tuv-iso-logo tuv-iso-27001-logo

ΤτΕ: Η κατάσταση της οικονομίας εν μέσω πανδημίας

Η Ενδιάμεση Έκθεση της Τράπεζας της Ελλά­δος για τη Νομισματική Πολιτική, η οποία εκδόθηκε πρόσφατα,  περιγράφει ρεαλιστικά την κατάσταση που έχει διαμορφωθεί εν μέσω πανδημίας covid19 και μετά από μια 10ετή οικονομική κρίση. Και αυτή η κατάσταση δεν είναι καλή. Οι κίνδυνοι χειροτέρευσης παραμονεύουν. Ωστόσο προβάλει και η ευκαιρία νέας ανάπτυξης αφού τιθασευτεί ο ιός.

Ειδικότερα:

Η πανδημία του κορωνοϊού (COVID-19), εκτός από τις πολύ σοβαρές υγειονομικές και κοινωνικές επιπτώσεις στο σύνολο του πληθυσμού και κυρίως στις πλέον ευά­λωτες ομάδες, ανέκοψε και την ανάκαμψη της ελληνικής οικονομίας που είχε ξεκινήσει το 2017.

Η ελληνική κυβέρνηση, με το ξέσπασμα της πανδημίας, προχώρησε άμεσα στη λήψη μέτρων για την προστασία των επιχειρήσεων και των εργαζομένων, ενώ και οι ευρω­παϊκές αρχές αντέδρασαν έγκαιρα και αποφασιστικά, αμβλύνοντας έτσι τον αντίκτυπο στην οι­κονομική δραστηριότητα.

Ωστόσο, η αναζωπύρωση της πανδημίας αύξησε την αβεβαιότητα ως προς τη διάρκεια και την έντασή της. Ως εκ τούτου, και με γνώμονα τη διασφάλιση της δημόσιας υγείας, αποφασίστηκε το Νοέμβριο εκ νέου η λήψη γενικευμένων μέτρων περιορισμού της οικονομικής και κοινωνικής ζωής. Τα νέα γενικευμένα μέτρα, τα οποία είναι ακόμη σε ισχύ, εκτιμάται ότι θα επιδεινώσουν την πορεία της ελληνικής οικονομίας το δ’ τρίμηνο και θα οδηγήσουν σε βαθύτερη ύφεση για το σύνολο του 2020. Η αβεβαιότητα θα συνεχιστεί και στις αρχές του επόμενου έτους, έως ότου υπάρξει ταχεία παραγωγή και διάθεση του εμβολίου στο ευρύ κοινό. Εντούτοις, οι προοπτικές της ελληνικής οικονομίας αναμένονται θετικές συνολικά για την περίοδο 2021-2022, λόγω και της αξιοποίησης των πόρων του ευρωπαϊκού μέσου ανάκαμψης Next Generation EU (NGEU).

Το 2020 υιοθετήθηκε σειρά έκτακτων και στοχευμένων δημοσιονομικών παρεμβάσεων με σκοπό το μετριασμό των επιπτώσεων της πανδημίας στην οικονομική δραστηριότητα. Η έντονα επεκτατική δημοσιονομική πολιτική έχει ως αποτέλεσμα τη μεταστροφή του δημοσιονομικού αποτελέσματος της γενικής κυβέρνησης σε έλλειμμα το 2020 και, σε συνδυασμό με τη μεγάλη ύφεση και τον αποπληθωρισμό, τη σημαντική αύξηση του δημόσιου χρέους ως ποσοστού του ΑΕΠ. Οι δημοσιονομικές παρεμβάσεις, εφόσον παραμείνουν στοχευμένες και δεν λάβουν μό­νιμο χαρακτήρα, δεν αναμένεται να υπονομεύσουν τη μεσοπρόθεσμη βιωσιμότητα του δημό­σιου χρέους, χάρη στα ευνοϊκά χαρακτηριστικά του όπως η σύνθεση και το προφίλ αποπληρωμών του.

Την επαύριο της πανδημίας, καθώς η οικονομία θα επανέρχεται σε θετικούς ρυθμούς ανάπτυ­ξης, κύριο μέλημα θα πρέπει να είναι η αποκατάσταση της δημοσιονομικής ισορροπίας. Πα­ράλληλα όμως, η οικονομική πολιτική θα πρέπει να συμβάλει στην ανάταξη της ελληνικής οικονομίας με την προώθηση των διαρθρωτικών μεταρρυθμίσεων με έμφαση στις επενδύσεις.

Οι εξελίξεις στην αγορά κεφαλαίων και ιδιαιτέρως στην αγορά ομολόγων είναι θετικές, όπως προκύπτει από την πρόσφατη αναβάθμιση του αξιόχρεου της Ελλάδος από τον οίκο αξιολόγη­σης Moody’s, τη σημαντική υποχώρηση των αποδόσεων των ελληνικών κρατικών και εταιρικών ομολόγων και τη σταθερή πρόσβαση του Ελληνικού Δημοσίου στις διεθνείς αγορές για άντληση

 

χρηματοδοτικών πόρων. Σε αυτό συνέβαλε καθοριστικά η αποδοχή των ελληνικών κρατικών ομολόγων στο έκτακτο πρόγραμμα αγοράς τίτλων λόγω της πανδημίας (Pandemic Emergency Purchase Programme – PEPP) της Ευρωπαϊκής Κεντρικής Τράπεζας (ΕΚΤ) και ως εξασφαλί­σεων στις πράξεις αναχρηματοδότησης των τραπεζών από το Ευρωσύστημα.

Επιπλέον, η ρευστότητα των ελληνικών τραπεζών βελτιώθηκε, κυρίως ως αποτέλεσμα των πα­ρεμβάσεων της ΕΚΤ μέσω των στοχευμένων πράξεων πιο μακροπρόθεσμης αναχρηματοδό­τησης των τραπεζών (TLTROs) και των παρεμβάσεων της Πολιτείας και των εποπτικών αρχών. Θετικά επέδρασε και η αύξηση των καταθέσεων. Ωστόσο, ο λόγος των μη εξυπηρετούμενων δανείων (ΜΕΔ) προς το σύνολο των δανείων παραμένει πολύ υψηλός, πολλαπλάσιος του ευ­ρωπαϊκού μέσου όρου, ενώ η πανδημία αναμένεται να πλήξει περαιτέρω την ποιότητα των δα­νειακών χαρτοφυλακίων των τραπεζών. Παρά τις σημαντικές θεσμικές αλλαγές που έχουν γίνει τόσο το 2020 όσο και τα προηγούμενα χρόνια, όπως η ενεργοποίηση του μηχανισμού “Ηρα­κλής” και η αναμόρφωση του πτωχευτικού δικαίου, απαιτούνται πρόσθετες λύσεις για τη ριζικό­τερη μείωση των ΜΕΔ. Για το λόγο αυτό, η Τράπεζα της Ελλάδος προτείνει τη σύσταση εταιρίας διαχείρισης στοιχείων ενεργητικού (Asset Management Company – AMC). Η εν λόγω πρόταση προσφέρει τη δυνατότητα για ανάταξη του τραπεζικού συστήματος με πλήρη εξυγίανση του ισο­λογισμού των ελληνικών τραπεζών, αντιμετωπίζοντας ταυτόχρονα το πρόβλημα των ΜΕΔ και της αναβαλλόμενης φορολογικής απαίτησης (DTC).

Η πανδημία του κορωνοϊού έχει οδηγήσει σε μια βαθιά ύφεση την παγκόσμια και την ευρωπαϊκή οικονομία. Τα συντονισμένα μέτρα στήριξης που έχουν ληφθεί σε εθνικό, ευρωπαϊκό και παγ­κόσμιο επίπεδο και αφορούν τη δημοσιονομική και τη νομισματική πολιτική αλλά και το τραπε­ζικό σύστημα έχουν αμβλύνει έως ένα βαθμό τις επιπτώσεις της πανδημίας. Η δημοσιονομική και η νομισματική πολιτική θα πρέπει, ωστόσο, να παραμείνουν επεκτατικές έως ότου η ευρω­παϊκή οικονομία επανέλθει σε σταθερή αναπτυξιακή τροχιά. Μια πρώιμη άρση των μέτρων στή­ριξης θα καθυστερούσε την ανάκαμψη.

Η υγειονομική κρίση αφήνει βαρύ αποτύπωμα στην ελληνική οικονομία και κοινωνία, ενώ επι­τείνει σημαντικά κάποια από τα προβλήματα που αντιμετώπιζε η Ελλάδα μετά τη δεκαετή κρίση χρέους. Παρ’ όλα αυτά, οι κρίσεις γεννούν ευκαιρίες. Έτσι λοιπόν και τώρα, με την κρίση του κορωνοϊού δίνεται η ευκαιρία στην ελληνική οικονομία για τον πλήρη μετασχηματισμό της. Κα­θοριστικό ρόλο θα διαδραματίσει η αξιοποίηση των κονδυλίων του ευρωπαϊκού μέσου ανάκαμ­ψης, τα οποία προορίζονται για αναπτυξιακές δράσεις, με σημαντικότερες αυτές που αφορούν τη μετάβαση στην πράσινη ενέργεια, την εξοικονόμηση ενέργειας, τον ψηφιακό μετασχηματισμό του δημόσιου τομέα και της οικονομίας γενικότερα, καθώς και τη θωράκιση του τομέα της υγείας. Η αποτελεσματική απορρόφηση των κονδυλίων σε ωφέλιμες οικονομικά και κοινωνικά χρήσεις και σε έργα υψηλής προστιθέμενης αξίας, σε συνδυασμό με την υλοποίηση των απα­ραίτητων διαρθρωτικών μεταρρυθμίσεων, θα συντείνει ώστε η χώρα να κάνει τη μετάβαση σε ένα νέο, εξωστρεφές και βιώσιμο αναπτυξιακό πρότυπο. Οι πολιτικές δυνάμεις του τόπου θα πρέπει να διασφαλίσουν ότι δεν θα χαθεί αυτή η ευκαιρία για την Ελλάδα, καθώς και ότι μεσο­πρόθεσμα, όταν η ανάκαμψη της οικονομίας επανέλθει σε στέρεη βάση, θα αποκατασταθεί η δημοσιονομική ισορροπία.

Β