tuv-iso-logo tuv-iso-27001-logo

Γ. Χατζηθεοδοσίου στο “ΠΑΡΟΝ”: Εδώ και τώρα, σχέδιο για τη στήριξη του επιχειρείν

Άρθρο του Γιάννη Χατζηθεοδοσίου, Προέδρου του Επαγγελματικού Επιμελητηρίου Αθηνών και Επίτιμου Διδάκτορα του Πανεπιστημίου Πειραιά, στην εφημερίδα “ΤΟ ΠΑΡΟΝ” (31/03/2024).


Δύο ξεχωριστές έρευνες, που δημοσιοποιήθηκαν με χρονική διαφορά λίγων ημερών, δίνουν μια σαφή εικόνα για την κατάσταση στην αγορά.
Η πρώτη ήταν της εταιρείας Pulse RC, για λογαριασμό του Επαγγελματικού Επιμελητηρίου Αθηνών, η οποία ανέδειξε, μεταξύ άλλων, την απαισιοδοξία του 60% των ερωτηθέντων σχετικά με το μέλλον της ελληνικής οικονομίας. Σύμφωνα με άλλα συμπεράσματά της, για τη βιωσιμότητα του επαγγέλματός τους ανησυχούν περισσότεροι από τους μισούς ερωτηθέντες, ενώ έξι στους δέκα συνεχίζουν να βλέπουν ως βασικό πρόβλημα την ακρίβεια.
Η δεύτερη έρευνα ήταν του ΙΜΕ ΓΣΕΒΕΕ, σύμφωνα με την οποία 1 στις 2 επιχειρήσεις έχει μηδενικά ρευστά διαθέσιμα (25,5%) ή διαθέσιμα που επαρκούν το πολύ για έναν μήνα (25,1%), ενώ πάνω από το 30% των επιχειρήσεων έχει καθυστερημένες – ληξιπρόθεσμες υποχρεώσεις. Ένα άλλο ενδιαφέρον στοιχείο, που δείχνει και την ένταση των πληθωριστικών πιέσεων, είναι η κατά 35% μεσοσταθμική αύξηση του λειτουργικού κόστους των επιχειρήσεων.
Τα παραπάνω ευρήματα καταδεικνύουν τους φόβους των μικρομεσαίων, την αβεβαιότητα για το μέλλον τους και κυρίως την ανάγκη λήψης ουσιαστικών μέτρων στήριξης της επιχειρηματικότητας.
Πέρα από τις άμεσες ενέργειες που ως Επιμελητήριο θεωρούμε αναγκαίες για την υποχώρηση της ακρίβειας, όπως είναι η μείωση των έμμεσων φόρων σε βασικά αγαθά και η εντατικοποίηση των ελέγχων για την αποφυγή φαινομένων αισχροκέρδειας, κυρίως από τις μεγάλες πολυεθνικές, απαιτείται ένας ρεαλιστικός σχεδιασμός που θα στοχεύει στην ανάκαμψη των μικρομεσαίων επιχειρήσεων. Με δράσεις που θα εστιάζουν στη χρηματοδότηση περισσότερων επιχειρήσεων αυτού του μεγέθους, στην αντιμετώπιση του προβλήματος του ιδιωτικού χρέους μέσω νέας ρύθμισης, με πολλές δόσεις, για το σύνολο των οφειλών προς το Δημόσιο και στη μείωση του μη μισθολογικού κόστους. Επίσης, στη διευκόλυνση των επιχειρήσεων στην ψηφιακή τους μετάβαση, στην προσέλκυση σημαντικών επενδύσεων, στην ψηφιοποίηση του κράτους για να σταματήσει επιτέλους ο βραχνάς της γραφειοκρατίας, στον περιορισμό της φοροδιαφυγής αλλά και στη μείωση του χρόνου απονομής της δικαιοσύνης.
Από αυτόν τον σχεδιασμό δεν πρέπει να λείψει και η μέριμνα για την αξιοποίηση από πλευράς ΜμΕ των σύγχρονων τεχνολογικών εργαλείων και κυρίως των δυνατοτήτων που προσφέρει η τεχνητή νοημοσύνη. Είναι και αυτό ένα μεγάλο στοίχημα για το επιχειρείν, που πρέπει να προσαρμοστεί το ταχύτερο δυνατόν στα νέα δεδομένα.
Σε κάθε περίπτωση, πάντως, αυτό που είναι ξεκάθαρο σε όλους τους ανθρώπους της αγοράς είναι ότι χωρίς έναν ολοκληρωμένο σχεδιασμό για την ενίσχυση της ανταγωνιστικότητας των ελληνικών μικρομεσαίων επιχειρήσεων δεν μπορούμε να μιλάμε για σοβαρή βελτίωση του επιχειρηματικού κλίματος και ανάπτυξη της ελληνικής οικονομίας.