους ειδικούς φόρους κατανάλωσης στη βενζίνη. Το 2022 το 60% των συνολικών φορολογικών εσόδων προήλθε από έμμεσους φόρους, γεγονός που αδικεί και επιβαρύνει κυρίως τα χαμηλά εισοδήματα. Η απροθυμία για μείωση των έμμεσων φόρων μαρτυρά, ουσιαστικά, την αδυναμία της εκάστοτε κυβέρνησης να πατάξει τη φοροδιαφυγή, να ελέγξει και να φορολογήσει δίκαια τα πραγματικά εισοδήματα. Ζητούμενο, επομένως, από τη νέα κυβέρνηση είναι η αναθεώρηση της ασκούμενης φορολογικής πολιτικής – τόσο στην έμμεση όσο και στην άμεση φορολογία – με τρόπο που να εξασφαλίζεται μεγαλύτερος βαθμός δικαιοσύνης, άμβλυνση και όχι διεύρυνση των ανισοτήτων μεταξύ των φορολογούμενων πολιτών και επιχειρήσεων.

Θα πρέπει, επίσης, να υπάρξουν αποτελεσματικότερες λύσεις στο πρόβλημα του ιδιωτικού χρέους, που αποτελεί μια μόνιμη «βόμβα» στα θεμέλια της πραγματικής οικονομίας. Η τελευταία ρύθμιση των 36 ή 72 δόσεων αφήνει ακάλυπτους πολλούς οφειλέτες, ενώ και η αναβίωση των 120 συνοδεύεται από προϋποθέσεις που αποκλείουν μεγάλο αριθμό οφειλετών. Είναι απαραίτητο να θεσπιστεί μια νέα ρύθμιση πολλών δόσεων για το σύνολο των οφειλών, με προσιτές προϋποθέσεις και το χαμηλότερο δυνατό επιτόκιο, ώστε να δοθεί ανάσα σε εκατοντάδες χιλιάδες επιχειρήσεις και να διατηρηθεί η ροή των εσόδων στα δημόσια ταμεία.

Επείγον ζήτημα είναι και η ενίσχυση της ρευστότητας κυρίως των μικρομεσαίων επιχειρήσεων, το 85% των οποίων παραμένει αποκλεισμένο από τον τραπεζικό δανεισμό. Οι πόροι του Ταμείου Ανάκαμψης και Ανθεκτικότητας και του ΕΣΠΑ μπορούν να έχουν ουσιαστικό ρόλο σε αυτή την προσπάθεια, ωστόσο o μέχρι τώρα σχεδιασμός των προγραμμάτων φαίνεται να ευνοεί τις μεγαλύτερες επιχειρήσεις. Πάγιο αίτημα της αγοράς είναι η αναμόρφωση των προγραμμάτων, με στόχο να μπορέσουν περισσότερες ενδιαφερόμενες μικρές επιχειρήσεις να αποκτήσουν πρόσβαση σε ενισχύσεις και σε ευνοϊκή δανειοδότηση, για να επενδύσουν σε στρατηγικούς για την ανάπτυξή τους τομείς: στον ψηφιακό μετασχηματισμό, στην εξωστρέφεια, στην ενσωμάτωση καινοτομιών, στην πράσινη μετάβαση.

Οι μικρομεσαίες επιχειρήσεις οφείλουν να βρεθούν στην αιχμή και όχι στο περιθώριο του παραγωγικού μετασχηματισμού της ελληνικής οικονομίας. Είναι ανάγκη στα επόμενα χρόνια να έχουμε νέες δράσεις, κίνητρα, χρηματοδοτικές λύσεις και σχήματα προσαρμοσμένα στα μεγέθη, στις τρέχουσες ανάγκες, αλλά και στις δυνατότητες της μικρής επιχείρησης. Χρειάζονται, επίσης, ολοκληρωμένα σχέδια για την ανασυγκρότηση της μεταποίησης και την ενδυνάμωση της εγχώριας βιοτεχνίας, για την αναβάθμιση των τουριστικών υπηρεσιών, την υποστήριξη της μετάβασης στο περιβάλλον του ηλεκτρονικού εμπορίου. Χρειάζεται βελτίωση του περιβάλλοντος καινοτομίας για τις μικρομεσαίες επιχειρήσεις, με άρση των εμποδίων χρηματοδότησης, δημιουργία τοπικών κόμβων καινοτομίας και ενίσχυση της δικτύωσης με την ερευνητική/ακαδημαϊκή κοινότητα. Χρειάζεται σοβαρή επένδυση στην αναβάθμιση των δεξιοτήτων του ανθρώπινου δυναμικού, με ποιοτικά προγράμματα κατάρτισης, επανακατάρτισης και πιστοποίησης γνώσεων, ώστε να διασφαλιστούν προϋποθέσεις ανταγωνιστικότητας για τις επιχειρήσεις και απασχολησιμότητας για τους εργαζόμενους. Παράλληλα είναι ανάγκη να συνεχιστεί ο ψηφιακός μετασχηματισμός του κράτους και κυρίως να προχωρήσει σε βάθος, ώστε να οδηγήσει σε λιγότερη γραφειοκρατία, απλούστερες διαδικασίες και πραγματικά καλύτερες υπηρεσίες για τον πολίτη και την επιχείρηση.

Ο δρόμος για την ενδυνάμωση της οικονομίας και της κοινωνίας παραμένει μακρύς και δύσκολος. Η κυβέρνηση που θα αναδειχθεί στις εκλογές της 25ης Ιουνίου, όποια κι αν είναι αυτή, δεν θα έχει την πολυτέλεια να χάσει ούτε μια μέρα.

Μέσα σε ένα αβέβαιο και ρευστό διεθνές περιβάλλον, χρειάζεται να δώσουμε μάχη για να διασφαλίσουμε τη βιωσιμότητα των επιχειρήσεων, να διατηρήσουμε την κοινωνική συνοχή και να δημιουργήσουμε όρους για ισχυρή, αλλά ταυτόχρονα διατηρήσιμη και δίκαιη ανάπτυξη στα επόμενα χρόνια. Μια ανάπτυξη με ευκαιρίες και οφέλη για τους πολλούς.