tuv-iso-logo tuv-iso-27001-logo

Aναστολή της καταβολής της σύνταξης εάν ο συνταξιούχος εκτίει ποινή στερητική της ελευθερίας μεγαλύτερη των έξι μηνών για όσο χρόνο την εκτίει (ΣτΕ 1254/2021)

Γράφει η Ελένη Καραβέλα, Δικηγόρος – Νομικός Συνεργάτης Ε.Ε.Α.


Με την διάταξη της περ. (α) της παρ. 7 του άρθρου 29 του α.ν. 1846/1951, που εφαρμόζονται και όσον αφορά την επικουρική σύνταξη που χορηγείται από το Ι.Κ.Α.-Τ.Ε.Α.Μ. ορίζεται ότι αναστέλλεται η καταβολή της σύνταξης εάν ο συνταξιούχος εκτίει ποινή στερητική της ελευθερίας μεγαλύτερη των έξι μηνών για όσο χρόνο την εκτίει (εδ. πρώτο) και ότι, εφόσον υπάρχουν πρόσωπα που σε περίπτωση θανάτου του συνταξιούχου θα λάμβαναν σύνταξη, αυτά δικαιούνται σε απόληψη της σύνταξης που θα τους καταβαλλόταν σε περίπτωση θανάτου του συνταξιούχου. Η διάταξη αυτή είχε αμφισβητηθεί εντόνως εάν προσκρούει σε υπερνομοθετικής ισχύος διατάξεις και στο Σύνταγμα, ενώ είχαν εκδοθεί και δικαστικές αποφάσεις (βλ. ενδεικτικά απόφ. Διοικ. Εφ. Αθ. 2528/2008) που έκριναν αυτήν ως αντισυνταγματική.

Η αμφισβήτηση αυτή ήρθη με την πρόσφατη με αρ, 1254/2021 απόφαση της επταμελούς σύνθεσης του Α Τμήματος του Συμβουλίου της Επικρατείας. Με την απόφαση αυτή κρίθηκε ότι οι ανωτέρω διατάξεις δεν παραβιάζουν τα άρθρα 2 παρ. 1, 4 παρ. 1, 22 παρ. 5 και 25 παρ. 1 του Συντάγματος ούτε αντίκεινται σε άλλη υπερνομοθετικής ισχύος διάταξη ή αρχή, με το εξής σκεπτικό: Η αναστολή αυτή δεν εξαρτάται από το είδος του διαπραχθέντος εγκλήματος ούτε από το εάν τούτο διαπράχθηκε σε βάρος του ασφαλιστικού φορέα ή του Δημοσίου ή τρίτου, αλλά προϋποθέτει μόνο το πραγματικό γεγονός της έκτισης από τον συνταξιούχο της στερητικής της ελευθερίας ποινής άνω των έξι (6) μηνών που του επιβλήθηκε. Ως έκτιση δε ποινής στερητικής της ελευθερίας, κατά την έννοια της εν λόγω διάταξης (η οποία ως εκ της φύσεώς της είναι στενώς ερμηνευτέα), νοείται αποκλειστικώς ο φυσικός εγκλεισμός του καταδικασθέντος σε κατάστημα ή τμήμα καταστήματος που προορίζεται γι’ αυτήν και μόνο για όσο χρόνο ο εγκλεισμός αυτός διαρκεί, ενώ δεν υφίσταται «έκτιση ποινής» στις προβλεπόμενες από τις οικείες διατάξεις του Π.Κ. και του Κ.Π.Δ., όπως κάθε φορά ισχύουν, περιπτώσεις της υποχρεωτικής και δυνητικής αναστολής εκτέλεσης της ποινής και της αναστολής υπό επιτήρηση, της υφ’ όρον απόλυσης, της μετατροπής της στερητικής της ελευθερίας ποινής σε χρηματική ποινή ή σε παροχή κοινωφελούς εργασίας, του κατ’ οίκον περιορισμού με ηλεκτρονική επιτήρηση και της αναβολής ή διακοπής της εκτέλεσης της ποινής.

Συνεπώς, η κατά την περ. (α) της παρ. 7 του άρθρου 29 του α.ν. 1846/1951 αναστολή καταβολής της σύνταξης δεν συνιστά ολική ή μερική στέρηση (απώλεια) του κατοχυρούμενου στο άρθρο 22 παρ. 5 Συντ. συνταξιοδοτικού δικαιώματος του καταδικασθέντος. Και τούτο, διότι παρεμποδίζεται απλώς η καταβολή της ορισμένης συνταξιοδοτικής παροχής για όσο χρόνο ο καταδικασθείς συνταξιούχος εκτίει τη στερητική της ελευθερίας ποινή που του επιβλήθηκε μόνο με τον φυσικό εγκλεισμό του στο κατάστημα κράτησης, ενώ, εξάλλου, καθ’ όλο τον χρόνο της έκτισης αυτής της στερητικής της ελευθερίας ποινής ο καταδικασθείς διατηρεί τόσο την ιδιότητά του ως συνταξιούχου όσο και τα άλλα απορρέοντα από την ιδιότητά του αυτή δικαιώματα, πλην της αξίωσής του κατά του ασφαλιστικού φορέα προς καταβολή των συγκεκριμένων ποσών συντάξεων που αναλογούν στον εν λόγω χρόνο.

Το δικαστήριο τόνισε πως σκοπός της εν λόγω αναστολής είναι πρωτίστως η εξυπηρέτηση του δημόσιου συμφέροντος, ώστε να μην υφίσταται το κοινωνικό σύνολο τη διπλή οικονομική επιβάρυνση της καταβολής στον εκτίοντα την ποινή των συγκεκριμένων ποσών συντάξεων που αναλογούν στον χρόνο που την εκτίει και της ανάληψης από το Δημόσιο των δαπανών διαβίωσής του κατά τον ίδιο χρόνο. Δεδομένου ότι το σύνολο των δαπανών διαβίωσης του συνταξιούχου, που μπορεί να ανακύψουν όταν είναι έγκλειστος σε κατάστημα κράτησης, καλύπτεται από το Δημόσιο, συμπεριλαμβανομένων των δαπανών για ιατροφαρμακευτική και νοσοκομειακή περίθαλψη, για μόρφωση, άθληση, πολιτιστικές δραστηριότητες, δημιουργική απασχόληση επαγγελματική κατάρτιση και εκπαίδευση, η καταβολή των συγκεκριμένων ποσών συντάξεων που αναλογούν κατά τη διάρκεια που αυτός είναι έγκλειστος στο κατάστημα κράτησης θα χωρούσε χωρίς να συντρέχει πλέον ο δικαιολογητικός λόγος προς τούτο και θα μετέτρεπε τη συνταξιοδοτική παροχή από μέσο αντιμετώπισης των βιοτικών αναγκών του συνταξιούχου σε αιτία πλουτισμού του ίδιου.

Τέλος, με το πρώτο εδάφιο της περ. (α) της παρ. 7 άρθρ. 29 α.ν. 1846/1951 τάσσεται προϋπόθεση για την καταβολή της σύνταξης που είναι γνωστή στους υπαγόμενους στην ασφάλιση και ισχύει καθ’ όλη τη διάρκεια της υπαγωγής τους σε αυτήν και δεν θεσπίζεται πλήρης και οριστική για το υπόλοιπο της ζωής του συνταξιούχου απώλεια του συνταξιοδοτικού δικαιώματός του, αλλά περιορισμένη χρονικώς αναστολή της καταβολής των συγκεκριμένων ποσών συντάξεων που αναλογούν στον χρόνο του εγκλεισμού του στο κατάστημα κράτησης – χρόνο κατά τον οποίο ο συνταξιούχος δεν στερείται τα μέσα διαβίωσής του, αφού αυτά του παρέχονται από την Πολιτεία -, μετά δε την παύση του λόγου της αναστολής η καταβολή της συνταξιοδοτικής παροχής συνεχίζεται,  το δε  δεύτερο εδάφιο αυτής στοχεύει και στην εξυπηρέτηση και άλλου σκοπού δημοσίου συμφέροντος, ήτοι στην προστασία της οικογένειας του συνταξιούχου κατ’ άρθρ. 21 παρ. 1 του Συντάγματος.

Ως εκ τούτου είναι σύμφωνη με το Σύνταγμα η περιορισμένη χρονικώς αναστολή της καταβολής συγκεκριμένων ποσών συντάξεων που αναλογούν στον χρόνο του εγκλεισμού του συνταξιούχου στο κατάστημα κράτησης, κατά τον οποίο  ο τελευταίος δεν στερείται τα μέσα διαβίωσής του, αφού αυτά του παρέχονται από την Πολιτεία, στους δε συνταξιούχους που υπάγονται στις διατάξεις αυτές νόμιμα δεν τους καταβάλλονται οι απονεμηθείσες κύρια και επικουρική σύνταξη.