- 03/03/2023
Γ. Χατζηθεοδοσίου στο real.gr: «H ακρίβεια σαρώνει ενώ οι μισθοί εξαερώνονται»
Σε διαρθρωτικό πρόβλημα της ελληνικής οικονομίας και αγοράς εξελίσσεται η συνεχής αποδυνάμωση της αγοραστικής δύναμης των ελληνικών νοικοκυριών αλλά και η διεύρυνση των κοινωνικών ανισοτήτων μεταξύ αυτών που έχουν χαμηλομεσαία και υψηλά εισοδήματα.
Κι αυτό γιατί όπως δείχνουν και οι περισσότερες έρευνες, οι επιπτώσεις από τον Πόλεμο στην Ουκρανία, την ενεργειακή κρίση και τον πληθωρισμό έχουν πολλαπλασιαστικό αποτέλεσμα στα χαμηλότερα οικονομικά στρώματα, ενώ από ότι φαίνεται δεν επηρεάζουν στον ίδιο βαθμό τα πιο εύπορα νοικοκυριά που έχουν τρόπους να «αμυνθούν» απέναντι στις κρίσεις.
Το γεγονός αυτό αποδεικνύεται και από τα ευρήματα της έρευνας του ΙΜΕ ΓΣΕΒΕΕ, σύμφωνα με τα οποία το 30,1% των νοικοκυριών με εισόδημα έως 30.000 € δήλωσε πως το εισόδημά του μειώθηκε το 2022, έναντι 11% που δήλωσε ότι αυξήθηκε και 58,9% που δήλωσε ότι παρέμεινε σταθερό. Στον αντίποδα, το 22,7% των νοικοκυριών με εισόδημα άνω των 30.000 € δήλωσε πως το εισόδημα του αυξήθηκε, έναντι 16,7% που δήλωσε πως το εισόδημά του μειώθηκε και 60,6% που δήλωσε ότι παρέμεινε σταθερό.
Αυτό έχει αποτέλεσμα ακόμα και τα μεσαία εισοδήματα πλέον να επηρεάζονται αρνητικά καθώς σχεδόν 6 στα 10 νοικοκυριά (57,3%) δήλωσαν πως χρειάζεται να κάνουν περικοπές για να καλύψουν τα αναγκαία, ποσοστό σημαντικά αυξημένο σε σχέση τόσο με την έρευνα του 2021 (42,3%), όσο και με τις έρευνες του 2020 (47,9%) και του 2019 (48,7%). Επιπλέον, σταθερά υψηλό παραμένει το ποσοστό των νοικοκυριών που φαίνεται ότι διαβιοί σε συνθήκες ακραίας φτώχειας (11,9%).
Το ακόμα πιο ανησυχητικό στοιχείο της έρευνας όμως δεν είναι άλλο από την διαρκώς μειούμενη χρονική επάρκεια του εισοδήματος των νοικοκυριών για την κάλυψη των αναγκών τους μέσα στο μήνα.
Έτσι, σύμφωνα με τα στοιχεία της έρευνας, πάνω από ένα στα δύο νοικοκυριά δηλώνουν ότι το εισόδημα τους «σώνεται», κατά μέσο όρο την 18η ημέρα του κάθε μήνα. Και η εξέλιξη αυτή συνδέεται, κατά δήλωση τους, κυρίως με τις αυξήσεις των τιμών τόσο της ηλεκτρικής ενέργειας, όσο και των ειδών διατροφής οι οποίες αποτελούν για σχεδόν 6 στα 10 νοικοκυριά τις κατηγορίες που έχουν τη μεγαλύτερη αρνητική επίδραση στο εισόδημά τους.
Αυτό πρακτικά σημαίνει ότι τα νοικοκυριά αναγκάζονται στην πλειονότητα να προχωρούν από τα μισά σχεδόν του κάθε μήνα σε «παύση πληρωμών» μέχρι να μπει ο επόμενος μισθός.
Δηλαδή οι περισσότεροι Έλληνες είτε αναγκάζονται να ζουν σχεδόν τη μισή τους ζωή στερούμενοι βασικά αγαθά, όπως τρόφιμα, θέρμανση, ένδυση ή ακόμα και τις απλές μορφές ψυχαγωγίες, όπως ένα σινεμά, είτε δανείζονται υπερχρεώνοντας τις κάρτες τους και τα προσωπικά τους δάνεια με τα πολύ ακριβά επιτόκια που έχουν σήμερα διαμορφωθεί στην αγορά.
Και φυσικά τις μεγαλύτερες πιέσεις από αυτή τη συνεχή κατάρρευση του μέσου οικογενειακού διαθέσιμου εισοδήματος στην Ελλάδα, δεν δέχεται κανένας άλλος οικονομικός κλάδος όσο η μικρομεσαία επιχείρηση.
Γιατί αυτή είναι που στηρίζει το μεγαλύτερο ποσοστό των εσόδων της, στη δυνατότητα που έχουν τα νοικοκυριά να ξοδεύουν από το «περίσσευμα» τους.
Σήμερα όμως όχι απλά δεν υπάρχει τέτοιο «περίσσευμα» αλλά οι περισσότεροι βλέπουν τα λεφτά τους να τελειώνουν δύο εβδομάδες πριν τελειώσει ο μήνας. Και μέτρα όπως τα διάφορα «pass» και «καλάθια του νοικοκυριού» αποδεικνύεται ότι δεν ευνοούν πραγματικά κανέναν ούτε τους καταναλωτές ούτε φυσικά και την αγορά.
Η ελληνική οικονομία χρειάζεται μόνιμα και ουσιαστικά μέτρα τόνωσης της απασχόλησης και των μισθών, έτσι ώστε οι πολίτες να στέκονται στα πόδια τους με τις δικές τους δυνάμεις, αλλά και στήριξη των μικρομεσαίων επιχειρήσεων για να ορθοποδήσουν και να μπορούν να προσφέρουν τέτοιες θέσεις εργασίας.
Γιατί με συνεχή «μπαλώματα» και τη μετάθεση των πραγματικών λύσεων στο μέλλον για την… επόμενη κυβέρνηση, η καταστροφή έρχεται συνήθως (και δυστυχώς) εκεί που δεν την περιμένεις.