tuv-iso-logo tuv-iso-27001-logo

Ιστορία: Τα μεσαία στρώματα πρωτοπόρα στην επανάσταση του 1909

το κίνημα του στρατού υπό την καθοδήγηση του Στρατιωτικού Συνδέσμου στο Γουδί, πέτυχε μόνο χάρη στην ενεργή συμμέτοχη των μεσαίων στρωμάτων της Πόλης

Λίγοι είναι αυτοί που γνωρίζουν ότι η αστική επανάσταση στην Ελλάδα, η οποία σφραγίστηκε με το κίνημα του στρατού υπό την καθοδήγηση του Στρατιωτικού Συνδέσμου στο Γουδί, πέτυχε μόνο χάρη στην ενεργή συμμέτοχη των μεσαίων στρωμάτων της Πόλης εκείνης της εποχής! Κι όμως, σε κρίσιμες στιγμές η παρέμβασή τους ήταν καταλυτική, τόσο υπέρ της εξέγερσης κατά του παλαιοκομματισμού και του φεουδαρχισμού όσο, σε συνέχεια, υπέρ της δημοκρατίας για τη σταθεροποίησής της με την έλευση του Ελευθερίου Βενιζέλου!

 

Ορισμένες περιγραφές, καταστάσεις και αιτήματα της εποχής φαίνεται πως έχουν κάποια συγγένεια με τις σημερινές καταστάσεις κρίσης που ζούμε!

 

 

Ας δούμε τα ιστορικά γεγονότα

 

 

Το στρατιωτικό κίνημα στο Γουδί και  η μεγάλη διαδήλωση συμπαράστασης της 14ης Σεπτεμβρίου του 1909 κατέδειξαν την ογκούμενη δυσφορία των κατώτερων στρωμάτων απέναντι στην προνομιακή αυθαιρεσία που απολάμβανε η ιθύνουσα τάξη. Οι μικρομεσαίες επαγγελματικές και βιοτεχνικές οργανώσεις μεταβλήθηκαν σε εκφραστή της ευρύτερης λαϊκής δυσαρέσκειας και έπαιξαν πρωταγωνιστικό ρόλο στις ογκώδεις διαδηλώσεις του Σεπτεμβρίου του 1909. Κυριάρχησαν αριθμητικά και ιδεολογικά κατά τη διάρκεια της εξέγερσης που συγκρότησε ένα ευρύ φάσμα κοινωνικών δυνάμεων, ενώ διακρίθηκαν και ως προς τη διατύπωση προωθημένων κοινωνικών αιτημάτων που συντάραξαν το παραδοσιακό πλέγμα πολιτικής ισχύος.

 

 

Οι επαγγελματικές οργανώσεις βρίσκονταν σε καθεστώς κινητοποίησης πριν από την εκδήλωση του κινήματος, αφού τα οικονομικά μέτρα που είχε λάβει η κυβέρνηση με τον προϋπολογισμό του 1908 είχαν ήδη προκαλέσει έντονη αντίδραση. Στο ψήφισμα της Γενικής Συνέλευσης της 3ης Δεκεμβρίου του 1908 του Συνδέσμου των εν Αθήναις Συντεχνιών διακηρυσσόταν η εναντίωση στο παλαιοκομματικό καθεστώς που τρεφόταν από την καταχρηστική σίτιση των δημοσίων εσόδων, τα οποία διόγκωνε η εξοντωτική  φορολογική επιβάρυνση των μικρομεσαίων και εργατικών στρωμάτων. Δηλωνόταν επίσης η πρόθεση των επαγγελματιών να μεταβούν συγκροτημένα στον Πρόεδρο της Κυβέρνησης και τον Πρόεδρο της Βουλής προκειμένου να δηλώσουν ότι αδυνατούσαν να δεχθούν την επιβολή νέων φόρων, καθώς και να προβούν σε επιτακτικές προς την κυβέρνηση συστάσεις «όπως μόνον δια της περικοπής των γνωστών του προϋπολογισμού προς συντήρησιν εν τη αρχή του εκάστοτε κόμματος και γενναίων οικονομιών καλυφθώσι τα τυχόν ελλείμματα και επετευχθή το ισοζύγιον και ουχί δια της επιβολής νέων φόρων εις βάρος των μη δυαμένων πλέον να ανθέξωσιν εργατικών και επαγγελματικών τάξεων».

 

Το ψήφισμα συνυπέγραφαν εκ μέρους της Διοικούσας Επιτροπής του Συνδέσμου των Συντεχνιών, ο πρόεδρος Φώτης Παπαφώτης ως πρόεδρος των Καπνεμπόρων και Καπνοπωλών, ο αντιπρόεδρος Κ. Δ. Καπερώνης, πρόεδρος των Καφεπωλών και ο ταμίας Δ. Κυριάκος, πρόεδρος των Κουρέων. Προσέκρουσε, ωστόσο, στην επιδεικτική αδιαφορία του Κοινοβουλίου.[1]

 

Η αντίδραση του Συνδέσμου απέναντι στη μεθόδευση αποσιώπησης της διαμαρτυρίας του επαγγελματοβιοτεχνικού κόσμου ήταν ακαριαία. Η νέα Γενική Συνέλευση  που συνεκλήθη στις 13 Φεβρουαρίου του 1909 επανέλαβε τα λαϊκά αιτήματα, αυτή τη φορά εν είδη υπομνήματος προς το Βασιλιά. Υπογραμμιζόταν η εισοδηματική πενία στην οποία είχαν περιέλθει τα επαγγελματικά και βιοτεχνικά στρώματα εξαιτίας του συνδυασμού τόσο των βαρύτατων έμμεσων φόρων που ανέρχονταν στο 33% του προϋπολογισμού, αλλά και των επαχθών  άμεσων που επιβάρυναν τους επαγγελματίες με εισοδηματικά κριτήρια φορολόγησης, εντελώς αναντίστοιχα προς τις εισοδηματικές δυνατότητες τους. Επεσήμαναν δε πως «ουδέν όμως των ειρημένων φορολογικών ατοπημάτων θα συνέβαινε αν εξ’ αρχής ήθελεν επικρατήση η ορθή εν των συντάγματι ανεγεγραμμένη φορολογική αρχή της αναλόγως του εισοδήματος εκάστου φορολογίας».[2]

 

Σε συνέχεια της κινητοποίησης του Συνδέσμου, στις 31 Μαρτίου του 1909 δύο χιλιάδες μέλη των συντεχνιών των εμπόρων και καταστηματαρχών πραγματοποίησαν πορεία προς τα ανάκτορα για να διαμαρτυρηθούν για τις αυθαιρεσίες του τελωνείου του Πειραιά.[3]

 

 

Οι εκδηλώσεις αυτές συνιστούσαν το σπουδαιότερο προανάκρουσμα της επί θύραις λαϊκής εξέγερσης. Κύριος λόγος αναταραχής αποτελούσε η επίδραση της έμμεσης φορολογίας. Ο ριζοσπαστισμός των επαγγελματικών ενώσεων κλιμακώνεται στο έδαφος των βαρύτατων έμμεσων φόρων σε είδη λαϊκής κατανάλωσης, τη στιγμή που ο φορολογικός συντελεστής εισοδήματος τους κυμαινόταν μεταξύ 10 και 40% περίπου.[4] Το αίτημα για δημοσιονομική μεταρρύθμιση αποτέλεσε το συντονιστικό πρόταγμα ενός ετερόκλητου πλήθους κοινωνικής διαμαρτυρίας. Στις εξωτερικές του στοιβάδες συγχρωτίζονταν εργατικά στρώματα, οι διαθέσεις των οποίων μορφοποιήθηκαν χάρη στην αποφασιστική επίδραση των επαγγελματικών και βιοτεχνικών συλλόγων σε ένα ριζοσπαστικό ρεύμα που στρεφόταν κατά του παλαιοκομματικού κατεστημένου και των θεμελίων της καθεστηκυίας οικονομικής πολιτικής.

 

Από τον Αύγουστο έως και τον Οκτώβριο η κοινωνική επιρροή των Συντεχνιών πιστοποιείται από ογκώδεις συγκεντρώσεις και συλλαλητήρια που συγκλονίζουν την επαρχία.[5] Επιστέγασμα της μεγάλης λαϊκής κινητοποίησης στάθηκε η παλλαϊκή συγκέντρωση στις 14 Σεπτεμβρίου 1909 στο Πεδίον του Άρεως, την οποία συγκάλεσαν οι πρόεδροι των Συντεχνιών προς συμπαράσταση στο Στρατιωτικό Σύνδεσμο. Μελετητές υπολογίζουν τον αριθμό των διαδηλωτών σε 55.000, ενώ μαρτυρίες της εποχής μιλούσαν για υπερδιπλάσιους αριθμούς.[6] Από την πλευρά του, ο Σύνδεσμος των Συντεχνιών φέρεται να κινητοποιεί 50 κλαδικές οργανώσεις, οι οποίες εκτιμάται ότι αριθμούσαν περίπου 30.000 μέλη.[7] Ο μαχητικός της χαρακτήρας και τα ριζοσπαστικά αιτήματα της διαδήλωσης στοιχειοθέτησαν το έδαφος της νομιμοποίησης του στρατιωτικού κινήματος.

 

Κορυφαία στιγμή της συγκέντρωσης υπήρξε η ομιλία του πρόεδρου του Συνδέσμου των Συντεχνιών της Αθήνας, Φ. Παπαφώτη, κατά την οποία τόνισε την ανάγκη να «εγκολπωθεί ο λαός το στρατιωτικό κίνημα», εν συνεχεία δε επιτέθηκε με σκληρή γλώσσα κατά της παρασκηνιακής συναλλαγής και της φορολογικής πολιτικής.[8]

 

Το κείμενο της διακήρυξης  που ψηφίστηκε από τους διαδηλωτές και επιδόθηκε στο βασιλιά και τον πρόεδρο της Κυβέρνησης Κυριακούλη Μαυρομιχάλη, έφερε τη σφραγίδα των εξεγερμένων μικροαστών: «Ο λαός των Αθηνών και του Πειραιώς […] αποβλέπων εις το ότι τα έννομα συμφέροντά και δικαιώματά του ουσιωδώς εθυσιάσθησαν υπό το ευπρόσωπον κάλυμμα του ελεύθερου πολιτεύματος, των αντιπροσώπων αυτού μεταβληθέντων εις ιδιοτελή ολιγαρχίαν συνεταιρισθείσαν […] μετ’ αφορολογήτου πλουτοκρατίας, ενώ αυτός στενάζει υπό το βάρος των αδικωτάτων φόρων, ήτοι των επί της καταναλώσεως […]». Ακόμα πιο χαρακτηριστικά του εμποροβιοτεχνικού ριζοσπαστισμού ήταν τα αιτήματα που ακολούθησαν τις εισαγωγικές εκτιμήσεις. Το εξεγερμένο πλήθος της Αθήνας απαιτούσε την καθιέρωση ενός δίκαιου φορολογικού συστήματος με κύριο αίτημα τη θέσπιση φόρου εισοδήματος, αναθεμάτιζε την εκτατική τοκογλυφία, συνιστούσε την αξιοκρατική διαλογή και τη μονιμότητα των δημοσίων υπαλλήλων, καθώς επίσης ζητούσε την προστατευτική παρέμβαση του κράτους στη γεωργία, τη βιομηχανία και το εμπόριο.[9]

 

 

Οι εξελίξεις ήταν ραγδαίες. Με συνοπτικές διαδικασίες η Βουλή ψήφισε ένα σημαντικό αριθμό νόμων που ικανοποιούσαν τα λαϊκά αιτήματα. Τέτοιοι προπάντων ήταν οι νόμοι για το φόρο κληρονομιάς (3381/1909), το φόρο εισοδήματος και ακίνητης περιουσίας (3363/1909), το δικαιότερο υπολογισμό του φόρου επιτηδεύματος (3464/1909), το φόρο κτηματικής περιουσίας (3565/1910), τη φορολόγηση των αμπελώνων, την κατάργηση του φόρου αροτριώντων κτηνών για τους ακτήμονες και τις μικρές εκμεταλλεύσεις, τη μείωση της τιμής της ζάχαρης και για τη φορολόγηση των ασφαλιστικών εταιρειών. Άλλοι όμως νόμοι επιβάρυναν τους καταναλωτές, επιμένοντας στη επιβάρυνση των λαϊκών εισοδημάτων. Χαρακτηριστικοί προς αυτή την κατεύθυνση είναι οι νόμοι για την αύξηση του φόρου καπνού, του φόρου κατανάλωσης ασετυλίνης και του φόρου ελαίου και ελαιών.[10] Ο Σύνδεσμος των Συντεχνιών παρέμεινε ανικανοποίητος, ενώ ο Στρατιωτικός Σύνδεσμος δυσφορούσε ανοιχτά με την κυβέρνηση και τη Βουλή.

 

Στα τέλη του 1909 οι αντιδυναστικοί τόνοι οξύνονταν και η λεπτή ισορροπία μεταξύ κινηματιών του Στρατού και κοινοβουλευτικού νομοθετικού έργου έμοιαζε πιο εύθραυστη από ποτέ. Υπό την πίεση των εξεγερμένων ενόπλων δυνάμεων, η δημόσια ζωή της χώρας ακροβατούσε μεταξύ της συναντίληψης των θεσμικών παραγόντων και της αντικοινοβουλευτικής εκτροπής. Κατά την οριακή αυτή στιγμή, οι αθηναϊκές και πειραϊκές Συντεχνίες έδειξαν την αφοσίωσή τους στο κοινοβουλευτικό κεκτημένο και πριμοδότησαν τη δημόσια ζωή με υποθήκες σταθεροποιητικής εξομάλυνσης. Ήδη στις 26 Ιουνίου του 1909 σε εγκύκλιο προς τα μέλη τους είχαν προτρέψει σε μετριοπαθή στάση έναντι του μαχητικού εθνικισμού, ενώ τώρα τηρούσαν σαφείς αποστάσεις από τις φιλοδικτατορικές διαθέσεις των αξιωματικών.[11] Μετά από διαπραγματεύσεις των συντεχνιών με το Στρατιωτικό Σύνδεσμο, τον Ιανουάριο του 1910 ευοδώθηκε το προσκλητήριο κάλεσμα στον Ελευθέριο Βενιζέλο για την ανάληψη των ηνίων της κυβέρνησης.

 

Άλλα και στα όσα μεσολάβησαν μέχρι τη διεξαγωγή των εκλογών της 8ης Αυγούστου του 1910, οι Συντεχνίες υπογράμμισαν την αφοσίωση τους στον κοινοβουλευτισμό και την απόφασή τους να επιμένουν στα μεταρρυθμιστικά τους αιτήματα στο πλαίσιο της δημοκρατικής νομιμότητας. Σταθμός στη πορεία προς την πολιτική εξομάλυνσης στάθηκε η μαζική συγκέντρωση που πραγματοποιήθηκε στις 4 Ιουλίου στο Πεδίο του Άρεως, στην οποία εκπροσωπήθηκαν από τους προέδρους τους 28 επαγγελματικά σωματεία και συντεχνίες. Εκεί επελέγησαν μεταρρυθμιστές υποψήφιοι, μεμονωμένοι ή κατερχόμενοι στις εκλογές με ανεξάρτητα ψηφοδέλτια στηριζόμενοι από τις Συντεχνίες. Για την Αττική, τα επαγγελματικά σωματεία πρότειναν τον Βενιζέλο. Αμιγείς συνδυασμοί των συντεχνιών καταρτίστηκαν σε αρκετές περιφέρειες του κράτους, ενώ στο Βόλο ο συνδυασμός των Συντεχνιών πέτυχε σημαντική νίκη.

 

 

Πηγή: Αρχεία ΓΣΕΒΕΕ

 

 

 

ΣΒ

 


[1] Καραμούζης & Ευστρατίου, ό.π., σ.33-34.

[2] Στο ίδιο, σ.39.

[3] Γ. Β. Δερτιλής, Κοινωνικός Μετασχηματισμός και Στρατιωτική Επέμβαση 1880-1909, Αθήνα: Εξάντας, 1977, σ.193.

[4] Στο ίδιο, σ.198.

[5] G. Hering, Τα πολιτικά κόμματα στην Ελλάδα 1821-1936, Αθήνα: Μορφωτικό Ίδρυμα Εθνικής Τραπέζης, 2004, τόμ. Β΄, σ.760-761.

[6] Ποταμιάνος, ό.π., σ.882· Δερτιλής, Κοινωνικός Μετασχηματισμός…, ό.π., σ.203.

[7] Hering, ό.π., σ.760.

[8] Γ. Κ. Κορδάτος, Ιστορία της Νεώτερης Ελλάδος, Αθήνα: 20ος αιώνας, 1958, τόμ. Ε΄, σ.130.

[9] Στο ίδιο, σ.133-135.

[10] Hering, ό.π., σ.762-763.

[11] Στο ίδιο, σ.765.