tuv-iso-logo tuv-iso-27001-logo

Αχρεωστήτως καταβληθείσες ασφαλιστικές εισφορές στον Ο.Α.Ε.Ε. – Ηθική βλάβη λόγω άρνησης του ΟΑΕΕ για επιστροφή των εισφορών που καταβλήθηκαν αχρεώστητα (108/2022 ΔΠΡ ΛΑΜ)

 

Γράφει η Ελένη Καραβέλα, Δικηγόρος – Νομικός Συνεργάτης Ε.Ε.Α.

 

Η επιστροφή των εισφορών κλάδου Σύνταξης που καταβλήθηκαν αχρεώστητα, χωρίς δηλαδή να αντιστοιχούν σε νόμιμο χρόνο ασφάλισης, στον ΟΑΕΕ, ρυθμίστηκε με τις διατάξεις των άρθρων 10 και 17 του π.δ. 258/2005 (καταστατικό του ΟΑΕΕ) και του άρθρου 24 παρ. 6 της Φ.οικ.10035/25147/4888/13-11-2006 απόφασης του Υπουργού Απασχόλησης και Κοινωνικής Προστασίας (Κανονισμός Οικονομικής Οργάνωσης & Λογιστικής Λειτουργίας του ΟΑΕΕ). Με αυτές προβλέφθηκε ότι η καταβολή εισφορών εκ μέρους του ασφαλισμένου δεν δημιουργεί κανένα δικαίωμα απέναντι στον Οργανισμό, εφόσον ελλείπουν οι νόμιμες προϋποθέσεις ασφάλισης, πλην της επιστροφής ατόκως του ποσού κλάδου σύνταξης που κατεβλήθη για τον αντίστοιχο χρόνο. Το δικαίωμα προς επιστροφή υπόκειται σε πενταετή παραγραφή, η οποία αρχίζει από της λήξη του οικονομικού έτους εντός του οποίου καταβλήθηκαν οι εισφορές. Ειδικότερα ως προς τις εισφορές που καταβλήθηκαν μετά τη διακοπή της ασφαλιστέας εργασίας προβλέφθηκε ότι αυτές επιστρέφονται άτοκα κατόπιν αιτήσεως του ασφαλισμένου ή και αυτεπάγγελτα.

Με τη με αρ.92/2010 εγκύκλιο του ΟΑΕΕ, σχετικά με τον συμψηφισμό των αχρεωστήτως καταβληθεισών και οφειλόμενων ασφαλιστικών εισφορών και για την παροχή διευκρινίσεων σχετικά με την εφαρμογή των ανωτέρω διατάξεων, σημειώθηκε ότι οι εισφορές που καταβάλλονται χωρίς να αντιστοιχούν σε χρόνο ασφάλισης και ως εκ τούτου καταβάλλονται αχρεωστήτως, δεν επιστρέφονται και δεν συμψηφίζονται εάν ο ασφαλισμένος κατέβαλε, γνωρίζοντας πως δεν είχε υποχρέωση για καταβολή (ΑΚ 905). Κατά το γράμμα της εγκυκλίου «για να αποκλειστεί η απαίτηση αχρεωστήτου, δηλαδή η επιστροφή ποσών, πρέπει ο λήπτης (δηλαδή ο Οργανισμός) να αποδείξει ότι ο δότης (δηλαδή ο ασφαλισμένος) όταν κατέβαλλε τα αναζητούμενα ποσά γνώριζε ότι δεν είχε υποχρέωση καταβολής αυτών (σχετική η αριθ. 495/26-1-2010 γνωμοδότηση).»

Η ερμηνεία αυτή του ΟΑΕΕ είχε ως αποτέλεσμα ασφαλισμένοι που κατέβαλαν εισφορές μετά τη διακοπή της εργασίας τους, αφενός να μην μπορούν να αξιοποιήσουν τις εισφορές αυτές για την αύξηση του ασφαλιστικού τους χρόνου και αφετέρου να βρίσκονται αντιμέτωποι με την άρνηση του φορέα να τους επιστρέψει τα ποσά των εισφορών ατόκως, όπως προβλέπουν οι σχετικές διατάξεις.

Μία τέτοια υπόθεση απασχόλησε πρόσφατα το Διοικητικό Πρωτοδικείο Λαμίας. Στην υπόθεση αυτή, ο ενάγων ήταν ασφαλισμένος του ΟΑΕΕ (τ. ΤΑΕ) από το 1977 ως έμπορος ενώ το 1999 απέκτησε την ιδιότητα του μετόχου και Διευθύνοντος Συμβούλου ΑΕ, έως και τον 12ο/2010, οπότε και μεταβίβασε στους γιους τον μεγαλύτερο αριθμό των μετοχών του, ενώ ο ίδιος διατήρησε ποσοστό μικρότερο του 3% του μετοχικού κεφαλαίου της εταιρίας, με αποτέλεσμα να μην πληρούνται πλέον οι προϋποθέσεις για την υπαγωγή του στην ασφάλιση του Οργανισμού. Ωστόσο συνέχισε να καταβάλει εισφορές και μετά την ανωτέρω ημερομηνία και συγκεκριμένα για το χρονικό διάστημα από 1.1.2011 έως 31.10.2011. Με αίτησή του που υπέβαλε το 2013, ο ασφαλισμένος διαγράφηκε αναδρομικά από την ασφάλιση του ΟΑΕΕ από 1.1.2011, ενώ περαιτέρω αιτήθηκε τη συνταξιοδότησή του και την επιστροφή των εισφορών που κατέβαλε για το έτος 2011, ήτοι αφότου είχε επέλθει διακοπή της ασφαλιστέας του εργασίας. Ο ΟΑΕΕ, μη επιστρέφοντας τα ποσά των εισφορών του έτους 2011, χορήγησε στον ενάγοντα σύνταξη γήρατος, μη συνυπολογίζοντας στον χρόνο ασφάλισης τις εισφορές αυτές. Κατόπιν τούτου ο ασφαλισμένος υπέβαλε ένσταση κατά της απόφασης απονομής σύνταξης, ζητώντας τον συνυπολογισμό των ανωτέρω εισφορών στον ασφαλιστικό του χρόνο και επικουρικά την επιστροφή των ποσών αυτών ως αχρεωστήτως καταβληθέντων, η οποία απορρίφθηκε από τον ασφαλιστικό οργανισμό, με την αιτιολογία ότι η νομοθεσία του Οργανισμού δεν προβλέπει την αναγνώριση ως χρόνου ασφάλισης χρονικού διαστήματος μεταγενέστερου της διακοπής του επαγγέλματος για το οποίο καταβλήθηκαν εισφορές. Εν συνεχεία ο ασφαλισμένος άσκησε αγωγή, ζητώντας την επιστροφή των εισφορών, στην οποία ο ΟΑΕΕ αντέτεινε ότι τα ποσά αυτά δεν είναι επιστρεπτέα κατά τα οριζόμενα στο άρθρο 905 του ΑΚ, καθώς ο ενάγων γνώριζε ότι δεν είχε υποχρέωση καταβολής τους, δεδομένου ότι είχε προηγηθεί διακοπή του επαγγέλματος του και είχε λήξει η ασφαλιστική του σχέση με τον Οργανισμό.

Το Δικαστήριο, ακολουθώντας προγενέστερη νομολογία (ιδ. ενδεικτικά 11446/2020 ΔΠΡ ΑΘ, 3167/2019 ΔΠΡ ΠΕΙ, 4515/2019 ΔΕΦ ΑΘ), έκρινε ότι οι εισφορές του κλάδου σύνταξης, που καταβάλλονται από τον ασφαλισμένο αχρεωστήτως μετά τη διακοπή της ασφαλιστέας στον ΟΑΕΕ απασχόλησής του, επιστρέφονται ατόκως, χωρίς η επιστροφή αυτή να εξαρτάται από τη συνδρομή οποιοσδήποτε άλλης προϋπόθεσης, μη εφαρμοζομένης της διάταξης του άρθρου 905 του Α.Κ. Σύμφωνα με τις ίδιες διατάξεις δεν προβλέπεται η επιστροφή στον ασφαλισμένο των εισφορών του κλάδου Υγείας που αυτός κατέβαλε μετά τη διακοπή της ασφαλιστέας απασχόλησής του. Δικαίωσε με τον τρόπο αυτό εν μέρει τον ασφαλισμένο, θεωρώντας μάλιστα ότι από την αδικαιολόγητη άρνηση του Οργανισμού για την επιστροφή των ποσών που είχαν καταβληθεί αχρεωστήτως, ο ασφαλισμένος υπέστη και ηθική βλάβη, για την οποία του επιδίκασε εύλογη χρηματική ικανοποίηση κατ’ άρθρο 932 του Αστικού Κώδικα. Τέλος, έκρινε ότι η επιστροφή των ποσών βάσει των σχετικών διατάξεων γίνεται μεν ατόκως, ωστόσο οι διατάξεις αυτές δεν αποκλείουν την επιδίκαση τόκων επιδικίας, που, στην συγκεκριμένη περίπτωση οφείλονταν από την επίδοση της κρινόμενης αγωγής στο εναγόμενο ΝΠΔΔ. (Ολόκληρη η απόφαση δημοσιευμένη στην ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ)