tuv-iso-logo tuv-iso-27001-logo

Εισπράξιμο μόλις το 20% των ληξιπρόθεσμων

για την ΑΑΔΕ «ξεγραμμένα» θεωρούνται χρέη άνω των 80 δισ. ευρώ, που αντιστοιχούν περίπου στο 50% του ΑΕΠ

Κινητικότητα για την είσπραξη μέρους των ληξιπρόθεσμων χρεών προς το Δημόσιο, τα οποία θεωρούνται εισπράξιμα και κυμαίνονται μεταξύ των 17 δισ. και 20 δισ. ευρώ, επικρατεί  στο «στρατηγείο» της Ανεξάρτητης Αρχής Δημοσίων Εσόδων.
Όπως αναφέρει το σχετικό δημοσίευμα της εφημερίδας "Ναυτεμπορική", αν και το σύνολο των ληξιπρόθεσμων οφειλών βρίσκεται μια ανάσα από το ψυχολογικό φράγμα των 100 δισ. ευρώ, για την ΑΑΔΕ «ξεγραμμένα» θεωρούνται χρέη άνω των 80 δισ. ευρώ, που αντιστοιχούν περίπου στο 50% του ΑΕΠ, καθώς είναι αδύνατο να εισπραχθούν, αφού ουσιαστικά πρόκειται για απαιτήσεις που χαρακτηρίζονται ανεπίδεκτες είσπραξης. 
Αξίζει να σημειωθεί ότι η εκκαθάριση του αρχείου των ληξιπρόθεσμων είναι μνημονιακή υποχρέωση, καθώς το οικονομικό επιτελείο έχει ήδη δεσμευτεί να ανανεώνει τακτικά τον σχετικό «φάκελο», προκειμένου να διαπιστώνεται άμεσα ποια από αυτά είναι εισπράξιμα που είναι δύσκολο να εισπραχθούν και ποια «χάνονται».
Θα πρέπει βέβαια να υπογραμμιστεί ότι τα χρέη που θα κριθούν μη εισπράξιμα δεν θα διαγραφούν, αλλά οι εφορίες θα τα κατατάξουν σε άλλο «αρχείο» με στόχο να συνεχίσουν να τα διεκδικούν, αναζητώντας περιουσιακά στοιχεία των οφειλετών.
Το σίγουρο όμως είναι ότι μεγάλος μέρος του εισπρακτικού μηχανισμού θα απεμπλακεί από την αναζήτηση «χαμένων» χρεών και θα στραφεί στα χρέη που μπορούν να ενισχύσουν τις εισπράξεις, αφού ο στόχος είναι ο εισπρακτικός μηχανισμός να επικεντρωθεί στα χρέη που θεωρούνται εισπράξιμα και να αυξηθεί έτσι η αποτελεσματικότητα.
Επισημαίνεται άλλωστε ότι, με βάση και πρόσφατη έκθεση της ΑΑΔΕ, σκοπός της διαδικασίας χαρακτηρισμού των οφειλών ως ανεπίδεκτων είσπραξης είναι η επιτάχυνση της διαδικασίας εκκαθάρισης των επί σειρά ετών σωρευμένων ληξιπρόθεσμων οφειλών προς το Δημόσιο, από εκείνες που πραγματικά και εμπεριστατωμένα θεωρούνται επισφαλείς, προκειμένου το Δημόσιο να διαθέτει μια ολοκληρωμένη, διαφανή, αποτελεσματική και ελέγξιμη διαδικασία είσπραξης των οφειλών, με στόχο οι εισπρακτικοί μηχανισμοί να επικεντρώσουν τις προσπάθειές τους στις οφειλές που παρουσιάζουν αυξημένες πιθανότητες είσπραξης.
Υπενθυμίζεται ότι ο χαρακτηρισμός οφειλών ως ανεπίδεκτων είσπραξης γίνεται εφόσον πληρείται το σύνολο των αναφερόμενων στον νόμο προϋποθέσεων και τηρηθεί η ειδική διαδικασία, η οποία ορίζεται στο άρθρο 82 του Κώδικα Είσπραξης Δημοσίων Εσόδων (ΚΕΔΕ), ενώ ειδικά για τις περιπτώσεις οφειλών μεγάλου ύψους που ξεπερνούν το 1,5 εκατ. ευρώ η απόφαση από την ΑΑΔΕ εκδίδεται κατόπιν εισήγησης του προϊσταμένου της Επιχειρησιακής Μονάδας Είσπραξης και μετά από σύμφωνη γνώμη του αρμόδιου τμήματος του Ελεγκτικού Συνεδρίου.
Ο έλεγχος εξάλλου διενεργείται από ειδικά οριζόμενο για τον σκοπό αυτό ελεγκτή, ο οποίος πιστοποιεί με βάση τεκμηριωμένη έκθεση ελέγχου ότι αποδεδειγμένα έχουν ολοκληρωθεί όλες οι απαιτούμενες ενέργειες για τον εντοπισμό πάσης φύσεως περιουσιακών στοιχείων κινητών, ακινήτων, απαιτήσεων στα χέρια τρίτων ή τυχόν άλλης πηγής εσόδων.
Με τον χαρακτηρισμό των οφειλών ως ανεπίδεκτων είσπραξης αναστέλλεται η παραγραφή τους για μια δεκαετία, ενώ επέρχονται άμεσα οι προβλεπόμενες από τον νόμο συνέπειες για τον οφειλέτη και τα συνυπόχρεα πρόσωπα, όπως η μη χορήγηση αποδεικτικού φορολογικής ενημερότητας και η δέσμευση των περιουσιακών τους στοιχείων.
Οφειλή που έχει καταχωρηθεί ως ανεπίδεκτη είσπραξης επαναχαρακτηρίζεται ως εισπράξιμη μόνο εάν διαπιστωθεί ότι υπάρχει δυνατότητα μερικής ή ολικής αποπληρωμής της από τον οφειλέτη ή από συνυπόχρεο πρόσωπο.
Σε κάθε περίπτωση, πάντως, είναι γεγονός ότι η δεξαμενή των ανείσπρακτων χρεών έχει γεμίσει διαχρονικά από οφειλές προβληματικών και πτωχευμένων επιχειρήσεων και φυσικών προσώπων, από φορολογικά πρόστιμα και προσαυξήσεις, από χρέη ΔΕΚΟ που σήμερα δεν υπάρχουν, από οφειλές εταιρειών που είχαν ενταχθεί τη δεκαετία του 1980 στον Οργανισμό Ανασυγκρότησης Επιχειρήσεων, καθώς επίσης και από καταπτώσεις εγγυήσεων που χορήγησε στο παρελθόν το Δημόσιο προς δημόσιους και ιδιωτικούς φορείς. Βέβαια δεν είναι τυχαίο ότι ακόμη και σε περίπτωση που ο οφειλέτης τελεί σε κατάσταση πτώχευσης, πρέπει για τον χαρακτηρισμό ληξιπρόθεσμης οφειλής του ως ανεπίδεκτης είσπραξης να έχει κηρυχθεί η παύση των εργασιών της πτώχευσης ώστε να έχει ολοκληρωθεί και η προσπάθεια του συνδίκου της πτώχευσης για τη ρευστοποίηση της πτωχευτικής περιουσίας και την ικανοποίηση των απαιτήσεων του Δημοσίου, ως πτωχευτικού πιστωτή. 
Αξιοσημείωτο εξάλλου είναι ότι από την ανάλυση των στατιστικών στοιχείων της ΑΑΔΕ προκύπτει ότι περίπου:
  • το 48% των οφειλών αφορά μη φορολογικά έσοδα (πρόστιμα ΚΒΣ, δάνεια, κ.λπ.), 
  • ποσοστό 27% αφορά έμμεσους φόρους (ΦΠΑ, πρόστιμα έμμεσων φόρων κ.λπ.), 
  • ποσοστό 22% άμεσους φόρους (φόροι εισοδήματος, περιουσίας κ.λπ.) και 
  • ποσοστό 3% αφορά λοιπά μη φορολογικά έσοδα.
Για να αποφευχθεί λοιπόν ο χαρακτηρισμός μέρους των ανωτέρω χρεών ως ανεπίδεκτων είσπραξης, η ΑΑΔΕ έχει ήδη δώσει εντολή στον ελεγκτικό μηχανισμό όπως προχωρά άμεσα στη δέσμευση του συνόλου (100%) των καταθέσεων, λογαριασμών και παρακαταθηκών, αλλά και των θυρίδων σε τράπεζες. 
Τα συγκεκριμένα μέτρα περιλαμβάνονται στο «πακέτο» ερευνών, με τη χρήση ηλεκτρονικών μέσων και διασταυρώσεων, που στόχο έχει τον εντοπισμό των περιουσιακών στοιχείων οφειλετών του Δημοσίου, προκειμένου να ληφθούν εγκαίρως όλα τα μέτρα αναγκαστικής εκτέλεσης εις βάρος τους. 
 
Πηγή: ΝΑΥΤΕΜΠΟΡΙΚΗ