tuv-iso-logo tuv-iso-27001-logo

Σχόλιο.Έρχονται μεγάλες επενδύσεις σε «νεκροταφεία» μικρών επενδύσεων;

Κατά πόσο η καταστροφή των μικρών επιχειρήσεων είναι κίνητρο και όχι αντικίνητρο προσέλκυσης μεγάλων επενδύσεων

Η ιδέα ότι η κυβέρνηση υλοποιεί, με την άμεση πίεση της τρόικας και μεγάλων πολυεθνικών, ένα σχέδιο αφανισμού μεγάλου μέρους των μικρομεσαίων επιχειρήσεων, είναι όχι μόνο διαδεδομένη αλλά και πρακτικώς διαπιστωμένη.

 

Δεν είναι ανάγκη να αναφέρουμε αναλυτικά  τον τρόπο και τη μεθοδολογία της λεγόμενης «απελευθέρωσης επαγγελμάτων» και της σκληρής φορολόγησης  για να το αποδείξουμε . Αρκεί να παρατηρήσουμε ότι γίνονται «εκδικητικά» και χωρίς κανένα αναπτυξιακό σχέδιο αξιοποίησης των παραγωγικών δυνάμεων αυτών των επαγγελμάτων σε ένα ανώτερο επίπεδο παραγωγικότητας, και με μια παγερή πολιτική αδιαφορία για το ανθρώπινο δυναμικό που θα πεταχτεί στην ανεργία.

 

Το σχέδιο αυτό επιχειρεί να πείσει τις πολυεθνικές ότι στο ανταγωνιστικό και θεσμικό πεδίο υπάρχει ένα νεκροταφείο μικρών επιχειρήσεων  και το έδαφος είναι γι αυτούς ανοικτό, σαν μια οικονομική «Σαχάρα» χωρίς μικρούς ανταγωνιστές. Πόσο όμως αυτό αποτελεί κίνητρο και όχι αντικίνητρο για μεγάλες επενδύσεις;

 

Φαινομενικά στο μυαλό ενός αδαούς ή ενός πολιτικού που υλοποιεί το σχέδιο αφανισμού των μικρομεσαίων επιχειρήσεων, αποτελεί ακριβώς τον ορισμό του κινήτρου προσέλκυσης επενδύσεων. Στο μυαλό όμως ενός μεγάλου επιχειρηματία δεν είναι παρά ένα νεκρό έδαφος το οποίο καλείται να καταβάλει τεράστια έξοδα για να το καλλιεργήσει, να ανθίσει και κατόπιν να αποκομίσει κέρδη. Γιατί όμως να το κάνει αυτό όταν σε άλλες οικονομίες βρίσκει το οικονομικό έδαφος σε πλήρη άνθιση που του δίνει τη δυνατότητα να μπει σε ένα συμφέροντα και αποδοτικό ανταγωνισμό; Αν δεν ήταν έτσι οι επενδύσεις θα πήγαιναν σε οικονομίες που ισοπεδώνονται οι μικρομεσαίες επιχειρήσεις. Βλέπουμε όμως να πηγαίνουν κυρίως εκεί που καλύπτουν σημαντικό μέρος της οικονομίας.

 

Είναι γνωστά τα εμπόδια προσέλκυσης των επενδύσεων στην Ελλάδα, όπως η γραφειοκρατία, η πολιτική αστάθεια, η διαφθορά, η χαμηλή παραγωγικότητα, οι υποδομές, η αποδοτικότητα της Δημόσιας Διοίκησης  κλπ,  (η πραγματική φορολογία των ΑΕ και το εργατικό κόστος, παρότι τα επικαλούνται, δεν αποτελούν στην πραγματικότητας εμπόδια για επενδύσεις έντασης κεφαλαίου).

 

Σε αυτά τα εμπόδια θα προσθέσουμε ένα νέο εμπόδιο που θα αρχίσει να αναφαίνεται μόλις η ύφεση φτάσει στο κατώτατο επίπεδο και αρχίσει μια αναιμική ανάπτυξη. Τότε όλες οι προσπάθειες ανάπτυξης θα σκοντάφτουν στην έλλειψη και μικρών και  μεγάλων επενδύσεων οι οποίες θα είναι πλήρως προσαρμοσμένες στα νέα δεδομένα «μετά την κρίση». Σε καμία περίπτωση όμως μεγάλη επένδυση, πλην κερδοσκοπικών που στοχεύουν σε «ληστεία» υπάρχοντος υποτιμημένου πλούτου, δεν θα έρθει να εγκατασταθεί στη χώρα τη στιγμή που η οικονομία της δεν «δοκιμάζεται», από πριν αποδοτικά, στις μικρές επενδύσεις. Έτσι το όνειρο για μεγάλες επενδύσεις σε μια «Σαχάρα» μικρών επενδύσεων είναι όχι μόνο «Όνειρο θερινής νυκτός» αλλά και μία επικίνδυνη πρακτική υπανάπτυξης  για το μέλλον της χώρας στην «οικονομία μετά την κρίση.

 

Για να γίνει καλύτερα κατανοητό αυτό, πρέπει να πούμε ότι οι μεγάλοι επενδυτές δεν υπολογίζουν μόνο κατά πόσο η φορολογία, το εργατικό κόστος και η Δημόσια Διοίκηση είναι ελκυστικές αλλά και κατά πόσο η επένδυση θα πέσει σε οικονομικό έδαφος που διαθέτει μηχανισμούς αποδοτικής λειτουργίας και αύξησης της αξιοποίησής της.

 

Ένας επενδυτής θα υπολογίσει με ακρίβεια κατά πόσο θα μπορεί να δώσει υπεργολαβίες σε μικρομεσαίες με ποιοτικά και οικονομικά στάνταρ, κατά πόσο οι μεταφορείς θα είναι αξιόπιστοι, κατά πόσο το λιανεμπόριο έχει εκσυγχρονιστεί και δεν έχει καταστραφεί, κατά πόσο οι βιοτεχνίες υπάρχουν και μπορούν να αφομοιώσουν σύγχρονες τεχνολογίες και κατά πόσο οι υποδομές και οι επιχειρήσεις υπηρεσιών μπορούν να στηρίξουν την επένδυση.

 

Όλους αυτούς τους υπολογισμούς όμως ο μεγάλος επενδυτής δεν τους κάνει αυθαίρετα αλλά στη βάση των αναγκαίων συμπληρωματικών λειτουργιών μιας εθνικής οικονομίας για την αύξηση της αποδοτικότητας της επένδυσής του.

 

Κάθε επενδυτής υπολογίζει, σε σημαντικό βαθμό, κατά πόσο θα μπορέσει να θέσει στην υπηρεσία του πολλά μικρά κεφάλαια χωρίς ο ίδιος να επενδύσει σε αυτά. Υπολογίζει δηλαδή την επένδυση των άλλων για λογαριασμό του. Έτσι αν καταφέρει να θέσει στην υπηρεσία του μικρές επιχειρήσεις που το κεφάλαιό τους αντιστοιχεί σε σημαντικό μέρος της δικής του επένδυσης, πχ στο 30%, έχει πετύχει αυτομάτως όχι μόνο να απαλλαγεί το κεφάλαιό του από αυτό το κόστος αλλά προσαυξάνει το κεφάλαιό του κατά 30%! Με μια μικρή παραχώρηση κέρδους αποφεύγει επενδύσεις σε τομείς που η μεγάλη επένδυση είναι εξ ορισμού λιγότερο εξειδικευμένη και αποδοτική από τη μικρή και τελικά ζημιογόνα. Στην ουσία δηλαδή προσαυξάνει το δικό του κεφάλαιο με πολύ μικρότερο κόστος από το αν το έκανε μόνος.

 

Το ερώτημα λοιπόν που τίθεται στην κυβέρνηση που θεωρεί ότι με την «εκκαθάριση» του εδάφους από τις μμε θα έρθουν μεγάλες επενδύσεις είναι, κατά πόσο αυτή η πολιτική αυτή θα προσελκύσει  μεγάλες επενδύσεις και δεν θα λειτουργήσει ακριβώς αντίθετα, δηλαδή στη αποτροπή των μεγάλων επενδύσεων; Θα πρέπει να καταλάβει η κυβέρνηση ότι αυτό που θεωρεί σήμερα εμπόδιο στις μεγάλες επενδύσεις μόλις έρθει η ώρα της ανάκαμψης και των επενδύσεων θα είναι προϋπόθεση των μεγάλων επενδύσεων.

 

Πόσο σκέφτονται οι κυβερνώντες και τα οικονομικά επιτελεία μακροπρόθεσμα για να θέσουν από τώρα τα θεμέλια μιας νέας αναπτυξιακής πορείας διαφυλάσσοντας και αναπτύσσοντας μια από τις προϋποθέσεις της ανάκαμψης και τις ανάπτυξης, τις μικρομεσαίες επιχειρήσεις και τις μικρές επενδύσεις;

 

 

Σ.Β.