tuv-iso-logo tuv-iso-27001-logo

Νέες προβλέψεις για μεγαλύτερες αυξήσεις επιτοκίων απο την ΕΚΤ

Η πρόσφατη προειδοποίηση του μέλους του Διοικητικού Συμβουλίου της Ευρωπαϊκής Κεντρικής Τράπεζας Ίζαμπελ Σνάμπελ, ότι οι επενδυτές κινδυνεύουν να υποτιμήσουν το πόσο επίμονος θα είναι ο πληθωρισμός και την αντίδραση που απαιτείται για να τεθεί υπό έλεγχο, αποδείχθηκε προφητική. Σε χρόνο dt οι προσδοκίες της αγοράς για το πού θα πάνε τα επιτόκια άλλαξαν άρδην. Εκεί που υπήρχε εφησυχασμός ότι ο πληθωρισμός μειώνεται και η εκστρατεία σύσφιξης της κεντρικής τράπεζας τελειώνει, ήρθαν τα νέα δεδομένα από τον πληθωρισμό αλλά και την ανθεκτικότητα της οικονομίας να φέρουν τα πάνω κάτω στις προβλέψεις. Πλέον, επενδυτές και αναλυτές βλέπουν συνέχιση των αυξήσεων των επιτοκίων μέχρι το καλοκαίρι τουλάχιστον, με το τελικό επιτόκιο να εκτιμάται στο 3,75% με 4%, από 3,25%-3,5% που προβλεπόταν πριν. Αυτό θα έχει σημαντικές επιπτώσεις για την οικονομία −τα νοικοκυριά, τις επιχειρήσεις και τις ίδιες τις κυβερνήσεις− τόσο φέτος όσο και το 2024, δεδομένου ότι ο πλήρης αντίκτυπος του κύκλου σύσφιξης χρειάζεται 9-12 μήνες για να εκδηλωθεί.

Στο ρεκόρ του 4% τα επιτόκια

Πλέον οι επενδυτές εκτιμούν πως η ΕΚΤ θα αυξήσει τα επιτόκια σε επίπεδο-ρεκόρ φέτος και θα τα διατηρήσει, μάλιστα, υψηλά και το 2024. Τα νέα στοιχεία για τον πληθωρισμό σε Ισπανία, Γαλλία και Γερμανία, καθώς και για το σύνολο της Ευρωζώνης, ήταν απροσδόκητα ανησυχητικά.

Ο δείκτης τιμών καταναλωτή σημείωσε απροσδόκητη άνοδο τον Φεβρουάριο, κατά 7,2% στη Γαλλία σε ετήσια βάση, από 7% τον Ιανουάριο, και στο 6,1% στην Ισπανία, από 5,9% τον Ιανουάριο. Οι αναλυτές ανέμεναν ότι οι αυξήσεις των τιμών θα παρέμεναν αμετάβλητες, προβλέποντας πληθωρισμό στο 7% για τη Γαλλία και επιβράδυνση για την Ισπανία.

Οι τιμές καταναλωτή στη Γερμανία αυξήθηκαν κατά 9,3% σε ετήσια βάση, έναντι 9% που ανέμεναν οι αναλυτές και έναντι αύξησης 9,2% τον Ιανουάριο.

Στην Ευρωζώνη ο πληθωρισμός μετριάστηκε λιγότερο από το αναμενόμενο τον Φεβρουάριο, παρά τη ραγδαία χαλάρωση των τιμών της ενέργειας, ενισχύοντας τις ενδείξεις ότι οι πιέσεις στις τιμές είναι πιο επίμονες από ό,τι έχει εκτιμηθεί. Οι τιμές καταναλωτή αυξήθηκαν 8,5% τον Φεβρουάριο σε σύγκριση με τον ίδιο μήνα του προηγούμενου έτους, υποχωρώντας ελαφρά από ετήσια αύξηση 8,6% τον Ιανουάριο, ενώ οι εκτιμήσεις των αναλυτών τις είχαν τοποθετήσει στο 8,2%. Ωστόσο ο δομικός πληθωρισμός–ο οποίος αφαιρεί τις πιο ασταθείς κατηγορίες τροφίμων και ενέργειας και αποτελεί από τα βασικά δεδομένα που λαμβάνει υπόψη η ΕΚΤ στις αποφάσεις πολιτικής– επιταχύνθηκε στο 5,6% τον Φεβρουάριο, από 5,3% τον Ιανουάριο, φτάνοντας σε ιστορικό υψηλό.

Η ΕΚΤ έχει ήδη αυξήσει τα επιτόκια κατά 300 μονάδες βάσης από τον Ιούλιο, από το -0,5% στο 2,5%, στον ταχύτερο ρυθμό σύσφιξης της νομισματικής της πολιτικής που έχει καταγραφεί ποτέ, ενώ αναμένεται ευρέως ότι κατά τη συνεδρίαση στις 16 Μαρτίου θα προχωρήσει σε νέα αύξηση κατά 50 μ.β., καθώς οι πιέσεις στις τιμές παραμένουν υψηλές και η οικονομία έχει αποφύγει την ύφεση μέχρι στιγμής.

Ωστόσο, αντίθετα με ό,τι αναμενόταν πριν από μόλις μερικές εβδομάδες, που η αγορά αποτιμούσε μείωση του πληθωρισμού και, έτσι, έβλεπε το τέλος της σύσφιξης της ΕΚΤ την άνοιξη, πλέον τα νέα στοιχεία για τον πληθωρισμό αλλάζουν το σκηνικό.

Οι traders αλλά και οι ECB watchers αποτιμούν πλέον πως η ΕΚΤ θα ενισχύσει την επιθετική της στάση, καθώς τα “γεράκια” θα βρουν στήριξη στα επιχειρήματά τους για περισσότερες μεγάλες αυξήσεις λόγω του επίμονου πληθωρισμού και των βελτιωμένων προοπτικών της οικονομίας. Έτσι, εκτιμούν πως το τελικό επιτόκιο της ΕΚΤ θα κινηθεί στο 4% τουλάχιστον, και σε ιστορικό υψηλό, από 3,5% που προέβλεπαν πριν. Ο Φρέντερικ Ντουκρόζετ, επικεφαλής μακροοικονομικής έρευνας στην Pictet Wealth Management και γνωστός ECB watcher, προέβλεψε ότι τα επιτόκια της ΕΚΤ θα κορυφωθούν στο 3,5%, αλλά πρόσθεσε ότι η κεντρική τράπεζα θα μπορούσε “ακόμη να βρίσκεται σε κατάσταση σύσφιξης μέχρι τον Σεπτέμβριο και αυτό μπορεί τελικά να οδηγήσει το επιτόκιο καταθέσεων προς το 4%”.

Οι προβλέψεις των επενδυτικών οίκων

Οι επενδυτικοί οίκοι αλλάζουν και αυτοί τις προβλέψεις τους, με την Goldman Sachs να σημειώνει σε νέα έκθεσή της την περασμένη εβδομάδα πως αναμένει πλέον μια τέταρτη αύξηση των επιτοκίων κατά 50 μονάδες βάσης τον Μάιο, από 25 μ.β. που ανέμενε προηγουμένως, με το τελικό επιτόκιο της ΕΚΤ να διαμορφώνεται στο 3,75% μέχρι τον Ιούνιο (έναντι 3,5% πριν), ενώ εκτιμά ότι το Διοικητικό Συμβούλιο της ΕΚΤ θα διατηρήσει τα υψηλά επιτόκια μέχρι και το τέταρτο τρίμηνο του 2024.

Άλλωστε και ο επικεφαλής οικονομολόγος της ΕΚΤ, Φίλιπ Λέιν, δήλωσε σε συνέντευξή του στο Reuters ότι, όταν η ΕΚΤ σταματήσει τις αυξήσεις, ενδέχεται να διατηρήσει τα επιτόκια σε υψηλά επίπεδα για “αρκετά τρίμηνα”. Και το μέλος του διοικητικού συμβουλίου της ΕΚΤ, Ιγνάσιο Βίσκο, τόνισε πως “οι αυξήσεις πρέπει να συνεχιστούν”, ενώ ο πρόεδρος της Bundesbank, Χοακίμ Νάγκελ, διαμήνυσε πως η αύξηση των επιτοκίων του Μαρτίου δεν θα είναι η τελευταία, προσθέτοντας ότι “περαιτέρω σημαντικές αυξήσεις επιτοκίων μπορεί να είναι απαραίτητες στη συνέχεια”.

Στο 3,75% βλέπει πλέον (από 3,25% πριν) και η Deutsche Bank το τελικό επιτόκιο της ΕΚΤ, εκτιμώντας πως μετά την αύξηση κατά 50 μ.β. τον Μάρτιο η ΕΚΤ θα αυξήσει τα επιτόκια κατά 50 μ.β. και τον Μάιο, καθώς και κατά 25 μ.β. τον Ιούνιο, λόγω της πιο ανθεκτικής οικονομίας και αγοράς εργασίας, καθώς και της πιο επιθετικής ρητορικής των αξιωματούχων της κεντρικής τράπεζας.

Από την πλευρά της, η Capital Economics σημείωσε πως η αύξηση του δομικού πληθωρισμού τον Φεβρουάριο στην Ευρωζώνη θα ενισχύσει την πεποίθηση των υπευθύνων χάραξης πολιτικής της ΕΚΤ ότι χρειάζονται σημαντικές αυξήσεις επιτοκίων. Εδώ και αρκετό καιρό ο οίκος προέβλεπε μια αύξηση 50 μ.β. στη συνεδρίαση του Μαρτίου και άλλη μία ίδιου μεγέθους τον Μάιο. Ωστόσο πλέον εκτιμά πως περαιτέρω αυξήσεις και μετά τον Μάιο φαίνονται πλέον όλο και πιο πιθανές, με το τελικό επιτόκιο να αναμένεται πιθανότατα να κινηθεί υψηλότερα του 3,5%, που αποτελούσε τον έως τώρα στόχο της Capital Economics.

Τι σημαίνουν οι αυξήσεις των επιτοκίων για την αγορά και την οικονομία

Το βέβαιο είναι πως το μέγεθος των αυξήσεων των επιτοκίων που θα ακολουθήσουν μετά τον Μάρτιο θα εξαρτηθεί από τις προοπτικές του πληθωρισμού. Δεδομένου ότι κατά τη συνεδρίαση του Μαρτίου το προσωπικό της ΕΚΤ θα παρουσιάσει τις νέες προβλέψεις του για την οικονομία, αυτές θα είναι καθοριστικές για τις αποφάσεις του διοικητικού συμβουλίου.

Το βέβαιο επίσης είναι πως η επιθετικότητα της ΕΚΤ θα έχει σοβαρές επιπτώσεις στις αγορές και την οικονομία, με αναλυτές να προειδοποιούν πως δεν έχουν εκδηλωθεί ακόμη. Στα τέλη της δεκαετίας του 1990 και αρχές της δεκαετίας του 2000 υπήρχε μια ολόκληρη “βιομηχανία” οικονομολόγων που ερευνούσαν τον αντίκτυπο της νομισματικής πολιτικής.

Τα γενικά συμπεράσματα ήταν ότι έπειτα από ένα σοκ από τη νομισματική πολιτική:

– Το ΑΕΠ μειώνεται με τον μέγιστο αντίκτυπο αν εκδηλώνεται περισσότερο από έναν χρόνο μετά το σοκ.

– Ο πληθωρισμός τελικά πέφτει, αλλά μόνο αργά και κατά ένα μικρό ποσό.

– Τα επιτόκια αυξάνονται και παραμένουν υψηλά για κάποιο χρονικό διάστημα.

Όπως σημειώνει η Bank of America, το επικρατέστερο σενάριο είναι για υψηλότερα επιτόκια για μεγαλύτερο διάστημα, καθώς ο επίμονος πληθωρισμός και η ανανεωμένη επιθετικότητα των κεντρικών τραπεζών θα οδηγήσουν σε πιο αυστηρή σύσφιξη και αυξανόμενο κίνδυνο ύφεσης. Η ανάλυση της BofA δείχνει ότι ο πιστωτικός κύκλος, που καθοδηγείται από τη νομισματική πολιτική, είναι ο σημαντικότερος μοχλός του μακροοικονομικού κύκλου και ότι η νομισματική σύσφιξη συνήθως επηρεάζει την ανάπτυξη με 10 μήνες καθυστέρηση. Δεδομένου ότι η ΕΚΤ ξεκίνησε την αύξηση των επιτοκίων πριν από οκτώ μήνες, αυτό υποδηλώνει ότι η οικονομία τώρα πρόκειται να βιώσει έναν σημαντικό αντίθετο άνεμο από τη νομισματική σύσφιξη.

Και η ING πρόσφατα τόνισε πως θεωρητικά ή σύμφωνα με τα μακροοικονομικά μοντέλα χρειάζονται 9 έως 12 μήνες προτού η νομισματική πολιτική επηρεάσει περισσότερο την πραγματική οικονομία. Όταν η πολιτική είναι περιοριστική, αυτό οδηγεί σε αποδυνάμωση της οικονομικής δραστηριότητας. Συνεπώς, με την αύξηση των επιτοκίων κατά 300 μονάδες βάσης στην οποία έχει προχωρήσει μέχρι τώρα η ΕΚΤ, και με περισσότερες αυξήσεις να αναμένεται πως θα ακολουθήσουν, το ερώτημα δεν είναι “εάν” ο κύκλος σύσφιξης της ΕΚΤ θα επιβραδύνει την οικονομία της Ευρωζώνης, αλλά το “πότε”, τονίζει η ING.

Το σίγουρο είναι, όπως σημειώνει, πως η περιοριστική πολιτική θα έχει σημαντικό αρνητικό αντίκτυπο στην οικονομία φέτος. Το κύριο ερώτημα μετά τη συνεδρίαση του Μαρτίου θα είναι αν η ΕΚΤ θα περιμένει να δει τον αντίκτυπο της σύσφιξής της στην οικονομία ή αν θα συνεχίσει να αυξάνει τα επιτόκια μέχρι να αρχίσει να μειώνεται ουσιαστικά ο δομικός πληθωρισμός. Στην πρώτη περίπτωση, η ΕΚΤ θα μπορούσε να εξετάσει το ενδεχόμενο παύσης του κύκλου σύσφιξης και να αυξήσει τα επιτόκια εκ νέου στη συνεδρίαση του Ιουνίου. Στη δεύτερη περίπτωση, θα υπάρξουν συνεχείς αυξήσεις σε κάθε επόμενη συνεδρίαση, εκτιμά η ING. “Πιστεύουμε ότι η περιοριστική νομισματική πολιτική το 2023 θα είναι ο βασικός παράγοντας που θα εμποδίσει την οικονομία να ανακάμψει από την τρέχουσα ήδη αδύναμη δυναμική. Ενώ όλα τα βλέμματα είναι στραμμένα στην ενεργειακή κρίση αυτήν τη στιγμή, τα υψηλότερα επιτόκια θα είναι επίσης ένας σημαντικός παράγοντας για την παρεμπόδιση της ουσιαστικής ανάκαμψης. Αν και δεν βλέπουμε ακόμη το μεγαλύτερο μέρος του αντίκτυπου, η οικονομία της Ευρωζώνης θα φλερτάρει με μηδενική ανάπτυξη για το μεγαλύτερο μέρος του έτους, καθώς τα υψηλότερα επιτόκια ολοκληρώνουν τη μετάδοση στη ζήτηση”, καταλήγει η ING.

Το χτύπημα σε ΑΕΠ, τραπεζικό δανεισμό και αγορά κατοικίας

Από την πλευρά της, η HSBC εκτιμά ότι αυξήσεις επιτοκίων της ΕΚΤ, οι οποίες τον Μάρτιο θα φτάσουν τις 350 μ.β. συνολικά, θα έχουν σημαντικές επιπτώσεις στην οικονομία. Και με δεδομένο ότι οι αυξήσεις δεν θα σταματήσουν αυτόν τον μήνα, οι επιπτώσεις αναμένεται να είναι ακόμα ισχυρότερες.

Συνολικά, σύμφωνα με τις εκτιμήσεις της HSBC, το ΑΕΠ της Ευρωζώνης θα κινηθεί τουλάχιστον 4% χαμηλότερα το 2023 και το 2024, ως αποτέλεσμα των αυξήσεων των επιτοκίων της ΕΚΤ και μόνο, με το μεγαλύτερο χτύπημα στην οικονομία να σημειώνεται προς τα τέλη του 2023. Αυτό είναι σημαντικό, δεδομένου ότι η μακροπρόθεσμη τάση ανάπτυξης της Ευρωζώνης είναι μόλις στο 1%-1,5%. Από την άλλη πλευρά, οι 350 μ.β. αύξησης των επιτοκίων θα οδηγήσουν σε συνολική μείωση 1%-1,5% του πληθωρισμού.

Όπως εξηγεί η βρετανική τράπεζα, υπάρχουν πολλά κανάλια μέσω των οποίων η αυστηροποίηση της πολιτικής της ΕΚΤ επηρεάζει την οικονομία, αλλά ίσως το πιο σημαντικό στην Ευρωζώνη είναι μέσω του τραπεζικού δανεισμού. Στην Ευρωζώνη, περίπου 90% του χρέους των επιχειρήσεων βρίσκεται στις τράπεζες, με μόλις λίγο πάνω από το 10% να είναι χρέος που εκδίδεται στις αγορές. Η Τράπεζα της Γαλλίας εκτίμησε πρόσφατα ότι η αύξηση των επιτοκίων κατά 200 μονάδες βάσης ωθεί το κόστος δανεισμού των επιχειρήσεων σε σχετικά σύντομο χρονικό διάστημα, κατά 0,7% στη Γαλλία, 0,8% στη Γερμανία, 1,2% στην Ισπανία και 1,4% ποσοστιαίες μονάδες στην Ιταλία.

Επίσης, και η αγορά κατοικίας θα πληγεί. Το κόστος δανεισμού έχει ήδη αυξηθεί ραγδαία τόσο για τα νοικοκυριά όσο και για τις επιχειρήσεις σε ολόκληρη την Ευρωζώνη – τώρα είναι περίπου 3% και θα αυξηθεί περαιτέρω τους επόμενους μήνες, γεγονός που θα επιβαρύνει τις επενδύσεις. Η αγορά κατοικίας θα μπορούσε να είναι η πρώτη που θα επηρεαστεί. Οι εκτιμήσεις της ΕΚΤ που βασίζονται σε ιστορικά δεδομένα υποδηλώνουν ότι μια άνοδος κατά 1% στα επιτόκια των στεγαστικών δανείων οδηγεί σε πτώση των τιμών των κατοικιών κατά 5% έπειτα από δύο χρόνια και σε πτώση 8% στις επενδύσεις στην αγορά κατοικίας. Δεδομένου ότι οι επενδύσεις σε κατοικίες αντιπροσωπεύουν περίπου το 25%-30% του συνόλου του ακαθάριστου σχηματισμού κεφαλαίων στην Ευρωζώνη, ήδη ο αντίκτυπος της πρόσφατης σύσφιξης θα μπορούσε να είναι σημαντικός, οδηγώντας σε πτώση των επενδύσεων κατά περίπου 6%-8% τα επόμενα δύο χρόνια.

Οι ραγδαίες αυξήσεις επιτοκίων θα επηρεάσουν επίσης την ικανότητα των εταιρειών να μετακυλίσουν το χρέος τους, οδηγώντας σε αύξηση των εταιρικών πτωχεύσεων.

Τέλος, ένας άλλος σημαντικός δίαυλος μέσω του οποίου οι αυξήσεις των επιτοκίων επηρεάζουν την πραγματική οικονομία θα μπορούσε να είναι το κόστος δανεισμού του Δημοσίου και ο περιορισμένος δημοσιονομικός χώρος. Οι αποδόσεις των ομολόγων έχουν αυξηθεί πολύ από πέρυσι. Μια άνοδος των αποδόσεων κατά 100 μονάδες βάσης προσθέτει περίπου 0,2% του ΑΕΠ στο κόστος δανεισμού της Ευρωζώνης σωρευτικά με την πάροδό του. Αυτό θα μπορούσε να μειώσει σημαντικά τον διαθέσιμο δημοσιονομικό χώρο των κυβερνήσεων για τη στήριξη της ανάπτυξης.