tuv-iso-logo tuv-iso-27001-logo

Σελίδες ιστορίας: Οι πρώτες οργανώσεις επαγγελματιών του νέου Ελληνικού κράτους

Πριν την απελευθέρωση

Οι συντεχνίες βιοτεχνών, εμπόρων, τεχνιτών, επαγγελματιών επί Οθωμανικής Αυτοκρατορίας αποτέλεσαν μια μορφή αντιεξουσίας, μια αυτοδύναμη πολιτική και κοινωνική δύναμη στο εσωτερικό της καθώς προάσπιζαν τα οικονομικά και κοινωνικά κεκτημένα τόσο των μελών τους, όσο και ευρύτερων κοινοτήτων[1]. Η εξάπλωση του Ελληνισμού στη Βαλκανική, με το σχηματισμό μιας ισχυρής τάξης εμπόρων και βιοτεχνών, υπήρξε καθοριστική στην διαμόρφωση μιας διαβαλκανικής αστικής τάξης, η οποία και διαδραμάτισε σημαντικό ρόλο στην εθνική αφύπνιση.

Μετά την ανεξαρτησία

 Η Επανάσταση του 1821 και η κατοπινή περίοδος του αγώνα για την ανεξαρτησία αναχαίτισε όπως ήταν φυσικό την οικονομική δραστηριότητα στον ελλαδικό χώρο. Η γενικευμένη οικονομική απορρύθμιση συμπαρέσυρε τις συντεχνιακές οργανώσεις σε επαγγελματική και παραγωγική στασιμότητα, επεβίωσαν ωστόσο ως καθοριστικοί τροφοδότες των ενόπλων τμημάτων του μαχόμενου έθνους και πυρήνες του μετεπαναστατικού παραγωγικού ιστού.

Κατά την περίοδο της διοίκησης του Καποδίστρια (1827-1831) τη θέση των συντεχνιών σταδιακά άρχισαν να παίρνουν μικτά σωματεία, με αλληλοβοηθητικό, φιλεκπαιδευτικό και θρησκευτικό κυρίως χαρακτήρα. Σε καταστατικά της εποχής διαβάζουμε: «Σκοπός είναι η ίδρυσις κέντρου συνεργασίας και αδελφικής αρμονίας. Μέλη γίνονται οι καταστηματάρχαι και οι τεχνίται. Η αδελφότης διοικείται υπό του προέδρου αυτής, παρ’ ω υπάρχει εξαμελές γνωμοδοτικόν συμβούλιον. Ως πρώτον όργανον διοικήσεως τίθεται ο Πρόεδρος, όστις έχει και συγκεντρωτικά δικαιώματα. Διατηρούν αι εν λόγω οργανώσεις αλληλοβοηθητικόν χαρακτήρα και μόλις αρχίζουν να λαμβάνουν μορφήν επαγγελματικήν».[2] Όμως οι ενώσεις αυτές υπήρξαν βραχύβιες, αφενός μεν εξαιτίας των διαφορετικών συμφερόντων εργοδοτών και εργατών, αφετέρου δε ως απόρροια της εχθρικής πολιτικής του Καποδίστρια ως προς την αμιγή συντεχνιακή οργάνωση.[3]

Ιστορικά, το ελληνικό κράτος χαρακτηρίστηκε από τρεις κύριες φάσεις όσον αφορά τη θέση του απέναντι στη σωματειακή οργάνωση: την απαγό­ρευση, την ανοχή και την αναγνώριση.[4] Ενδεικτικά ο Ποινικός Νόμος του 1834 απαγόρευσε την ίδρυση σωματείων πολιτικού και θρησκευτικού περιε­χομένου. Στις πρώτες δεκαετίες ζωής του ανεξάρτητου Κράτους επιβίωσαν κάποιες συντεχνίες και αδελφότητες, όμως το πλαίσιο λειτουργίας τους ήταν ριζικά διαφορετικό. Στερημένες από τις ρυθμιστικές λειτουργίες επί της αγοράς και της παραγωγής που τους είχαν ανατεθεί από τους Οθωμανούς, λειτουρ­γούσαν περισσότερο ως άτυπες συλλογικότητες και χώροι κοινωνικοποίησης

ατόμων που ασκούσαν το ίδιο επάγγελμα.[5] Το δρόμο για την ίδρυση ανεξάρτη­των σωματειακών ενώσεων άνοιξε η Εθνική Συνέλευση του 1864. Το άρθρο 11 του νέου Συντάγματος αναγνώριζε το δικαίωμα του συνεταιρίζεσθαι κι απαγόρευε τον προληπτικό κρατικό έλεγχο, με εξαίρεση τις κοινές αστικές και εμπορικές εταιρείες: «Οι Έλληνες έχουν το δικαίωμα του συνεταιρίζεσθαι, τηρούντες τους νόμους του Κράτους, οίτινες όμως ουδέποτε δύνανται να υπαγάγωσι το δικαίωμα τούτο εις προηγούμενην της Κυβερνήσεως άδειαν». Ας σημειωθεί πάντως ότι σωματεία από το 1890 και έπειτα ελέγχονταν από το Υπουργείο Εσωτερικών, γεγονός που περιόριζε το πεδίο δραστηριοτήτων τους. Σε κάποιες περιπτώσεις ο έλεγχος είχε σαν αποτέλεσμα την ανάκληση της λειτουργίας τους, ακόμη και τη διάλυση σωματείων όταν διαπιστωνόταν ότι είχαν παραβιαστεί τα καταστατικά τους.[6]

Την εποχή εκείνη ιδρύθηκαν τα πρώτα ελευθέρως συγκροτημένα σωματεία ομότεχνων επαγγελματιών και βιοτεχνών. Ήταν διαταξικά και συσπείρωναν εργοδότες και μισθωτούς∙ η αναλογία εκπροσώπησης ποίκιλε ανάλογα το σωματείο. Η «Εταιρία των τυπογράφων και βιβλιοδετών “Γουτεμβέργιος”» με έδρα την Αθήνα (1868) υπήρξε η πρώτη επαγγελματική συντεχνία που απέκτησε καταστατικό και νομική υπόσταση. Θα ακολουθήσουν, μεταξύ άλλων, η «Συντεχνία των Κουρέων» Πατρών (1868), το «Σωματείο των Υποδηματοποιών» Πατρών (1871), η «Συντεχνία των Κουρέων» Αθηνών (1873), το «Σωματείο των σανδαλοποιών και σκυτοτόμων» Πύργου (1874), η «Συντεχνία των Υποδηματοποιών» Αθηνών (1880) η «Ένωσις των μαγείρων» Αθηνών (1882) και η «Εταιρία Αρτοποιών» Αθηνών (1883). Το τελευταίο πέμπτο του 19ου αιώνα, παράλληλα με την εκσυγχρονιστική προσπάθεια της κυβέρνησης Τρικούπη, σημειώνεται αύξηση του αριθμού των σωματείων, των οποίων η ίδρυση εγκρίθηκε από την κυβέρνηση. Τα σημαντικότερα από αυτά, για να περιοριστούμε στο χώρο του λεκανοπεδίου της Αττικής, υπήρξαν η «Εταιρία των οινοπαντοπωλών Αθηνών» (1887), η «Αδελφότης των Σιδηρουργών» (1888), η «Εταιρία του λαού “Ξυλουργός”» (1888), η «Εταιρία του Λαού “ο Αρτοποιός”» (1889), η «Συντεχνία γαλακτοπωλών Αθηνών και Πειραιώς» (1889), η «Αδελφότης Καφεπωλών» (1889), η «Αδελφότης ζαχαροπλαστών Αθηνών και Πειραιώς» (1890), η «Εταιρία κρεοπωλών Αθηνών» (1890), η «Αδελφότης ιχθυοπωλών» (1890), η «Αδελφότης Βυρσοδεψών» (1894).[7] Κύριοι θεματικές ενδιαφέροντος των συντεχνιών, όπως τεκμαίρεται από τα καταστατικά τους, ήταν κατά σειρά προτεραιότητας η αλληλοβοήθεια, η συνδικαλιστική δράση, η δημόσια παρέμβαση, η συνεταιριστική δραστηριότητα κ.ά.[8]

Κρεοπώλες στην κεντρική αγορά

Η ελληνική οικονομία του 19ου αιώνα δεν συγκροτήθηκε στη βάση ενός βιομηχανικού καπιταλισμού δυτικού τύπου. Ωστόσο, η αύξηση της παραγωγής, η επέκταση του εμπορίου, η μετανάστευση προς τις πόλεις, η βιοτεχνική και η βιομηχανική άνοδος, μαρτυρούν έναν διαρκή οικονομικό και κοινωνικό μετασχηματισμό. Ως τα μέσα της δεκαετίας του 1870 σημειώθηκε η πρώτη σχετικά σοβαρή προσπάθεια βιομηχανικής ανάπτυξης της χώρας. Βέβαια

στην πλειονότητα των περιπτώσεων πρόκειται για εμφάνιση μικρών βιοτεχνικών εργαστηρίων. Εκείνη την εποχή, άλλωστε, ο όρος «βιομηχανία» αφορούσε στο σύνολο της παραγωγικής διαδικασίας. Χαρακτηριστικά επαγγέλματα της περιόδου ήταν οι σιδεράδες, οι μυλωνάδες, οι αμαξάδες, οι ναυτικοί, οι ψαράδες, οι τεχνίτες διαφόρων ειδικοτήτων και οι μικρομαγαζάτορες. Συγχρόνως, την ίδια περίοδο επιταχύνονται οι ρυθμοί αστικοποίησης και σημειώνουν ταχεία αύξηση τα ποσοστά απασχόλησης στον τριτογενή τομέα. Μετά το 1875 σταδιακά αναδύεται ισχυρότερη η οικονομική τάξη των βιομηχάνων και των μεγαλέμπορων, χωρίς πάντως να είναι πάντα σαφής ο διαχωρισμός μεταξύ αυτών και της μεσαίας τάξης των επαγγελματοβιοτεχνών. Ωστόσο, η απόκλιση οικονομικών συμφερόντων καθιστούσε αδύνατη την δημιουργία κοινών φορέων των μεγαλοαστών και των μεσαίων στρωμάτων.[9]

Ο δημοσιονομικός ρεαλισμός και η ανάγκη για σταθεροποιητική αύξηση των δημοσίων εσόδων του Κράτους μορφοποιήθηκε με την κατ’ αρχήν κατάρτιση άμεσης φορολογίας. Για το χώρο των τεχνιτών και εμπόρων αυτή εξειδικεύτηκε με διάταγμα του Καποδίστρια τον Μάρτιο του 1830, το οποίο καθιέρωνε τον φόρο επιτηδεύματος. Σύμφωνα με αυτόν επιβαλλόταν η άμεση φορολογία των επαγγελματιών με κλίμακα 10% έως 25% και όχι βάσει του πραγματικού εισοδήματος, αλλά με κριτήριο την ιδιότητα ή το επάγγελμα, ενίοτε δε και τον τόπο άσκησής του. Προέβλεπε δε την πληρωμή σε χρήμα και όχι σε είδος. Ο φόρος επιτηδεύματος έμελλε να αποτελέσει ένα μόνιμο σημείο προστριβής με την κεντρική διοίκηση, σε σημείο που να καθορίζει από μόνο του ένα συνεχές κλαδικό πλαίσιο διεκδίκησης. Οι βιοτέχνες και επαγγελματίες, πριν ακόμα από την ευόδωση της κλαδικής τους συνένωσης, εμπέδωναν την ιδιαίτερη οικονομικοκοινωνική τους φυσιογνωμία μέσα από τις κινητοποιήσεις της με κυρίαρχο αίτημα τη φορολογική της ελάφρυνση. Σταθμό στην πρώιμη συνειδητοποίησή της αποτελεί ο θερμός Αύγουστος του 1857, όταν και πραγματοποιήθηκε στην Αθήνα η πρώτη απεργιακή κινητοποίηση διαρκείας στην ιστορία των επαγγελματιών με μεγάλη και αντιπροσωπευτική συμμετοχή βιοτεχνών, αλλά και εργατών. Επίσης, την ίδια δεκαετία του 1850 σημειώνονται κινητοποιήσεις επαγγελματικών κατηγοριών (αρτοποιοί, κρεοπώλες κ.ά.) εκδηλώνοντας την αντίθεσή τους στις διατιμήσεις των πωλούμενων προϊόντων.[10] Θα ακολουθήσουν και άλλες διαμαρτυρίες τις επόμενες δεκαετίες εναντίον φορολογικών μέτρων, περιορισμών στην διάθεση εμπορευμάτων, τον τρόπο ρύθμισης του ωραρίου καταστημάτων κ.ά.

Είχε πια καταστεί φανερή η ανάγκη συγκρότησης ενός συντονιστικού οργάνου που θα καθοδηγούσε το υπάρχον δίκτυο συντεχνιών και σωματείων και θα λειτουργούσε ως ιμάντας προώθησης των επιμέρους διεκδικήσεων. Έπειτα από μερικά αποτυχημένα ενωτικά εγχειρητικά, τον Ιανουάριο του 1891 συνήλθαν σε Γενική Συνέλευση οι πρόεδροι εικοσιτριών αθηναϊκών συντεχνιών. Αποτέλεσμα της συνάντησης υπήρξε η σύσταση του «Συνδέσμου των Συντεχνιών». Στόχοι του ήταν η «ίδρυση κέντρου συνεργασίας και αδελφικής αρμονίας», η «περιφρούρηση και προστασία των ευρισκόμενων στην Αθήνα Συντεχνιών», καθώς και την ανέγερση συνδεσμικού καταστήματος στην πρωτεύουσα. Μέλη του Συνδέσμου μπορούσαν να γίνουν μόνο πρόεδροι συντεχνιών. Εκλέχτηκε πενταμελής επιτροπή, την προεδρία της οποίας ανέλαβε ο πρόεδρος των καφεπωλών Δ. Κανέλλης και τη θέση του γενικού γραμματέα ο Β. Αλβάνωφ, πρόσωπο αναμεμιγμένο στην ίδρυση δεκάδων συντεχνιών και αδελφοτήτων.[11] Αρκετά γρήγορα ο Σύνδεσμος έδειξε σημάδια αποδιοργάνωσης εξαιτίας πολιτικών και προσωπικών διαφορών. Οι αλλεπάλληλες προσπάθειες ανασυγκρότησης δεν επέλυσαν τα οργανωτικά προβλήματα. Ωστόσο, παρά την αδυναμία συγκρότησης και ικανοποιητικής λειτουργίας ενός συντονιστικού οργάνου, στη διάρκεια των επόμενων ετών οι συντεχνίες πολλαπλασίασαν τις παρεμβάσεις τους στη δημόσια σφαίρα μέσω ποικίλων κινητοποιήσεων και της συμμετοχής υποψηφίων από τους κόλπους της στις δημοτικές εκλογές.

Πηγή: Αρχείο ΓΣΕΒΕΕ

Φώτο: Αρχείο Ε.Λ.Ι.Α.

Β

 

[1] Κοντογιώργης, ό.π., σ.165.

[2] Χρ. Καραμούζης & Στ. Π. Ευστρατίου, Επαγγελματικόν Ημερολόγιον του 1930, Εν Αθήναις: «Ακαδημαϊκόν», 1930, σ.25.

[3] Χ. Γκούτος, Ο Συνδικαλισμός στο ελληνικό κράτος 1834-1914, Αθήνα: 1988, σ.64.

[4] Στο ίδιο, σ.15.

[5] Ν. Ποταμιάνος, Η παραδοσιακή μικροαστική τάξη της Αθήνας. Μαγαζάτορες και βιοτέχνες 1880-1925, αδημοσίευτη διδακτορική διατριβή, Ρέθυμνο: Παντεπιστήμιο Κρήτης, 2011, σ.248-251.

[6] Γκούτος, ό.π.,σ.232-233, 247.

[7] Στο ίδιο, σ.68-76∙ Ποταμιάνος, ό.π., σ.255-257.

[8] Ποταμιάνος, ό.π., σ.283-307.

[9] Δ. Α. Ζώτος, Η οργάνωσις της επαγγελματικής και βιοτεχνικής τάξεως εν Ελλάδι, έκδ. Επαγγελματικού Τμήματος Επιμελητηρίου Πειραιώς: [Πειραιεύς], 1925, σ.22-23.

[10] Στο ίδιο, σ.588.

[11] Παλιγγενεσία 1/12/1895· Ποταμιάνος, ό.π., σ.832, 834-836.