tuv-iso-logo tuv-iso-27001-logo

Τι σχεδιάζει η κυβέρνηση για το νέο Ασφαλιστικό

Έρχονται ανατροπές, με μεγάλη μείωση των νέων συντάξεων, ενώ η κυβέρνηση εμμένει στην πρόταση της για αύξηση εισφορών.

Έρχονται ανατροπές, με μεγάλη μείωση των νέων συντάξεων, ενώ η κυβέρνηση εμμένει στην πρόταση της για αύξηση εισφορών.

Ειδικά όμως για το θέμα της αύξησης των εισφορών υπάρχουν έντονες αντιδράσεις από τους Θεσμούς και είναι ακόμη άγνωστο αν θα «περάσει» αυτή η πρόταση της κυβέρνησης.

Μεγάλη ανατροπή είναι η μετατροπή του ΙΚΑ σε υπερ-ταμείο, με τα ταμεία που είναι σήμερα να μετατρέπονται σε διευθύνσεις του.

Οι μεγάλοι χαμένοι του νέου Ασφαλιστικού είναι όσοι θα βγουν τώρα στην σύνταξη, καθώς σύμφωνα με ειδικούς, οι μειώσεις μεσοσταθμικά, για μεσαία εισοδήματα της τάξης των 750 με 800 ευρώ θα ανέλθουν στο 15%, ενώ για υψηλά εισοδήματα άνω των 2.000 ευρώ, οι μειώσεις θα φθάσουν και στο 30%.

Το συγκεκριμένο σχέδιο της κυβέρνησης απεστάλη χθες επίσημα, στους εκπροσώπους των θεσμών και παρουσιάστηκε από τον υπουργό Εργασίας Γιώργο Κατρούγκαλο στον πρόεδρο της Δημοκρατίας Πρ. Παυλόπουλο και τους αρχηγούς των κομμάτων της αντιπολίτευσης.

Σε αυτό λοιπόν προβλέπεται αύξηση των εισφορών κατά 1 μονάδα για τους εργοδότες και 0,5 για τους εργαζόμενους, καταργεί τα ταμεία κύριας ασφάλισης και συστήνει ένα υπερ-ταμείο μαμούθ, τον «Ενιαίο Φορέα Κοινωνικής Ασφάλισης», με τρεις αυτοτελείς κλάδους (κύριας ασφάλισης, εφάπαξ και λοιπών παροχών).

«Ψαλίδι» έρχεται και στα εφάπαξ κατά περίπου 10%, ενώ και για τις νέες επικουρικές συντάξεις το ποσοστό αναπλήρωσης πέφτει, για 40 έτη ασφάλισης στο 18%, όταν σήμερα κάποιος μπορούσε να λάβει επικουρική σύνταξη ακόμη και 40% – 50% της κύριας σύνταξής του, για 35 έτη ασφάλισης.

 

Στο σχέδιο που, σύμφωνα με πληροφορίες από ανώτατη πηγή του υπουργείου Εργασίας θα, κατατεθεί στη Βουλή στις 20 Ιανουαρίου, αναφέρεται πως στο πλαίσιο του επανυπολογισμού των συντάξεων εφόσον το ποσό που καταβάλλεται είναι μεγαλύτερο από αυτό που θα προκύψει, μετά το πέρας του προγράμματος δημοσιονομικής προσαρμογής, ήτοι τον Ιούλιο του 2018, θα ξεκινήσουν οι μειώσεις, μέχρι την τελική αντιστοίχιση με τις συντάξεις όσων θα συνταξιοδοτηθούν μετά την έναρξη ισχύος του νέου νόμου. Σύμφωνα πάντως με τα όσα υποστηρίζει ο Γιώργος Κατρούγκαλος η προσαρμογή αυτή δεν θα γίνει με τη μείωση των αποδοχών των υφιστάμενων σήμερα συνταξιούχων αλλά με το πάγωμα των μισθολογικών αυξήσεων έως ότου η «προσωπική διαφορά» εκμηδενιστεί από τις αυξήσεις που θα λαμβάνουν οι «νέοι» συνταξιούχοι, αλλά δεν θα εισπράττουν οι «παλαιοί». Εξέλιξη που πάντως στην πράξη σηματοδοτεί μείωση των απολαβών.

Δομικές αλλαγές που οδηγούν, όπως ο ίδιος ο υπουργός Εργασίας Γιώργος Κατρούγκαλος παραδέχθηκε, σε μείωση της συνταξιοδοτικής δαπάνης έως το 2060 και κατ’ επέκταση σε μείωση των νέων συντάξεων, μεσοσταθμικά κατά 15% προβλέπει το σχέδιο νόμου.

 

Για 40 χρόνια ασφάλισης, το ποσοστό αναπλήρωσης της ανταποδοτικής και της Εθνικής Σύνταξης προσεγγίζει το 60% του συντάξιμου μισθού, όταν με τα σημερινά δεδομένα αγγίζει ή και σε ορισμένες περιπτώσεις ξεπερνά το 75%.

Ο νέος τρόπος υπολογισμού των συντάξεων βασίζεται στις εισφορές ολόκληρου του ασφαλιστικού βίου, ενώ προβλέπονται διαφορετικοί συντελεστές υπολογισμού της τελικής παροχής. Μάλιστα, οι συντελεστές διαφοροποιούνται από χρονική περίοδο σε χρονική περίοδο, με αποτέλεσμα να «πριμοδοτούνται» αυτοί με τα λιγότερα έτη ασφάλισης.

 

Για τον υπολογισμό των συντάξιμων αποδοχών, λαμβάνονται υπόψη οι αποδοχές του ασφαλισμένου για κάθε ημερολογιακό έτος, πλην του τελευταίου έτους, προσαυξημένες κατά την ετήσια μεταβολή μισθών, όπως προκύπτει από τα στοιχεία της Ελληνικής Στατιστικής Αρχής.

 

Σύμφωνα με ειδικούς, μεγάλοι χαμένοι θα αποδειχθούν οι εργαζόμενοι για πολλά έτη, με υψηλές αποδοχές, πάνω από 2.000 ευρώ, καθώς θα δουν τη σύνταξή τους μειωμένη κατά 30% σε σχέση με αυτή που θα έπαιρναν αν εφαρμοζόταν το διπλό σύστημα υπολογισμού που προβλέπει ο νόμος Λοβέρου – Κουτρουμάνη (3863/2010).

Είναι χαρακτηριστικό ότι, με το παλαιό σύστημα και 35 έτη ασφάλισης, εργαζόμενος που το μέσο μηνιαίο εισόδημά του καθ’ όλη τη διάρκεια της ασφαλιστικής του διαδρομής ανέρχεται σε 800 ευρώ, θα έπαιρνε σύνταξη 781,5 ευρώ, ενώ με το προτεινόμενο η σύνταξη θα πέσει στα 699,3 ευρώ.

 

Αν ο ασφαλισμένος του παραδείγματος είχε μέσο μηνιαίο εισόδημα 2.000 ευρώ, με το παλαιό σύστημα θα έπαιρνε σύνταξη 1.381 ευρώ, ενώ με το νέο 1.168 ευρώ.

 

Με 20ετία και 1.000 ευρώ μέσο εισόδημα, με τον παλαιό τρόπο η σύνταξη ανέρχεται σε 769,5 ευρώ, ενώ με το νέο πέφτει στα 679 ευρώ.

 

Αν το εισόδημα στην 25ετία φθάνει τα 1500 ευρώ, με τον παλαιό τρόπο η σύνταξη υπολογίζεται στα 836,6 ευρώ, ενώ με το νέο στα 762,5 ευρώ.

 

Αντίστοιχα, στην 30ετία, με μέσο εισόδημα 1400 ευρώ, η «παλαιά» σύνταξη θα ήταν 924,7 ευρώ, ενώ η «νέα» 796,8 ευρώ.

 

Στα 2.000 ευρώ με 30ετία, από 1.157,5 ευρώ η σύνταξη πέφτει στα 973,8 ευρώ.

 

Παράλληλα, προβλέπονται αυστηρότερα κριτήρια για χορήγηση ΕΚΑΣ, με αποτέλεσμα να το χάνουν εντός του 2016 περίπου 120.000 δικαιούχοι, Το επίδομα καταργείται σταδιακά έως τον Δεκέμβριο του 2019.

 

Σημαντικές είναι οι μειώσεις στις επικουρικές συντάξεις, με την εφαρμογή του «κανόνα βιωσιμότητας» που αντικαθιστά τη «ρήτρα μηδενικού ελλείμματος».

 

Για τους ασφαλισμένους του ΕΤΕΑ από το 2014 και μετά, η σύνταξη θα διαμορφώνεται σύμφωνα με τα δημογραφικά δεδομένα, ένα πλασματικό ποσοστό επιστροφής που θα εφαρμόζεται στις συνολικά καταβληθείσες εισφορές και το οποίο θα προκύπτει από την ποσοστιαία μεταβολή των συντάξιμων αποδοχών των ασφαλισμένων.

 

Το σχέδιο προβλέπει σημαντικές επιβαρύνσεις σε εκατοντάδες χιλιάδες αγρότες, ελεύθερους επαγγελματίες και αυτοτελώς απασχολούμενων.

 

Στο σχέδιο δεν περιλαμβάνεται αύξηση των εισφορών για την κύρια ασφάλιση. Αυτές παραμένουν στο 20%, επί των πάσης φύσεως αποδοχών των εργαζομένων και κατανέμεται κατά 6,67% σε βάρος των ασφαλισμένων και κατά 13,33% σε βάρος των εργοδοτών.

 

Το ανώτατο όριο ασφαλιστέων αποδοχών για τον υπολογισμό της μηνιαίας ασφαλιστικής εισφοράς των μισθωτών και των εργοδοτών, ορίζεται στο δεκαπλάσιο του ποσού που αντιστοιχεί στον εκάστοτε προβλεπόμενο κατώτατο βασικό μισθό άγαμου μισθωτού άνω των 25 ετών, ήτοι 5.860 ευρώ.

 

Για τις περιπτώσεις του ευρύτερου δημόσιου τομέα, των ΔΕΚΟ και των τραπεζών που υπάρχουν διαφορετικά ποσοστά ασφάλισης, προβλέπεται σταδιακή αναπροσαρμογή από 1/1/2017 και εφεξής.

 

Στην περίπτωση των ελεύθερων επαγγελματιών του ΕΤΑΑ και του ΟΑΕΕ, από 1/1/2017 προβλέπεται μηνιαία ασφαλιστική εισφορά για τον κλάδο σύνταξης, ύψους 20% επί του μηνιαίου εισοδήματός τους, όπως αυτό καθορίζεται είτε με βάση το καθαρό φορολογητέο αποτέλεσμα, από την ασκούμενη δραστηριότητά τους κατά το προηγούμενο φορολογικό έτος, είτε με βάση την καθαρή αξία των παρεχόμενων μηνιαίως ή σε άλλη τακτική χρονική βάση, υπηρεσιών του τρέχοντος έτους για το οποίο εκδίδονται δελτία παροχής υπηρεσιών, τιμολόγια ή αποδείξεις επαγγελματικής δαπάνης.

 

Σε καμία περίπτωση η μηνιαία ασφαλιστική εισφορά δεν είναι χαμηλότερη από το 20% του εκάστοτε προβλεπόμενου κατώτατου βασικού μισθού άγαμου μισθωτού άνω των 25 ετών, ήτοι 117 ευρώ.

 

Διατάξεις νόμου που προβλέπουν την καταβολή μειωμένων ασφαλιστικών εισφορών για τους ασφαλισμένους προερχόμενους από το ΕΤΑΑ, κατά την πρώτη πενταετία υπαγωγής στην ασφάλιση, καταργούνται από 1/1/2017.

Το κυβερνητικό σχέδιο προβλέπει αύξηση των εισφορών στην επικούριση κατά 1,5 ποσοστιαίες μονάδες. Συγκεκριμένα, από 1/1/2016 και μέχρι την 31/12/2018, το ποσό της μηνιαίας εισφοράς στο Ενιαίο Ταμείο Επικουρικής Ασφάλισης (ΕΤΕΑ) όλων των μισθωτών, ασφαλισμένων πριν και μετά την 1/1/1993, υπολογίζεται σε ποσοστό 3,5% για τον ασφαλισμένο και σε ποσοστό 4% για τον εργοδότη. Μετά το πέρας της τριετίας, η μηνιαία εισφορά επανέρχεται στο ύψος που ίσχυε κατά την 31/12/2015. Στο υπουργείο Εργασίας εκτιμούν ότι μέσω της «λύσης» αυτής θα υπάρξει αύξηση εσόδων κατά περίπου 530 εκατ. ευρώ.

 

Πηγή : www.euro2day.gr