tuv-iso-logo tuv-iso-27001-logo

Π. Κολλάρος: Άδικα και αναποτελεσματικά τα «λουκέτα» στις επιχειρήσεις

Η αντιμετώπιση της φοροδιαφυγής στην Ελλάδα προσκρούει στο διαρκές έλλειμμα εμπιστοσύνης ανάμεσα στους πολίτες και τις φορολογικές αρχές

Του Π.Κολλάρου οικονομικού επόπτη  ΕΕΑ

 

Η αντιμετώπιση της φοροδιαφυγής στην Ελλάδα προσκρούει στο διαρκές έλλειμμα εμπιστοσύνης ανάμεσα στους πολίτες και τις φορολογικές αρχές, το οποίο διευρύνθηκε και μετατράπηκε σε «χάσμα» λόγω της πολυετούς κρίσης και της εξαθλίωσης πολλών πληθυσμιακών ομάδων και εξαιτίας των φορομπηχτικών και άδικων πολιτικών που απορρέουν από τα Μνημόνια. Ως αποτέλεσμα, οι λύσεις που προτείνονται, «φιλτράρονται» πάντα όχι με στόχο το λεγόμενο «γενικό καλό», αλλά υπό το πρίσμα της οπτικής γωνιάς του εκάστοτε «παρατηρητή».

 

Εν προκειμένω, την επιβολή αυστηρότατων προστίμων, ακόμη και «λουκέτων», για την μη έκδοση αποδείξεων, διαφορετικά την αξιολογούν οι κυβερνώντες από το κουαρτέτο, αλλά και οι μισθωτοί και οι συνταξιούχοι από τους ίδιους τους επαγγελματίες που υφίστανται τις κυρώσεις. Από τη σκοπιά των επιχειρήσεων όμως έχει πολλές φορές διατυπωθεί με έντονο τρόπο η διαμαρτυρία τους , καθώς θεωρούν ότι η καταβολή των φόρων είναι άνιση και αυτό τις αδικεί κατάφωρα. Και αναφέρονται στο γεγονός πως εδώ και λίγα χρόνια, υπάρχει διαφορετική κλίμακα φόρου εισοδήματος ,ανάλογα με την πηγή του εισοδήματος.

 

Χαρακτηριστικό είναι το παράδειγμα με την απόκτηση ετήσιου εισοδήματος 5000 ευρώ για το 2015. Ο μισθωτός δεν πλήρωσε φόρο, όποιος είχε το ίδιο εισόδημα απο ενοίκια πλήρωσε 550 ευρώ, ενώ ο επαγγελματίας κατέβαλε περίπου 2000 ευρώ μαζί με το τέλος επιτηδεύματος και χωρίς την προκαταβολή φόρου.

 

Η κραυγαλέα αυτή ανισότητα έχει δημιουργήσει ένα αίσθημα κατάφωρης αδικίας σε πολλές μικρομεσαίες επιχειρήσεις και είναι πιθανόν μία από τις αιτίες που οδηγούν στην προσπάθεια αποφυγής πληρωμής των φόρων, καθώς το σύνολο της φορολογικής επιβάρυνσης δεν επιτρέπει σε πολλές από αυτές όχι την κερδοφορία που είναι το ζητούμενο, ούτε καν την επιβίωση.
Αυτό το αίσθημα δικαιοσύνης και ισότητας είναι που λείπει για να έχει αποτέλεσμα το κυνήγι της φοροδιαφυγής και όχι τα νέα επικοινωνιακά τρικ που πρόσφατα το κράτος έβαλε στη «φαρέτρα» του, όπως το κλείσιμο καταστημάτων και επιχειρήσεων όταν δεν εκδίδονται αποδείξεις.

 

Ας δούμε τη σχετική διάταξη λίγο πιο προσεκτικά: Η Γενική Γραμματεία Δημοσίων Εσόδων εξέδωσε απόφαση για κλείσιμο επιχειρήσεων όταν  διαπιστωθεί η μη έκδοση πλεον των 10 αποδείξεων η το ποσό που δεν εκδόθηκε υπερβαίνει τα 500 ευρώ. Δηλαδή, το μέτρο του κλεισίματος των επιχειρήσεων δεν αφορά επ’ ουδενί όλες τις περιπτώσεις που διαπιστώνεται η παράβαση της μη έκδοσης απόδειξης, παρά μόνο όταν συντρέχει τουλάχιστον η μια από τις παραπάνω 2 προϋποθέσεις.

 

Στην πράξη αυτό σημαίνει ότι το συνολικό πρόστιμο για τον μεγαλύτερο όγκο των επιχειρήσεων είναι 250 ευρώ συν το 50% του ΦΠΑ που έπρεπε να αποδοθεί.

 

Αυτό δημιουργεί βάσιμες αμφιβολίες για την αποτελεσματικότητα του μέτρου και το εύλογο ερώτημα :  «Πως θα γίνει ο έλεγχος σε καταστήματα όπου δεν υπάρχει επιτόπια κατανάλωση»;

 

Είναι φανερό πως για παρά πολλούς επαγγελματίες το μέτρο είναι ανώδυνο. Είτε πρόκειται για καταστηματάρχες με πολύ χαμηλό ύψος στις καθημερινές τους συναλλαγές, είτε για επιτηδευματίες που πληρώνονται με το πέρας της υπηρεσίας τους, οπότε πρακτικά είναι αδύνατο να ελεγχθούν για την έκδοση φορολογικών στοιχείων. Στις κατηγορίες αυτές ανήκουν κομμωτήρια,, φούρνοι, περίπτερα και άλλοι χώροι μικρο-λιανικής, όπου λόγω της προσφοράς ειδών σε χαμηλή τιμή δεν φοβούνται κλείσιμο του καταστήματος τους.

 

Για να συμβεί αυτό θα πρέπει οι ελεγκτές της εφορίας να κρύβονται έξω από την επαγγελματική τους εγκατάσταση και να έχουν την υπομονή και την τύχη να εντοπίσουν 10 πελάτες χωρίς απόδειξη ταυτόχρονα… Φυσικά, δεν υπάρχει περίπτωση να μην έχει ειδοποιηθεί ο επαγγελματίας για την διενέργεια του ελέγχου και να μην έχει λάβει τα μέτρα του για να αποφύγει το πρόστιμο και το «λουκέτο». Αλλά και σε ένα κατάστημα εστίασης που μπορεί να αναπτύξει μέχρι 9 τραπέζια δεν θα επιβληθεί η ποινή του κλεισίματος της επιχείρησης ακόμα και αν δεν έχει εκδώσει ούτε μία απόδειξη, ενώ το μέγιστο ποσό προστίμου από τον έλεγχο στη συγκεκριμένη επιχείρηση θα είναι 250 ευρώ.

 

Συν τοις άλλοις είναι γνωστό, κατακριτέο, αλλά και πολύ σύνηθες ότι σε πάρα πολλές περιπτώσεις η συναλλαγή χωρίς την έκδοση απόδειξης γίνεται με τη συναίνεση ή και την προτροπή του αγοραστή, αφού λαμβάνει ως «αντάλλαγμα» έκπτωση και εν τέλει πληρώνει λιγότερα, γνωρίζοντας πως αν πάρει την απόδειξη δεν θα του αποφέρει καμία μείωση φόρου, αντίθετα θα του μειώσει το διαθέσιμο εισόδημα. Αυτό εξηγεί όχι μόνο το λόγο που ο πολίτης παίρνει το μέρος του φοροφυγά επιχειρηματία και δεν ομολογεί την παράβαση, αλλά και το ότι η «κουλτούρα» της φοροδιαφυγής έχει διαποτίσει γενιές και γενιές Ελλήνων.

 

Αντί λοιπόν η Πολιτεία να θεσπίζει μέτρα αμφίβολης αποτελεσματικότητας και δικαιοσύνης θα μπορούσε να κάνει πολύ πιο εύκολα «συμμάχους» όλους τους πολίτες στη μάχη κατά της φοροδιαφυγής, δίνοντας τους σοβαρά κίνητρα. Ένα σύστημα φοροαπαλλαγών και άλλων «bonus» για τη συγκέντρωση αποδείξεων θα απέφερε σίγουρα μεγαλύτερα έσοδα για τα δημόσια ταμεία.

 

 

ΣΒ