tuv-iso-logo tuv-iso-27001-logo
https://www.youtube.com/watch?v=OX2HDHo3xOs?rel=0

Γ. Καββαθάς: Ομιλία στο συνέδριο της ΓΣΕΒΕΕ – βίντεο

η Εκλογοαπολογιστική ΓΣ, πραγματοποιείται μέσα σε ένα περιβάλλον που λίγο απέχει από το να το χαρακτηρίσουμε απόλυτα εχθρικό απέναντί μας

https://www.youtube.com/watch?v=OX2HDHo3xOs?rel=0

 

Τους άξονες δράσης της ΓΣΕΒΕΕ για την επόμενη τριετία περιέγραψε στην ομιλία του ο Πρόεδρος της ΓΣΕΒΕΕ, κ. Γ. Καββαθάς στην 48η Γενική Εκλογοαπολογιστική Συνέλευση που άρχισε σήμερα το απόγευμα στην Αθήνα, ότι «η φετινή Γενική Συνέλευση πραγματοποιείται σε ένα περιβάλλον που λίγο απέχει από το να χαρακτηριστεί απόλυτα εχθρικό απέναντι στις πολύ μικρές, μικρές και μικρομεσαίες επιχειρήσεις, αυτοαπασχολούμενους και εμπόρους. Και επεσήμανε ότι ούτε η δημοσιονομική εξυγίανση και σταθερότητα έχει επιτευχθεί ούτε έχει βελτιωθεί η ανταγωνιστικότητα της ελληνικής οικονομίας αλλά αντιθέτως οι πολιτικές που ακολουθούνται σταθερά με τα τρία μνημόνια έχουν τραγικά αποτελέσματα.»

 

Πριν από την διατύπωση των προτάσεων της ΓΣΕΒΕΕ για τη δράση της Συνομοσπονδίας ο κ. Καββαθάς περιέγραψε τις δραματικές συνθήκες που βιώνουν ο λαός και οι μικρομεσαίοι επιχειρηματίες με τα λουκέτα και τα χρέη και κατάγγειλε τα μνημόνια και τις πολιτικές των κυβερνήσεων που οδήγησαν σε αυτό το σημείο. Ανέφερε δε και το τι είχε προειδοποιήσει από το 2010 η ΓΣΕΒΒΕ για το που οδηγούν τα μνημόνια, προειδοποιήσεις που δυστυχώς επαληθεύτηκαν

 

 

 

 

 

ΟΛΟΚΛΗΡΗ Η ΟΜΙΛΙΑ

 

Συναδέλφισσες και  Συνάδελφοι,

 

 

Πριν από εβδομήντα (70) ακριβώς χρόνια και μάλιστα τις ίδιες περίπου ημερομηνίες (12-15 Οκτωβρίου του 1946), που σχεδόν συμπίπτουν, με την φετινή Εκλογοαπολογιστική μας Γενική Συνέλευση,  η Γενική Συνομοσπονδία Επαγγελματιών Βιοτεχνών Εμπόρων Ελλάδας (Γ.Σ.Ε.Β.Ε.Ε.), η Συνομοσπονδία μας,  συμμετείχε για πρώτη φορά στο «2ο Συνέδριο της ΔΙΕΘΝΟΥΣ ΕΝΩΣΕΩΣ ΒΙΟΤΕΧΝΩΝ ΚΑΙ ΤΩΝ ΜΙΚΡΩΝ ΚΑΙ ΜΕΣΑΙΩΝ ΕΠΙΧΕΙΡΗΣΕΩΝ ΒΙΟΜΗΧΑΝΙΚΩΝ ΚΑΙ ΕΜΠΟΡΙΚΩΝ στο ΛΟΥΞΕΜΒΟΥΡΓΟ» ΟΠΟΥ ΚΑΙ ΓΙΝΕΤΑΙ ΛΟΓΟΣ  ΓΙΑ «ΒΙΟΤΕΧΝΙΑ ΜΙΚΡΕΣ ΚΑΙ ΜΕΣΑΙΕΣ ΒΙΟΜΗΧΑΝΙΚΕΣ ΚΑΙ ΕΜΠΟΡΙΚΕΣ ΕΠΙΧΕΙΡΗΣΕΙΣ». Οι τότε αντιπρόσωποι και συνάδελφοι μας,  που μόλις είχαν «βγει» από την λαίλαπα του Β’ Παγκοσμίου Πολέμου, στήριξαν με την παρουσία τους την ιδιότητα και την έννοια της πμ&ΜΜ Επιχειρηματικότητας και μας κληροδότησαν την τιμητική ευθύνη να συνεχίσουμε με το ίδιο αλλά και μεγαλύτερο σθένος το έργο τους.

 

 

 

Η φετινή μας Γενική Συνέλευση, η Εκλογοαπολογιστική ΓΣ, πραγματοποιείται μέσα σε ένα περιβάλλον που λίγο απέχει από το να το χαρακτηρίσουμε απόλυτα εχθρικό απέναντί μας. Απέναντι σε όλους εμάς που διαχρονικά αποτελούμε τον βασικό κορμό στήριξης της οικονομίας και της συνοχής του κοινωνικού ιστού.

 

Δεν είναι δυνατόν στον 21ο αιώνα να μην μπορεί η Πολιτεία να αφουγκραστεί την αγωνία ενός από τα σημαντικότερα κοινωνικά στρώματα της πατρίδας μας, τις πμ&ΜΜΕ και να μην μπορεί να διαμορφώσει ένα πλαίσιο, μέσα στο οποίο θα μπορέσουν να λειτουργήσουν και αναπτυχθούν προς όφελος όλων. 

 

Έχουν περάσει οκτώ χρόνια από την εκδήλωση της οικονομικής κρίσης και έξι χρόνια από τότε που εγκαινιάστηκε, η άστοχη και εν πολλοίς καταστρεπτική όχι μόνο για την πορεία της ελληνικής οικονομίας αλλά και για την ίδια την κοινωνική συνοχή της πατρίδας μας, πολιτική της εσωτερικής υποτίμησης. Μια πολιτική που είχε δύο στόχους, αφενός τη δημοσιονομική εξυγίανση και σταθερότητα και αφετέρου την προώθηση της ανταγωνιστικότητας της ελληνικής οικονομίας.

 

Δεν γνωρίζω συναδέλφισσες και συνάδελφοι,  αν κάποιος από εσάς είδε έστω και ένα από τα δύο να επιτυγχάνεται επαρκώς. Εκτός αν κάποιοι τεχνοκράτες, θεωρούν ότι οι στόχοι αυτοί μπορούν να επιτευχθούν με τον αφανισμό των πμ&ΜΜΕ και με τον αφελληνισμό της επιχειρηματικότητας, θυσιάζοντας μας στον βωμό, μιας κακώς εννοούμενης διεθνοποίησης της οικονομίας, με ευνοημένους κυρίως ντόποιους και ξένους πολυεθνικούς ομίλους  που δραστηριοποιούνται στη χώρα.

 

Αλλά και αν ακόμη έστω και ένα μικρό ποσοστό από αυτά που θεωρητικά θα επιτυγχάνονταν με βάση τις ακολουθούμενες μέχρι σήμερα πολιτικές, τα αποτελέσματα είναι τραγικά απογοητευτικά.

 

 Σε αυτό το χρονικό διάστημα το ΑΕΠ έχει μειωθεί κατά 27 % – μία απώλεια πρωτοφανής για μία οικονομία σε περίοδο ειρήνης – ενώ η ανεργία,  εξακολουθεί να παραμένει σε υψηλά επίπεδα. Μάλιστα, παρακολουθώντας τα σχετικά στοιχεία της τελευταίας διετίας, μπορούμε με αρκετή βεβαιότητα να υποστηρίξουμε ότι η ισχνή και αναιμική αποκλιμάκωση της ανεργίας δεν προκλήθηκε από αύξηση της οικονομικής δραστηριότητας, αλλά αντίθετα, από την αξιοσημείωτη διεύρυνση των ευέλικτων και ελαστικών μορφών απασχόλησης. Με λίγα λόγια: περισσότερα άτομα απασχολούνται αλλά με χαμηλότερες αποδοχές.

 

Τι συμβαίνει, όμως, με τους επιδιωκόμενους στόχους, οι οποίοι παρέμειναν σταθεροί και στα τρία Μνημόνια;

 

Ο στόχος της δημοσιονομικής εξυγίανσης και σταθερότητας φαίνεται, κατά ένα μέρος μόνο, να έχει επιτευχθεί. Από την εκτέλεση των κρατικών προϋπολογισμών της τελευταίας διετίας – και όχι από τις εξαγγελίες – παρατηρούμε ότι η δημοσιονομική σταθερότητα επιδιώκεται με δύο μέσα: αφενός  με μείωση των δαπανών και κατά κύριο λόγο από την μη καταβολή  των οφειλών του δημοσίου προς τους ιδιώτες και αφετέρου με αύξηση των φορολογικών εσόδων, δηλαδή με αύξηση των φορολογικών βαρών, τα οποία για μεγάλες κατηγορίες φορολογουμένων έχουν κατά πολύ ξεπεράσει τη φοροδοτική τους ικανότητα.

 

 

   Με αυτά τα δεδομένα, επομένως, βρισκόμαστε αντιμέτωποι με το εξής παράδοξο: Οι όροι και οι προϋποθέσεις για μείωση ή ελάφρυνση του δημοσίου χρέους έχουν λειτουργήσει στην πραγματικότητα ως αιτίες για την σταθερή αύξηση του ιδιωτικού χρέους. Κίνδυνο που  δημόσια είχε επισημάνει η Συνομοσπονδία εδώ και τρία χρόνια.

 

   Τι συνέβη, όμως, σε σχέση με τον δεύτερο στόχο, αυτόν της βελτίωσης της ανταγωνιστικότητας της ελληνικής οικονομίας; Πέρα από τους συμβατικούς δείκτες των διεθνών οργανισμών, οι οποίοι έδειξαν για την τελευταία χρονιά, ότι η ελληνική οικονομία έχασε τρεις θέσεις στην κατάταξη των χωρών από την 83η στην 86η θέση , υπάρχουν και ορισμένα στοιχεία που μαρτυρούν ότι η ανταγωνιστικότητα της ελληνικής οικονομίας – η θέση της δηλαδή στον διεθνή καταμερισμό της εργασίας – παραμένει, παρά τι όποιες διαρθρωτικές προσαρμογές περιθωριακή. Πιο συγκεκριμένα:

 

[1] Το ποσοστό συμμετοχής των ελληνικών εξαγωγών στο διεθνές εμπόριο παραμένει στα ίδια χαμηλά επίπεδα, όπως και το 2008. Το ποσοστό αυτό είναι 2%.

 

[2] Μολονότι το μοναδιαίο κόστος εργασίας έχει μειωθεί κατά 20 % και παρόλο  οι τιμές των ελληνικών προϊόντων έχουν μειωθεί κατά 15 % , η εξαγωγική δραστηριότητα της ελληνικής οικονομίας δεν είχε τα αναμενόμενα αποτελέσματα. Έτσι, η μείωση του ελλείμματος στο εξωτερικό ισοζύγιο υπήρξε αποτέλεσμα κυρίως της μείωσης των εισαγωγών εξαιτίας της μείωσης της ζήτησης και μόνο οριακά της αύξησης των εξαγωγών.

 

[3] Οι κλάδοι – «πρωταθλητές» της ελληνικής οικονομίας είναι συγκεντρωμένοι σε δραστηριότητες με χαμηλή προστιθέμενη αξία. Ορισμένοι, μάλιστα, από αυτούς είναι παραδοσιακοί και αρκετά ευάλωτοι σε διεθνείς διακυμάνσεις, όπως η ναυτιλία και ο τουρισμός. Τις τελευταίες δεκαετίες σε αυτούς έχει προστεθεί και ο κλάδος των πετρελαιοειδών, ο οποίος πάντως, εξαιτίας της χαμηλής τιμής του πετρελαίου κατά την τελευταία διετία, έχει περιορίσει τη συμβολή του στις εξαγωγές.

 

[4] Σε επιδείνωση της ανταγωνιστικότητας της ελληνικής οικονομίας έχει συμβάλει και η ευάλωτη θέση του χρηματοπιστωτικού τομέα και ειδικότερα των ελληνικών τραπεζών. Κατά τη διάρκεια των τελευταίων χρόνων, ο ρυθμός πιστωτικής επέκτασης ήταν αρνητικός, ενώ το κόστος του χρήματος είναι απαγορευτικό για τις ελληνικές επιχειρήσεις και ιδιαίτερα για τις ΜμΕ. Η κατάσταση αυτή φέρνει σε δύσκολη θέση ελληνικές επιχειρήσεις σε σύγκριση με ξένες επιχειρήσεις που δραστηριοποιούνται στην Ελλάδα αλλά έχουν πρόσβαση στη χρηματοδότηση στον τραπεζικό τομέα της χώρας προέλευσής τους.

 

[5] Οι ξένες επενδύσεις που έγιναν στη διάρκεια των τελευταίων ετών και είναι άξιες λόγου μετρώνται στα δάχτυλα του ενός χεριού, ενώ οι περισσότερες από τις υπόλοιπες πήραν τη μορφή εξαγορών ή συγχωνεύσεων. Είναι, μάλιστα, χαρακτηριστικό, ότι αυτές οι τελευταίες επενδύσεις έγιναν σε κλάδους όχι εξωστρεφείς αλλά σε επιχειρηματικές δραστηριότητες που αποβλέπουν στην εγχώρια ζήτηση.

 

[6] Και δεν φτάνουν όλα αυτά. Εκείνος ο δείκτης της ανταγωνιστικότητας που είχε μόνιμα θετικό πρόσημο για την ελληνική οικονομία, δηλαδή το υψηλό εκπαιδευτικό επίπεδο του ανθρώπινου δυναμικού στην Ελλάδα δεν αξιοποιείται. Η «φυγή» και η μαζική μετανάστευση νέων ανθρώπων με πτυχία και με γνώσεις στο εξωτερικό – και όχι μόνο στις άλλες ευρωπαϊκές χώρες – είμαι σημάδι μιας σημαντικής αποεπένδυσης, σε αυτό που οι οικονομολόγοι σήμερα αποκαλούν «ανθρώπινο κεφάλαιο». Οι γνώσεις και οι δεξιότητες αυτών των ανθρώπων αποκτήθηκαν με δαπάνες όχι μόνο του ελληνικού κράτους και των ελλήνων φορολογουμένων πολιτών αλλά και με δαπάνες των οικογενειών τους. Αυτή η «φυγή» δεν είναι άσχετη με την κατάρρευση κλάδων της ελληνικής οικονομίας, όπως οι κατασκευές και η μεταποίηση. Ούτε είναι άσχετη με τη ραγδαία μείωση των αποδοχών των εργαζομένων στην ελληνική οικονομία, ακόμα και εκείνων των εργαζομένων που έχουν υψηλά προσόντα. Ούτε, τέλος, είναι άσχετη με την αύξηση της ανεργίας των νέων, η οποία από τότε που μετριέται η ανεργία είναι πάντοτε διπλάσια από το μέσο ποσοστό της ανεργίας και αποτελεί διαθρωτικό πρόβλημα της ελληνικής οικονομίας.

 

 

 Οκτώ χρόνια από την εκδήλωση της οικονομικής κρίσης και έξι χρόνια από την έναρξη της πολιτικής της εσωτερικής υποτίμησης, η ελληνική οικονομία φαίνεται να βρίσκεται στο «χαντάκι» του οικονομικού κύκλου, αντιμετωπίζοντας αυτή τη φορά τον υπαρκτό κίνδυνο της στασιμότητας και της αποτελμάτωσης. Σε αυτό το μακροοικονομικό περιβάλλον οι ΜμΕ μετρούν τις πληγές τους και αντιμετωπίζουν, εκτός από τις συσσωρευμένες, και νέες προκλήσεις, τις οποίες η ΓΣΕΒΕΕ πρέπει να λάβει υπόψη της και να επεξεργαστεί τις θέσεις της και στη συνέχεια να προχωρήσει στη διεκδίκηση των αντίστοιχων αιτημάτων της.

 

Είναι γνωστό σε όλους μας ότι από το 2008 μέχρι και το 2014 η ελληνική οικονομία λειτουργεί με 230.000 επιχειρήσεις λιγότερες. Αυτό γίνεται σαφές τόσο από τα στοιχεία που δημοσιεύει κάθε χρόνο η Ευρωπαϊκή Επιτροπή, όσο και από τα στοιχεία του ΟΑΕΕ που αναφέρονται στους αδρανείς οφειλέτες.

 

Δεν είναι όμως αυτά τα οριστικά «λουκέτα» για τις επιχειρήσεις. Σύμφωνα με στοιχεία του ΙΜΕ της ΓΣΕΒΕΕ, ο δείκτης του κύκλου εργασιών για τις μικρές και πολύ μικρές επιχειρήσεις για το χρονικό διάστημα 2010 – 2016 κατρακύλησε από το 100 στο 17,5 (δηλαδή απώλεσαν το 82,5 του κύκλου εργασιών τους.

 

   Κατά το ίδιο χρονικό διάστημα ο παραδοσιακός δυϊσμός που χαρακτήριζε την ελληνική οικονομία και χώριζε τις μικρές από τις μεγάλες επιχειρήσεις έχει ενταθεί ακόμα περισσότερο. Αυτό, με τη σειρά του, σημαίνει ότι ο βαθμός ολιγοπώλησης στις επιμέρους αγορές έχει ενταθεί ακόμα περισσότερο. Πρέπει, ειδικότερα, να επισημάνουμε ότι υπάρχουν αγορές προϊόντων και υπηρεσιών, όπου το 75 % έως το 90 % των αγορών αυτών κυριαρχείται από μεγάλες επιχειρήσεις, που μετριούνται στα δάχτυλα του ενός χεριού.

 

   Οι πολύ μικρές επιχειρήσεις και οι αυτοαπασχολούμενοι, που στην πρώτη φάση της κρίσης έδειξαν να αντέχουν παρουσιάζονται τώρα περισσότερο ευάλωτες, καθώς από τη μια μεριά η ρευστότητα και οι επενδύσεις για τις επιχειρήσεις αυτές έχουν εκμηδενιστεί, ενώ αντίθετα οι οφειλές τους στην Εφορία, στα Ασφαλιστικά Ταμεία, στις ΔΕΚΟ και στους προμηθευτές έχουν αυξηθεί με γεωμετρική πρόοδο. 

 

 Επομένως, ο Προγραμματισμός Δράσης της Συνομοσπονδίας προσανατολίζεται  σε δύο, κατ’ αρχάς πεδία, τα οποία αντιστοιχούν στις κατηγορίες των ΕΒΕ (Επαγγελματιών, Βιοτεχνών και Εμπόρων) που εκπροσωπούμε και που επηρεάστηκαν με διαφορετικό τρόπο την περίοδο της κρίσης.

 

Το πρώτο πεδίο αναφέρεται σε εκείνο το τμήμα των ΕΒΕ, οι οποίοι υπήρξαν τα θύματα της οικονομικής κρίσης και της πολιτικής διαχείρισής της. Για αυτό το κομμάτι των συναδέλφων, η συντριπτική πλειονότητα των οποίων είναι αυτοαπασχολούμενοι, η δράση της Συνομοσπονδίας πρέπει να προσανατολιστεί στην οικοδόμηση και στο σχηματισμό ενός δικτύου κοινωνικής προστασίας, με τέτοιον τρόπο ώστε να μη μειωθεί περαιτέρω το ήδη γλίσχρο εισόδημά τους και, κατά συνέπεια να μην επιδεινωθεί περαιτέρω το ήδη χαμηλό επίπεδο διαβίωσής τους. Η διατήρηση αυτού του κοινωνικού στρώματος είναι πρωτίστως ζήτημα κοινωνικής συνοχής. Επομένως, η Συνομοσπονδία είναι κάθετα αντίθετη σε αντιλήψεις και πολιτικές, οι οποίες εμπνέονται από τη διαδομένη και κυρίαρχη σε ορισμένους κύκλους αντίληψη περί «ευθανασίας των πολύ μικρών και με χαμηλό βαθμό παραγωγικότητας επιχειρήσεων». Με άλλα λόγια: την αντίληψη περί «ευθανασίας της επιχειρηματικής δραστηριότητας ανάγκης». Σε αντίθεση, λοιπόν, με αυτήν την κυνική αλλά και οικονομικά σαθρή αντίληψη, θεωρούμε ότι αυτό το είδος της επιχειρηματικής δραστηριότητας οφείλει να αντιμετωπίζεται σαν αυτό που πραγματικά είναι: δηλαδή, σαν ένα είδος οιονεί μισθωτής απασχόλησης.

 

 Σε αυτό, λοιπόν, το πλαίσιο θεωρούμε ότι βασική μας μέριμνα αλλά και επιδίωξη πρέπει να είναι η αντιμετώπιση, όσον αφορά τη φορολογία εισοδήματος αλλά και τον Φόρο Προστιθέμενης Αξίας, όπως ακριβώς οι μισθωτοί. Ειδικότερα, ως προς το Φόρο Προστιθέμενης Αξίας η βασική μας θέση είναι ότι αυτοαπασχολούμενοι επιχειρηματίες με ετήσιο κύκλο εργασιών μέχρι 25.000 Ευρώ πρέπει να απαλλάσσονται πλήρως από τον Φόρο Προστιθέμενης Αξίας. Επιπρόσθετα, και ως προς τον φόρο εισοδήματος και εφόσον πρόκειται για επιχειρήσεις χωρίς νομική προσωπικότητα – είναι, με άλλα λόγια, ατομικές επιχειρήσεις – αυτοί οι συνάδελφοι πρέπει να αντιμετωπίζονται ακριβώς όπως οι μισθωτοί. Ειδικότερα, η φορολογία εισοδήματος θα πρέπει να περιλαμβάνει το αφορολόγητο αλλά και την ίδια κλίμακα των φορολογικών συντελεστών.  Σύμφωνα με εκτιμήσεις του ΙΜΕ, η υιοθέτηση αυτής της θέσης από την κυβέρνηση θα έχει ως άμεση συνέπεια όχι μόνο τη φορολογική ελάφρυνση αυτής της κατηγορίας των συναδέλφων μας – και, κατ’ επέκταση, μια έμμεση αύξηση του διαθέσιμου εισοδήματός τους με αποτέλεσμα την ενίσχυση της ζήτησης και της καταναλωτικής τους δαπάνης – αλλά και για την ίδια την ταμειακή λειτουργία και την εισπραξιμότητα των φορολογικών εσόδων, δεδομένου ότι το κόστος είσπραξης από τις επιχειρήσεις αυτές τόσο του Φόρου Προστιθέμενης Αξίας όσο και του Φόρου Εισοδήματος κυμαίνεται από 45 % έως και το 70 % επί των βεβαιωθέντων εσόδων. Δηλαδή, προκειμένου να εισπραχθούν 100 Ευρώ σε φόρους από την φορολογική αρχή, το κόστος είσπραξης κυμαίνεται από 45 έως και 75 Ευρώ για τις ίδιες τις φορολογικές αρχές.

 

 Τα μέτρα αυτά για την ανακούφιση αλλά και για τη δίκαια, ας πούμε, μεταχείριση αυτής της κατηγορίας των συναδέλφων μας είναι μέτρα επείγοντος χαρακτήρα, εάν δεν θέλουμε η διαδικασία περιθωριοποίησης αυτού του τμήματος των συναδέλφων μας να επιδεινωθεί ακόμα περισσότερο.

 

Πρέπει, με άλλα λόγια, όχι μόνο εμείς αλλά και κάθε συμπολίτης μας να αντιληφθεί και να συνειδητοποιήσει ότι η επιχειρηματική δραστηριότητα στην ελληνική οικονομία δεν είναι ούτε ομοιογενής ούτε ομοιόμορφη. Έτσι, εκτός από το χάσμα που χωρίζει τις λίγες μεγάλες επιχειρήσεις – ελληνικές και ξένες – από τον κόσμο των ΜμΕ, ελλοχεύει και  ο σοβαρός κίνδυνος να υπάρξει και ένα νέο χάσμα μέσα στις ίδιες τις ΜμΕ: ανάμεσα σε αυτές τις επιχειρήσεις που αντιμετωπίζουν πλέον έντονα προβλήματα επιβίωσης αφενός και αφετέρου στις επιχειρήσεις εκείνες, οι οποίες παρουσιάζουν σημάδια καλύτερων προοπτικών, αλλά που σύντομα μπορεί να έρθουν αντιμέτωπες με διαφορετικά προβλήματα, τα οποία εάν δεν αντιμετωπισθούν άμεσα, υπάρχει η πιθανότητα να οδηγηθούν συνολικά και οι δύο αυτές κατηγορίες σε  κατάσταση περιθωριοποίησης.

 

 

 

Ως ΓΣΕΒΕΕ δεν θα επιτρέψουμε να γίνει αυτό και θα προσπαθήσουμε με κάθε τρόπο να ελαχιστοποιήσουμε αυτή την πιθανότητα, αξιοποιώντας την παρεμβατική μας δυνατότητα σε κάθε πεδίο λήψης αποφάσεων, οικονομικό, θεσμικό,  κοινωνικό κ.α..

 

Ήδη οι συνθήκες, μας υποχρεώνουν να αναβαθμίζουμε συνεχώς τις δράσεις μας, ώστε να ανταποκρίνονται τεκμηριωμένα στις ανάγκες των πμ&ΜΜΕ.

 

Κυρίες και Κύριοι Συνάδελφοι,

 

 Πριν προχωρήσω με την αναφορά μου στα προβλήματα αλλά και στις αντίστοιχες προτάσεις της Συνομοσπονδίας, επιτρέψτε μου, να κάνω ένα είδος παρέμβασης, για να αναφερθώ σε ένα ζήτημα που αφορά και αγγίζει όλες τις ΜμΕ. Το ζήτημα αυτό δεν είναι άλλο από το περίφημο Ασφαλιστικό και ειδικότερα του δικού μας ασφαλιστικού φορέα του ΟΑΕΕ, ο οποίος από τις αρχές του επόμενου χρόνου πρόκειται να συγχωνευθεί στον Ενιαίο Φορέα Κοινωνικής Ασφάλισης (ΕΦΚΑ). 

 

   Σύμφωνα με στοιχεία του ίδιου του ΟΑΕΕ, η αναλογία συνταξιούχων προς ενεργούς ασφαλισμένους – συμπεριλαμβανομένων και των ενεργών οφειλετών – είναι 1 προς 1,5 περίπου. Είναι, μάλιστα, χαρακτηριστικό ότι η χειροτέρευση σε αυτόν τον αποκαλούμενο λόγο εξάρτησης δεν είναι αποτέλεσμα και προϊόν δημογραφικών παραγόντων, όπως συνήθως συμβαίνει με άλλους φορείς κοινωνικής ασφάλισης είτε στην Ελλάδα είτε σε άλλες χώρες της Ευρώπης. Αντίθετα, η πορεία αυτή είναι κύρια, αν όχι αποκλειστικά, αποτέλεσμα της οικονομικής κρίσης αλλά και της πολιτικής διαχείρισής της. Εδώ και πάνω από τρία χρόνια η ΓΣΕΒΕΕ, με τη βοήθεια του ΙΜΕ, έχει διατυπώσει, προβάλει και προωθήσει θέσεις και μέτρα πολιτικής για την ανάσχεση αυτής της πορείας και την τελική εξυγίανση του ΟΑΕΕ. Οφείλουμε να αντιληφθούμε, πρώτον, ότι το πρόβλημα του ΟΑΕΕ δεν αναφέρεται στο ύψος και στον όγκο των καταβαλλόμενων συντάξεων αλλά στη μείωση των εισφορών. Ο ρυθμός αύξησης του ποσού που καταβάλλεται για συντάξεις είναι υποπολλαπλάσιος του ρυθμού μείωσης των εισφορών που εισπράττει ο ΟΑΕΕ. Με δεδομένο αυτό το πρόβλημα, η Συνομοσπονδία διαμόρφωσε ένα πλαίσιο προτάσεων και μέτρων ώστε να αναχαιτιστεί ο ρυθμός μείωσης των εισφορών. Σήμερα, η πρότασή μας είναι απλή και γνωστή σε όλους: Η ΓΣΕΒΕΕ προτείνει το πάγωμα των οφειλών και την άμεση μετατροπή τους σε χρόνο ασφάλισης για όλους τους οφειλέτες ενεργούς και μη. Η μόνη προϋπόθεση για να ισχύσει αυτό το μέτρο είναι η τακτική καταβολή των τρεχουσών εισφορών. Μετά το πέρας του ενεργού ασφαλιστικού βίου κάθε υποψήφιος συνταξιούχος θα έχει τη δυνατότητα είτε εξαγοράς – ολικής ή μερικής – του ασφαλιστικού χρόνου που «χρωστάει» είτε να του καταβληθεί μειωμένη σύνταξη ανάλογη προς τον ασφαλιστικό χρόνο στον οποίο αντιστοιχούν οι εισφορές που έχει καταβάλει. Επομένως, η ΓΣΕΒΕΕ δεν κάνει λόγο για κεφαλαιοποίηση οφειλών και για την καταβολή επί του «κεφαλαίου» αυτού ενός χαμηλού επιτοκίου, όπως ακούμε ότι είναι η πρόταση ορισμένων εντός της χώρας αλλά και  από τους «θεσμούς». Πολύ περισσότερο, η ΓΣΕΒΕΕ δεν κάνει λόγο για αποσπασματικές ρυθμίσεις οφειλών, αφού είναι αυτονόητο ότι ένας ΕΒΕ, ο οποίος ήδη δυσκολεύεται να καταβάλει τις τρέχουσες εισφορές, θα δυσκολευτεί ακόμα περισσότερο να καταβάλει εκτός από τις τρέχουσες εισφορές και το επιπρόσθετο ποσό της ρυθμισμένης οφειλής.

 

   Αυτή η γενική ρύθμιση που προτείνουμε, εκτός από αποτελεσματική είναι και δίκαιη ενόψει της ισχύος του νέου ασφαλιστικού νόμου. Και τούτο, επειδή οι νέοι συνταξιούχοι θα έχουν μειωμένες συντάξεις, καθώς το ποσοστό αναπλήρωσης θα υπολογίζεται με βάση ολόκληρο τον ενεργό ασφαλιστικό βίο και όχι με ένα μόνο χρονικό του τμήμα, όπως ίσχυε προηγουμένως.

 

   Αυτοί, λοιπόν, οι δύο παράγοντες οι συσσωρευόμενες οφειλές αφενός και η προσδοκία για χαμηλότερο ύψος σύνταξης αφετέρου συντρέχουν προς μία και μόνο κατεύθυνση: την περαιτέρω χαλάρωση της ασφαλιστικής συνείδησης με την εκδήλωση φαινομένων εισφοροδιαφυγής ή / και εισφοροαποφυγής. Ήδη, οι εξαμηνιαίες έρευνες κλίματος που διενεργεί το ΙΜΕ δείχνουν σταθερά ότι ως προς τις συνολικές οφειλές, το μεγαλύτερο ποσοστό των επιχειρήσεων παρατηρείται σε σχέση με τις οφειλές στον ΟΑΕΕ (για τον Ιούλιο του τρέχοντος έτους το ποσοστό αυτό ανήλθε στο 28 %).

 

   Γνωρίζουμε πολύ καλά ότι η υιοθέτηση της πρότασής μας δεν πρόκειται να επαναφέρει τα «οικονομικά» του ΟΑΕΕ στην κατάσταση πριν από την κρίση. Ωστόσο, είναι μία πρόταση που η έγκαιρη υιοθέτησή της μπορεί να εμποδίσει την περαιτέρω επιδείνωση. Και αυτό δεν είναι λίγο.

 

Είναι όμως απορίας άξιο ότι ενώ πολλοί αποδέχονται το «λογικό» των προτάσεων μας, αδυνατούν (ή δεν θέλουν😉 να προχωρήσουν στην άμεση υλοποίησή τους.

 

Κυρίες και Κύριοι Συνάδελφοι,

 

Από τον Προγραμματισμό Δράσης της Συνομοσπονδίας δεν είναι δυνατό να απουσιάζει η αναφορά και σε εκείνο το τμήμα των ΜμΕ, το οποίο διακρίνεται από προοπτικές αλλά και έχει βάσιμες προσδοκίες για περαιτέρω ανάπτυξη της επιχειρηματική του δραστηριότητας. Μιλάμε, στην περίπτωση αυτή, για εκείνη την επιχειρηματική δραστηριότητα, η οποία έχει αποκληθεί «επιχειρηματικότητα ευκαιρίας». Τα προβλήματα που αντιμετωπίζουν οι επιχειρήσεις αυτές είναι εντελώς διαφορετικά από τις επιχειρήσεις της οιονεί μισθωτής απασχόλησης και, όπως θα δούμε, περισσότερο σύνθετα και πολύπλοκα.

 

   Ήδη οι επιχειρήσεις αυτές λειτουργούν σε ένα επιχειρηματικό περιβάλλον, το οποίο χαρακτηρίζεται από έναν υψηλό βαθμό ολιγοπώλησης των αγορών αλλά και από μια σειρά εμπόδια – θεσμικά και άλλα – τα οποία δημιουργούν έναν διαφορετικό κίνδυνο: τον κίνδυνο αποκλεισμού τους από την ίδια την αναπτυξιακή διαδικασία. Πολύ σωστά, αρκετοί συνάδελφοι, στα όργανα Διοίκησης της Συνομοσπονδίας έχουν θέσει επανειλημμένα  και επίμονα το ερώτημα: «Ανάπτυξη για ποιόν και για ποιούς;».

 

   Η αναπτυξιακή διαδικασία, εάν και όταν ξεκινήσει, δεν είναι τίποτε άλλο από μία διαδικασία, η οποία ποσοτικά ισοδυναμεί με συσσώρευση πλούτου, ενώ ποιοτικά αντιστοιχεί με αναδιάρθρωση του παραγωγικού υποδείγματος μιας οικονομίας.

 

   Σήμερα διανύουμε μία φάση ή αν θέλετε στάδιο της κεφαλαιοκρατικής οικονομίας, η οποία χαρακτηρίζεται από την απόλυτη κυριαρχία του χρηματοπιστωτικού κεφαλαίου. Η κυριαρχία αυτή είναι πρωτόγνωρη καθώς και το ίδιο το παραγωγικό κεφάλαιο έχει υποταχθεί στην ασύδοτη λογική και λειτουργία του χρηματοπιστωτικού κεφαλαίου. Η υποταγή αυτή προσδίδει και τα ιδιαίτερα χαρακτηριστικά γνωρίσματα στην ίδια τη διαδικασία ανάπτυξης, η οποία εξαρτά την ίδια τη χρηματοδότησή της από αυτό το συγκεντρωποιημένο και «απελευθερωμένο» στις κινήσεις του, χρηματοπιστωτικό κεφάλαιο.

 

   Στην περίπτωση της ελληνικής οικονομίας η κυριαρχία του χρηματοπιστωτικού κεφαλαίου από τα τέλη της δεκαετίας του 1990 και μέχρι το ξέσπασμα της κρίσης δυστυχώς δεν συνοδεύτηκε από αναδιάρθρωση της παραγωγής και του παραγωγικού κεφαλαίου. Και τούτο εξαιτίας των ιδιομορφιών του χρηματοπιστωτικού τομέα στην Ελλάδα. Αυτός αποτελείται από δύο τμήματα: την κεφαλαιαγορά – το χρηματιστήριο – αφενός και τον τραπεζικό τομέα αφετέρου. Η πρόσβαση στην κεφαλαιαγορά είναι περιορισμένη και αφορά 300 περίπου μεγάλες επιχειρήσεις. Είναι, μάλιστα, χαρακτηριστικό, ότι διαχρονικά η ελληνική κεφαλαιαγορά μόνο οριακά συμμετείχε στη χρηματοδότηση της αναπτυξιακής διαδικασίας. Έτσι, ο βασικός χρηματοδότης της ανάπτυξης – και όχι μόνο – στην ελληνική οικονομία είναι ο τραπεζικός τομέας, που είναι και ο κύριος εκπρόσωπος του χρηματοπιστωτικού κεφαλαίου στην Ελλάδα (καθώς και οι χρηματοδοτήσεις από τα Κοινοτικά Πλαίσια Στήριξης).

 

   Στο πλαίσιο αυτό, η χρηματοδότηση των επενδύσεων παίρνει τη μορφή των πιστώσεων. Επομένως, ο όγκος των επενδύσεων είναι συνάρτηση δύο παραγόντων: αφενός του ύψους του επιτοκίου και αφετέρου του ίδιου του όγκου των πιστώσεων. Στην ελληνική περίπτωση, η αύξηση της χρηματοδότησης επηρεάστηκε κυρίως από τον δεύτερο παράγοντα και κυρίως από τον σχετικά φθηνό δανεισμό των ίδιων των τραπεζών. Σε αντιδιαστολή το ύψος των επιτοκίων δανεισμού υπήρξε συγκριτικά υψηλό, καθώς είχαν ενσωματώσει σε αυτό και τον αυξημένο πιστωτικό «κίνδυνο». Αυτά τα επιτόκια και ειδικότερα η διαφορά μεταξύ επιτοκίου καταθέσεων και επιτοκίου χορηγήσεων υπήρξε η κύρια πηγή κερδών για τις τράπεζες. Η πιστωτική επέκταση είχε ως αποτέλεσμα, ωστόσο, μία δυσαναλογία, η οποία καθώς αυξανόταν οδηγούσε με τρόπο μοιραίο στη «φούσκα». Η δυσαναλογία αυτή εντοπιζόταν ανάμεσα στο ρυθμό αύξησης στις τιμές των περιουσιακών στοιχείων αφενός και στο ρυθμό αύξησης της κερδοφορίας αφετέρου. Καθώς ο ρυθμός αύξησης της κερδοφορίας υστερούσε έναντι του ρυθμού αύξησης των περιουσιακών στοιχείων (εμπράγματων και χρηματικών), οι πιστωτές αρχίζουν να αποσύρονται από την χρηματοδότηση. Στην ελληνική περίπτωση όμως, η μερίδα του λέοντος από τις πιστώσεις διοχετευόταν στις ανάγκες χρηματοδότησης του δημοσίου τομέα. Και τούτο, επειδή, στην πορεία οι επιχειρήσεις και τα νοικοκυριά δεν ήταν σε θέση να αντεπεξέλθουν στα σχετικά υψηλά επιτόκια. Δεν είναι τυχαίο, λοιπόν, ότι η δυσαναλογία στην ελληνική περίπτωση εκδηλώθηκε με τη μορφή της δημοσιονομικής κρίσης, η οποία πολύ σύντομα εξελίχθηκε και σε κρίση του ίδιου του τραπεζικού τομέα. Η κρίση, επομένως, έχει αποτυπωθεί και εξακολουθεί να εμφανίζεται ως διάρρηξη των ισχνών σχέσεων μεταξύ χρηματοπιστωτικού τομέα αφενός και του παραγωγικού τομέα της ελληνικής οικονομίας.

 

   Η ανάπτυξη, επομένως, θα κάνει ορατά τα σημάδια της όταν έχει αποκατασταθεί αυτή η σχέση. Και τούτο για τον απλούστατο λόγο ότι αναγκαία συνθήκη για την ανάπτυξη, είναι η χρηματοδότηση.

 

   Ακόμα, όμως, και εάν αυτή η σχέση αποκατασταθεί και ξεκινήσει η χρηματοδότηση των επενδύσεων, οι ΜμΕ θα έρθουν αντιμέτωπες όχι μόνο με τα παραδοσιακά αλλά και με νέα εμπόδια, με κίνδυνο να αποκλειστούν από τη χρηματοδότηση των επενδύσεων. Είναι γνωστό ότι οι ελληνικές ΜμΕ, ακόμα και κατά την περίοδο της ανάπτυξης δεν ήταν σε θέση να χρηματοδοτήσουν είτε τα κεφάλαια κίνησης είτε τις επενδύσεις τους μέσω του τραπεζικού συστήματος. Ακόμα και  η θεσμοθέτηση και λειτουργία αρχικά του ΤΕΜΠΜΕ και μετέπειτα του ΕΤΕΑΝ δεν έλυσαν τις ανάγκες χρηματοδότησης των ΜμΕ στην Ελλάδα. Υπάρχει, επομένως, η ανάγκη για τη δημιουργία ενός Ταμείου Χρηματοδότησης των Αναγκών των Ελληνικών ΜμΕ, το οποίο θα παρακάμπτει τις συστημικές τράπεζες και θα συγκεντρώνει εκείνα τα χρηματοδοτικά εργαλεία, που είναι προσαρμοσμένα στο μέγεθος αλλά και στη φύση των ΜμΕ. Μέχρι τώρα τα χρηματοδοτικά εργαλεία που έχουν σχεδιαστεί στο πλαίσιο της Ευρωπαϊκής Ένωσης, όπως εκείνα που έχουν ενεργοποιηθεί από την EBRD, την Ευρωπαϊκή Τράπεζα Επενδύσεων αλλά και το περίφημο «Πακέτο Γιούνκερ», μπορούν να αξιοποιηθούν και εν μέρει έχουν αξιοποιηθεί από μεγάλες επιχειρήσεις.

 

   Ένα δεύτερο ζήτημα, το οποίο αυτή τη φορά σχετίζεται με το ίδιο το περιεχόμενο της ανάπτυξης και κυρίως με τη διάρθρωση της πραγματικής οικονομίας είναι αυτό που έχουμε συνηθίσει να ακούμε συχνά, για τον εσωστρεφή χαρακτήρα της επιχειρηματικής δραστηριότητας στην Ελλάδα. Αυτό το λεγόμενο «πρόβλημα» δεν είναι κάτι καινοφανές αλλά σχετίζεται με ένα από τα χρόνια διαρθρωτικά προβλήματα της ελληνικής οικονομίας και δεν είναι άλλο από το έλλειμμα στο εξωτερικό ισοζύγιο. Το έλλειμμα αυτό όμως δεν ισοδυναμεί απαραίτητα με τον εσωστρεφή χαρακτήρα της ελληνικής οικονομίας αλλά με τη χαμηλή αξία των εξαγωγών μας έναντι της αξίας των εισαγωγών. Μελέτη που δημοσιεύθηκε το 2012 έδειξε για την Ελλάδα ότι το 60 % των εξαγωγών της ήταν χαμηλής προστιθέμενης αξίας ενώ μόνο το 19 % περίπου των εξαγωγών της ήταν υψηλής προστιθέμενης αξίας και διεθνώς ανταγωνιστικό. Το πρόβλημα, επομένως, δεν αντιμετωπίζεται με την ακαριαία μεταμόρφωση των ελληνικών επιχειρήσεων σε εξωστρεφείς αλλά με την αύξηση της αξίας των εξαγωγών μας. Άλλωστε, και οι τρεις στις τέσσερις ξένες άμεσες επενδύσεις που έχουν γίνει την τελευταία δεκαπενταετία στην Ελλάδα είναι προσανατολισμένες στην εγχώρια αγορά και μάλιστα σε κλάδους οικονομικής δραστηριότητας, που δεν έχουν δείξει να έχουν θιγεί σημαντικά από την κρίση και την ύφεση.

 

    Η χρηματοδότηση ή η επιλογή για στήριξη των εξαγωγικών επιχειρήσεων και της εξωστρέφειας γενικά και αδιάκριτα δεν πρόκειται να λύσει το πρόβλημα του ελλείμματος στο εξωτερικό ισοζύγιο. Αντίθετα, υπάρχει ανάγκη για στήριξη των εξαγωγικών επιχειρήσεων, όχι απλώς για να αυξήσουν τον όγκο των εξαγωγών τους αλλά την προστιθέμενη αξία των προϊόντων τους.

 

 

   Ένα τελευταίο διαρθρωτικό πρόβλημα που αντιμετωπίζουν οι ελληνικές ΜμΕ είναι ο στενός επιχειρηματικός τους ορίζοντας και όχι απλά και μόνο το μικρό τους μέγεθος. Ως προς το σημείο αυτό, θα ήθελα να επισημάνω ότι πριν τη στήριξη της λεγόμενης αλληλέγγυας και κοινωνικής οικονομίας, σε σχέση με την οποία προετοιμάζεται ένα νέο θεσμικό πλαίσιο, είναι ανάγκη να στηριχθούν οι συνέργειες και οι μορφές συνεργασίας μεταξύ των ΜμΕ. Δεν είναι, επομένως δυνατό να έχουμε έτοιμο θεσμικό πλαίσιο για την κοινωνική και αλληλέγγυα οικονομία την ίδια στιγμή που η εμπειρία μας έχει δείξει ότι είναι απαραίτητο ένα θεσμικό πλαίσιο για τα clusters / τις συστάδες επιχειρήσεων, οποιαδήποτε μορφή κι αν έχουν αυτά. Εδώ η εμπειρία τόσο της Συνομοσπονδίας όσο και του ΙΜΕ, το οποίο μέχρι τώρα έχει βοηθήσει στο σχηματισμό, τη λειτουργία και εν γένει τη στήριξη 11 τέτοιων συνεργειών, είναι πολύτιμη. Αυτή η εμπειρία δείχνει ότι είναι δυνατή η ανάπτυξη σε μικρή κλίμακα. Και τούτο παρά τα εμπόδια και τους φραγμούς που υπάρχουν.

 

Δυστυχώς όμως θα πρέπει για ακόμη μία φορά να τονίσουμε ότι η Πολιτεία, παρά τις περί του αντιθέτου διαβεβαιώσεις, παραμένει ως παθητικός παρατηρητής στα τεκταινόμενα στον χώρο των πμ&ΜΜΕ και οι Έλληνες Επαγγελματίες, Έμποροι και Βιοτέχνες δεν αισθάνονται ισότιμα μέλη αυτής της κοινωνίας, καθόσον συνεχίζουμε να αγωνιζόμαστε  μόνοι σε αυτό το εξαιρετικά αρνητικό περιβάλλον καθ’ όλη τη διάρκεια της κρίσης που μαστίζει την χώρα.     

 

 Κλείνοντας την εισήγησή μου θα ήθελα να τονίσω με ιδιαίτερη έμφαση ότι η Διοίκηση που θα αναδειχθεί από τις εκλογές που θα διεξαχθούν, θα έρθει αντιμέτωπη με προκλήσεις και προβλήματα που συχνά θα εκδηλωθούν με ένταση και οξύτητα. Γιατί, εκτός από τα γνωστά εν πολλοίς προβλήματα που μας έχει κληροδοτήσει η κρίση, θα έχει να αντιμετωπίσει και νέα προβλήματα, τα οποία θα είναι ίσως πρωτόγνωρα. Να γνωρίζετε ότι το θέμα της περιθωριοποίησης και της ευθανασίας των μικρών και πολύ μικρών επιχειρήσεων είναι ακόμα στην ημερήσια διάταξη, κι ας μην ακούγεται με την ίδια ένταση, όπως στο πρόσφατο παρελθόν. Θα πρέπει να γνωρίζετε, επίσης, ότι η ΓΣΕΒΕΕ θα είναι θεματοφύλακας των συμφερόντων των μικρών και πολύ μικρών επιχειρήσεων, απέναντι σε κάθε δυσκολία.

 

Και όχι μόνο επειδή χωρίς τις μικρές επιχειρήσεις δεν υπάρχει ανάπτυξη. Αλλά γιατί χωρίς τις μικρές επιχειρήσεις δεν υπάρχει ελληνική κοινωνία.

 

 

ΣΒ