tuv-iso-logo tuv-iso-27001-logo

Αντισυνταγματική η διάταξη του Άρθρου 95 Παρ. 1 του Ν.4387/2016 για την εικοσαετή παραγραφή της αξίωσης του ΕΦΚΑ για την αναζήτηση οφειλόμενων ασφαλιστικών εισφορών

Γράφει ο Στάθης Δημ. Σταματελόπουλος, Νομικός Σύμβουλος Υ.Γ.Ε.ΜΗ. του Ε.Ε.Α.


Με την υπ. αριθμ. 1833/2021 απόφαση της η Ολομέλεια του Συμβουλίου της Επικρατείας, δικάζοντας – στα πλαίσια της πιλοτικής δίκης κατά τις διατάξεις του Ν.3900/2010 -, την προσφυγή, που άσκησε ασφαλισμένος κατά του ΕΦΚΑ, ζητώντας την ακύρωση των πράξεων επιβολής εισφορών σε βάρος του, για παρελθόντα έτη, που αφορούσαν μη καταβληθείσες από αυτόν ασφαλιστικές εισφορές, που έφταναν σε βάθος εικοσαετίας, έκρινε ως αντισυνταγματκή την διάταξη του άρθρου 95 παρ. 1 του Ν.4387/2016, με την οποία, θεσπίστηκε ενιαία ρύθμιση για την παραγραφή των αξιώσεων των φορέων κοινωνικής ασφάλισης, οι οποίοι εντάσσονται στον Ενιαίο Φορέα Κοινωνικής Ασφάλισης (Ε.Φ.Κ.Α., ο οποίος μετονομάσθηκε ήδη, από 1.3.2020, σε e-Ε.Φ.Κ.Α., άρθρο 51Α Ν. 4387/2016, που προστέθηκε με το άρθρο 1 Νν. 4670/2020, ΦΕΚ Α΄ 43), και ειδικότερα η διάρκεια της παραγραφής ορίστηκε σε είκοσι έτη.

Το Συμβούλιο της Επικρατείας, μετά από αίτηση του προσφεύγοντος, σύμφωνα με τις διατάξεις του άρθρου 1 παρ. 1 του Ν.3900/2010 περί ¨πιλοτικής δίκης ¨παρέπεμψε το σχετικό ζήτημα, ως μείζονος και ευρύτερης σημαίας, η κρίση επί του οποίου θα έχει συνέπειες σε ευρύτερο κύκλο προσώπων, στην Ολομέλεια του, προκειμένου να αποφανθεί σχετικά .

Το Δικαστήριο έκρινε τα εξής :

Με την διάταξη του άρθρου 95 του ν. 4387/2016 (ΦΕΚ Α΄ 85) θεσπίστηκε ενιαία ρύθμιση για την παραγραφή των αξιώσεων των φορέων κοινωνικής ασφάλισης, οι οποίοι εντάσσονται στον Ενιαίο Φορέα Κοινωνικής Ασφάλισης (Ε.Φ.Κ.Α., ο οποίος μετονομάσθηκε ήδη, από 1.3.2020, σε e-Ε.Φ.Κ.Α., άρθρο 51Α Ν. 4387/2016, που προστέθηκε με το άρθρο 1 Ν. 4670/2020, ΦΕΚ Α΄ 43), η διάρκεια της οποίας ορίστηκε σε είκοσι έτη.

Με την υπό κρίση προσφυγή η προσφεύγουσα παραπονείται για την επιβολή των εισφορών, που της επέβαλλε ο ΕΦΚΑ για το χρονικό διάστημα, από τον Ιανουάριο του έτους 2006 έως και το Δεκέμβριο του έτους 2013, προβάλλοντας ότι, η αξίωση για την καταβολή των εισφορών αυτών είχε υποπέσει σε παραγραφή.

Επειδή, η αρχή της ασφάλειας του δικαίου, η οποία απορρέει από την αρχή του κράτους δικαίου και θεμελιώνεται ιδίως στις διατάξεις των άρθρων 2 παρ. 1 και 25 παρ. 1 εδ. α΄ του Συντάγματος και ειδικότερη εκδήλωση της οποίας αποτελεί η αρχή της προστατευόμενης εμπιστοσύνης του διοικουμένου, επιβάλλει σαφήνεια και προβλέψιμη εφαρμογή των εκάστοτε θεσπιζόμενων κανονιστικών ρυθμίσεων. Η ως άνω θεμελιώδης αρχή της ασφάλειας δικαίου πρέπει να τηρείται με ιδιαίτερη αυστηρότητα, όταν πρόκειται για διατάξεις που δύνανται να επιφέρουν σοβαρές οικονομικές επιπτώσεις στους διοικούμενους, όπως είναι οι διατάξεις, που προβλέπουν την επιβολή επιβαρύνσεων με τη μορφή ασφαλιστικών εισφορών, απαιτεί δε, ειδικότερα, η κατάσταση του διοικουμένου, όσον αφορά τον έλεγχο της εκ μέρους του τήρησης των κανόνων της οικείας νομοθεσίας, να μην μπορεί να τίθεται επ΄αόριστον εν αμφιβόλω. Συνεπώς, στη οικεία νομοθεσία περί επιβολής ασφαλιστικών εισφορών απαιτείται η πρόβλεψη προθεσμίας παραγραφής, η οποία για τη διασφάλιση της λειτουργίας της ως άνω αρχής πρέπει να ορίζεται εκ των προτέρων, η διάρκειά της να είναι προβλέψιμη από το διοικούμενο, μετά δε τη λήξη της να μην είναι πλέον δυνατή η επιβολή σε βάρος του διοικουμένου ούτε της σχετικής οικονομικής επιβάρυνσης ούτε οιασδήποτε σχετικής κύρωσης (πρβ. Σ.τ.Ε. 1738/2017 Ολομ. σκ. 5, 2649/2017 Ολομ. σκ. 33, βλ. και Δ.Ε.Ε. αποφάσεις της 2.2.2011 για τις συνεκδικασθείσες υποθέσεις C-201/2010 και C-2002,, Ε.Δ.Δ.Α. απόφαση της 9.1.2013).

Επειδή, περαιτέρω, η προθεσμία παραγραφής των αξιώσεων των ασφαλιστικών φορέων για την καταβολή ασφαλιστικών εισφορών πρέπει να είναι εύλογη, δηλαδή να συνάδει προς την κατοχυρωμένη από το άρθρο 25 παρ. 1 εδ. δ΄ του Συντάγματος αρχή της αναλογικότητας (πρβ. Σ.τ.Ε. 1738/2017 Ολομ. σκ. 5, 2649/2017 Ολομ. σκ. 33, βλ. και Δ.Ε.Ε. απόφαση της 17.9.2014, C- 341). Για να είναι δε εύλογη η διάρκεια της προθεσμίας αυτής πρέπει να είναι σχετικά σύντομη, δεδομένης και της αυξανόμενης ταχύτητας και πολυπλοκότητας των σύγχρονων βιοτικών σχέσεων και συναλλαγών και του συνακόλουθου πολλαπλασιασμού των νομικών υποχρεώσεων των διοικουμένων, που απαιτούν, κατ΄ αρχήν, ταχεία εκκαθάριση των εκάστοτε τρεχουσών υποχρεώσεών τους (πρβ. Σ.τ.Ε. 2934-5/2017 επταμ. σκ. 11, 732/2019 επταμ. σκ. 9).

Ειδικότερα, εν σχέσει προς την οργάνωση και τη λειτουργία των ασφαλιστικών φορέων, ο προβλεπόμενος χρόνος παραγραφής πρέπει να επαρκεί μεν, ώστε, με τη συνδρομή και των σύγχρονων δυνατοτήτων της τεχνολογίας, να διενεργούνται, στο πλαίσιο της ορθολογικής οργάνωσής τους, επίκαιροι και αποτελεσματικοί, από την άποψη της εισπραξιμότητας, έλεγχοι με στόχο την προστασία του κατά το άρθρο 22 παρ. 5 του Συντάγματος ασφαλιστικού κεφαλαίου και τη διασφάλιση της βιωσιμότητάς τους, χωρίς, όμως, να εκτείνεται σε μεγάλη διάρκεια, η οποία, λόγω της χρονικής απόστασης από την παράβαση δεν συμβάλλει στην ορθή, κατά το χρόνο ισχύος της, εφαρμογή της διαρκώς μεταβαλλόμενης ασφαλιστικής νομοθεσίας και τη δημιουργία συνείδησης συμμόρφωσης προς αυτή, οδηγεί αναγκαίως, δεδομένης και της σοβαρής υποστελέχωσης των οικείων υπηρεσιών, σε ανεπίκαιρους και για το λόγο αυτό μειωμένης εισπραξιμότητας και εν τέλει αλυσιτελείς ελέγχους, εάν δεν καταλήξουν στην είσπραξη των οφειλομένων εισφορών, αλλά απλώς στη βεβαίωσή τους, συνεπάγεται μη διαχειρίσιμο φόρτο για τις υπηρεσίες και, ενδεχομένως, ενθαρρύνει την απραξία των ασφαλιστικών φορέων.

Εν σχέσει προς τους βεβαρυμένους με τις ασφαλιστικές εισφορές υποχρέους (εργοδότες ή αυτοαπασχολούμενους), ο χρόνος της παραγραφής απαιτείται να είναι ο αναγκαίος, ώστε, αφενός, να διασφαλίζεται το κατοχυρωμένο στο άρθρο 20 παρ. 1 του Συντάγματος δικαίωμα άμυνας αυτών (και των τυχόν, λόγω του διαδραμόντος χρόνου, καθολικών ή οιονεί καθολικών διαδόχων τους), έναντι δυσχερειών απόδειξης περιστατικών αναγόμενων στο απώτερο παρελθόν, αφετέρου δε, εν όψει της φύσης των ασφαλιστικών εισφορών, που καταβάλλονται περιοδικά και κατά κανόνα σε συνάρτηση με την κατά το χρόνο γένεσης της σχετικής υποχρέωσης εισφοροδοτική ικανότητα του οφειλέτη τους, να μην οδηγούνται οι οφειλέτες σε οικονομική εξουθένωση, λόγω της υποχρέωσης ταυτόχρονης καταβολής συσσωρευμένων οφειλών περισσότερων ετών, με περαιτέρω δυσμενείς επιπτώσεις στην απασχόληση αλλά και στην εθνική οικονομία γενικότερα. Τα ανωτέρω δε ισχύουν, λαμβανομένου επιπλέον υπ΄ όψη ότι, η μη καταβολή ή πλημμελής καταβολή ασφαλιστικών εισφορών δεν συνδέεται αναγκαίως με πρόθεση αποφυγής τους, αλλά δύναται να οφείλεται σε δυσχέρειες κατά την ερμηνεία της ασφαλιστικής νομοθεσίας, αποτέλεσμα των συνεχών τροποποιήσεων και του κατακερματισμού των επί μέρους ρυθμίσεών της (άλλωστε και οι διατάξεις του επίμαχου ν. 4387/2016 έχουν υποστεί αλλεπάλληλες τροποποιήσεις).

Αντιθέτως, απαιτείται να εξασφαλίζεται η έγκαιρη, εγγύς του χρόνου κτήσης του εισοδήματος που συνδέεται με την παροχή της ασφαλιστέας εργασίας, και σε τακτό και σχετικώς σύντομο χρόνο γνώση των υποχρεώσεών τους, ώστε οι οφειλέτες να μην αιφνιδιάζονται, αλλά να δύνανται να προγραμματίζουν, κατά το μέτρο του δυνατού, με ασφάλεια την επαγγελματική τους δραστηριότητα προς όφελος και της εθνικής οικονομίας. Η διαμόρφωση δε της προθεσμίας παραγραφής υπό τους ανωτέρω όρους, που αποτελούν και εκδήλωση της ειρηνευτικής λειτουργίας του δικαίου, συμβάλλει στην καλλιέργεια της αναγκαίας σε ένα κράτος δικαίου σχέσης εμπιστοσύνης των διοικούμενων προς τη Διοίκηση (πρβ. Σ.τ.Ε. 1738/2017 Ολομ. σκ. 5 και 6, 2649/2017 Ολομ. σκ. 33, Σ.τ.Ε. 172-3/2018 επταμ. σκ. 11, Σ.τ.Ε. 732/2019 επταμ. σκ. 9).

Στο πλαίσιο δε της ενοποίησης των κανόνων του συστήματος κοινωνικής ασφάλισης, που επιχειρείται με τις διατάξεις του Ν.4387/2016 εντάσσεται και η ρύθμιση της παρ. 1 του άρθρου 95, που αφορά την παραγραφή των αξιώσεων για την καταβολή των ασφαλιστικών εισφορών των εντασσόμενων στον Ε.Φ.Κ.Α. ασφαλιστικών φορέων. Συγκεκριμένα, στη διάταξη αυτή ορίζεται: «Από την έναρξη ισχύος του παρόντος, οι απαιτήσεις των Φορέων Κοινωνικής Ασφάλισης που εντάσσονται στον Ε.Φ.Κ.Α. από μη καταβληθείσες ασφαλιστικές εισφορές υπόκεινται σε εικοσαετή παραγραφή, που αρχίζει από την πρώτη μέρα του επόμενου έτους εντός του οποίου παρασχέθηκε η ασφαλιστέα εργασία ή υπηρεσία. Η ρύθμιση αυτή δεν εφαρμόζεται στις ήδη παραγεγραμμένες, κατά τις ισχύουσες κατά την έναρξη ισχύος του παρόντος διατάξεις, απαιτήσεις. Η παραγραφή των απαιτήσεων που έχουν γεννηθεί έως την έναρξη ισχύος της παρούσας διάταξης αλλά δεν έχουν υποπέσει σε παραγραφή κατά την έννοια του προηγούμενου εδαφίου, ορίζεται εικοσαετής και άρχεται από την πρώτη μέρα του επόμενου έτους εντός του οποίου παρασχέθηκε η ασφαλιστέα εργασία ή υπηρεσία».

Επειδή, η διάταξη της παρ. 1 του άρθρου 95 του ν. 4387/2016, με την οποία θεσπίσθηκε ενιαία ρύθμιση για την παραγραφή των αξιώσεων για καταβολή εισφορών των εντασσομένων στον Ε.Φ.Κ.Α. φορέων, με την οποία ορίζεται η διάρκειά της σε είκοσι έτη, αντίκειται στην κατοχυρωμένη στο άρθρο 25 παρ. 1 εδ. δ΄ του Συντάγματος αρχή της αναλογικότητας, καθόσον χρόνος παραγραφής είκοσι ετών δεν συνιστά εύλογη διάρκεια της οικείας προθεσμίας, η οποία, κατά τα προεκτεθέντα, απαιτείται να είναι σχετικά σύντομη (πρβ. Σ.τ.Ε. 732/2019 επταμ. σκ. 11, Σ.τ.Ε. 1611/2020 επταμ. σκ. 6, βλ. και Δ.Ε.Ε. απόφαση της 17.9.2014, C-341/13, βλ. και Δ.Ε.Ε. αποφάσεις της 2.2.2011 για τις συνεκδικασθείσες υποθέσεις C-201/2010 και C-2002,).

Εξάλλου, η ανωτέρω διάταξη αντίκειται στην αρχή της ασφάλειας δικαίου κατά το μέρος που η εικοσαετής παραγραφή, που θεσπίσθηκε, μάλιστα, σε χρόνο κατά τον οποίο οι υπαγόμενοι στις ρυθμίσεις του νέου ασφαλιστικού νόμου είχαν ήδη υποστεί διάφορες οικονομικές επιβαρύνσεις για την αντιμετώπιση του δημοσιονομικού προβλήματος της χώρας (π.χ. περικοπές αποδοχών, αύξηση φορολογικών συντελεστών, επιβολή νέων φόρων και εκτάκτων εισφορών, μείωση αφορολογήτου ορίου στο φόρο εισοδήματος, κ.λπ.), ισχύει αναδρομικώς, δηλαδή και για απαιτήσεις που είχαν γεννηθεί έως την έναρξη ισχύος της νέας διάταξης, υπάγονταν στην προβλεπόμενη εδώ και δεκαετίες για το μεγαλύτερο, έως την ίδρυση του Ε.Φ.Κ.Α., ασφαλιστικό φορέα, το Ι.Κ.Α.-Ε.Τ.Α.Μ., δεκαετή παραγραφή, όπως είναι και οι εν προκειμένω ένδικες, και δεν είχαν ακόμη παραγραφεί. Δεν δικαιολογείται δε τόσο μακρός χρόνος παραγραφής, ούτε η αναδρομική εφαρμογή της νέας ρύθμισης από λόγους που συνδέονται με τις δυσχέρειες κατά την οργάνωση του νέου ασφαλιστικού φορέα και την ένταξη σε αυτόν όλων των μέχρι τότε φορέων κοινωνικής ασφάλισης και όλων των εργαζομένων, τόσο στον ιδιωτικό όσο και στον δημόσιο τομέα (μισθωτών του ιδιωτικού και του δημοσίου τομέα, αυτοαπασχολουμένων, ελεύθερων επαγγελματιών, αγροτών), ούτε από την έως την ίδρυση του Ε.Φ.Κ.Α. ενδεχόμενη αδράνεια των διαφόρων φορέων κοινωνικής ασφάλισης να μεριμνήσουν για την είσπραξη των απαιτήσεών τους, ανεξαρτήτως των λόγων στους οποίους οφειλόταν η αδράνεια αυτή, καθώς και αν προβλήματα οργανωτικά και λειτουργικά των εν λόγω φορέων, τα οποία δεν είχαν επιλυθεί επί δεκαετίες, θα αποτελούσαν επαρκή λόγο για την πρόβλεψη τόσο μακρού χρόνου παραγραφής (πρβ. Σ.τ.Ε. 2934-5/2017 επταμ. σκ. 12, Σ.τ.Ε. 172-3/2018 επταμ. σκ. 10 και 12, Δ.Ε.Ε. αποφάσεις της 2.2.2011 για τις υποθέσεις C-201/2010 και C-2002,).

Επειδή, κατόπιν της ως άνω κρίσης περί της αντισυνταγματικότητας του γενικού κανόνα παραγραφής, που θεσπίστηκε με τη διάταξη της παρ. 1 του άρθρου 95 του ν. 4387/2016, καταλείπεται κενό στη ρύθμιση, δεδομένου ότι, δεν υφίσταται προϋφιστάμενο δίκαιο, που να ρυθμίζει κατά τρόπο ενιαίο το ζήτημα, εν όψει και της σαφούς βούλησης του νομοθέτη να θεσπίσει κοινή ρύθμιση για την παραγραφή των αξιώσεων καταβολής ασφαλιστικών εισφορών του συνόλου των εντασσόμενων στον Ε.Φ.Κ.Α. φορέων, βούληση η οποία ως προς το ζήτημα της θέσπισης κοινού κανόνα παραγραφής δεν έρχεται σε αντίθεση με καμία διάταξη υπερνομοθετικής ισχύος. Το κενό αυτό δεν είναι ανεκτό από το Σύνταγμα, εφόσον, από τις αρχές της ασφάλειας δικαίου απαιτείται η πρόβλεψη προθεσμίας παραγραφής.

Πρέπει δε να πληρωθεί με την εφαρμογή του κανόνα της δεκαετούς παραγραφής των αξιώσεων για την καταβολή εισφορών όλων των εντασσόμενων στον Ε.Φ.Κ.Α. φορέων, ο οποίος κρίνεται ότι, αποτελεί εύλογο χρόνο παραγραφής των εν λόγω αξιώσεων και αποτελούσε, όπως προεκτέθηκε, το προϊσχύσαν δίκαιο για τις αξιώσεις καταβολής ασφαλιστικών εισφορών του Ι.Κ.Α.-Ε.Τ.Α.Μ. (άρθρο 27 παρ. 6 του α.ν. 1846/1951, όπως αντικαταστάθηκε τελικώς με το άρθρο 15 παρ. 2 του ν. 2972/2001, η δε δεκαετής παραγραφή είχε θεσπισθεί το πρώτον με το άρθρο 44 παρ. 2 του ν.δ. 2698/1953), του μεγαλύτερου, έως την ίδρυση του Ε.Φ.Κ.Α., φορέα κύριας ασφάλισης μισθωτών της χώρας, όπως είναι και οι επίμαχες αξιώσεις. Η πλήρωση δε του νομοθετικού κενού με τον εν λόγω γενικό κανόνα της δεκαετούς παραγραφής τελεί σε αρμονία προς την αρχή της ασφάλειας δικαίου, που αξιώνει σαφήνεια και προβλέψιμη εφαρμογή των σχετικών κανονιστικών ρυθμίσεων, καθώς και προς την αρχή της οικονομίας της δίκης, την οποία θάλπει ο θεσμός της πιλοτικής δίκης στο Συμβούλιο της Επικρατείας που εισήχθη κατ΄ εφαρμογήν των διατάξεων του άρθρου 1 του ν. 3900/2010 και αποβλέπει στην κατά το δυνατόν ταχύτερη επίλυση νομικών ζητημάτων, που ενδιαφέρουν ευρύ κύκλο προσώπων.

Σε αντίθετη περίπτωση, αν δηλαδή γινόταν δεκτό με την παρούσα απόφαση ότι, η εφαρμογή της δεκαετούς παραγραφής περιορίζεται μόνον στις αξιώσεις καταβολής εισφορών υποχρέων προερχόμενων από το Ι.Κ.Α.-Ε.Τ.Α.Μ., όπως είναι οι επίδικες στην παρούσα υπόθεση αξιώσεις, θα ανέκυπτε, ως άμεση συνέπεια της παρούσας αποφάσεως, ασάφεια περί του εφαρμοστέου δικαίου ως προς το χρόνο της παραγραφής για τις αξιώσεις των λοιπών, πλην του Ι.Κ.Α.-Ε.Τ.Α.Μ., φορέων κοινωνικής ασφάλισης που εντάχθηκαν στον Ε.Φ.Κ.Α., καθ΄ όσον η θέσπιση εικοσαετούς παραγραφής για τις αξιώσεις ασφαλιστικών φορέων κρίθηκε γενικώς ότι, αντίκειται στην συνταγματική αρχή της αναλογικότητας Η ασάφεια δε και η αβεβαιότητα ως προς το χρόνο της παραγραφής θα δημιουργούσε προσκόμματα στον ομαλό προγραμματισμό των εργασιών ελέγχου των υπηρεσιών του Ε.Φ.Κ.Α., οι οποίες δεν θα ήταν σε θέση να αποφασίσουν, ποιους ελέγχους θα έπρεπε να προτάξουν, και ανασφάλεια σε όλους γενικώς τους υπαγομένους στον Ε.Φ.Κ.Α. Εξάλλου, υπό την ως άνω ερμηνευτική εκδοχή, θα απαιτείτο η επίλυση του ζητήματος του εφαρμοστέου χρόνου παραγραφής χωριστά για ένα έκαστο των ενταχθέντων στον Ε.Φ.Κ.Α. ασφαλιστικών φορέων με αλλεπάλληλες δίκες και, μάλιστα, παρά το γεγονός ότι, επί τη βάσει της παρούσας πιλοτικής δίκης, έχει ήδη ανασταλεί, κατ΄ άρθρο 1 παρ. 1 εδ. δ΄ ν. 3900/2010, η εκδίκαση των εκκρεμών υποθέσεων, στις οποίες τίθεται το ίδιο ζήτημα, της συνταγματικότητας της γενικής εικοσαετούς παραγραφής της παρ. 1 του άρθρου 95 του ν. 4387/2016, ανεξαρτήτως του ασφαλιστικού φορέα από τον οποίο προερχόταν ο εκάστοτε υπόχρεως.

Επειδή, σύμφωνα με όσα έγιναν ήδη δεκτά, οι απαιτήσεις των εντασσόμενων στον Ε.Φ.Κ.Α. (ήδη e-Ε.Φ.Κ.Α.) ασφαλιστικών φορέων από μη καταβληθείσες ασφαλιστικές εισφορές, όπως είναι και οι επίδικες, υπόκεινται σε δεκαετή παραγραφή.

Κατόπιν αυτών το Δικαστήριο του Συμβουλίου της Επικρατείας έκανε δεκτή την ένδικη προσφυγή, κατά το μέρος αυτής, που αφορούσε στην παραγραφή των ενδίκων πράξεων επιβολής ασφαλιστικών εισφορών και ακύρωσε, ή τροποποίησε αντίστοιχα, τις προβαλλόμενες πράξεις επιβολής εισφορών.

Τέλος, αξίζει να σημειωθεί ότι, μετά από αυτήν την πιλοτική δίκη στο ΣτΕ και τα Διοικητικά δικαστήρια της ουσίας ακολουθούν την σχετική νομολογιακή γραμμή, αναφορικά με τον χρόνο παραγραφής των αξιώσεων του ΕΦΚΑ, για την αναζήτηση των μη καταβληθέντων ασφαλιστικών εισφορών, με πιο πρόσφατη απόφαση, την υπ. αριθμ. 4268/2022 απόφαση του Μονομελούς Διοικητικού Πρωτοδικείου Αθηνών ( 28ο Τμήμα).