tuv-iso-logo tuv-iso-27001-logo

Αποφάσεις ΣτΕ για φορολογικούς ελέγχους

Tου Κωνσταντίνου Λάιου, Νομικού συνεργάτη του Επαγγελματικού Επιμελητηρίου Αθηνών

Tου Κωνσταντίνου Λάιου, Νομικού συνεργάτη του Επαγγελματικού Επιμελητηρίου Αθηνών
 

Δύο εξαιρετικά σημαντικές αποφάσεις εξέδωσε το ΣτΕ. Η μία (ΣτΕ 1738/2017) αφορούσε στις παρατάσεις της προθεσμίας παραγραφής και η δεύτερη (ΣτΕ 2934/2017) στο άνοιγμα των ελληνικών τραπεζικών λογαριασμών σε βάθος πενταετίας. Οι αποφάσεις αυτές οριοθέτησαν τους φορολογικούς ελέγχους, τόσο σε σχέση με το ζήτημα της πενταετούς προθεσμίας παραγραφής, όσο και με το δικαίωμα διενέργειας ελέγχων με άνοιγμα ελληνικών τραπεζικών λογαριασμών.
Η σπουδαιότητα της πρώτης απόφασης απαντά στο ερώτημα για το πότε παραγράφονται οι φορολογικές υποθέσεις και συγκεκριμένα.
H κανονική προθεσμία παραγραφής του δικαιώματος επιβολής φόρων είναι πενταετής και προσμετράται από το τέλος της χρονιάς κατά την οποία ο φορολογούμενος έχει υποχρέωση υποβολής φορολογικής δήλωσης. Το Δημόσιο τα τελευταία δώδεκα χρόνια παρέτεινε με διαδοχικούς νόμους το δικαίωμα αυτό σε ετήσια βάση, με αποτέλεσμα να διατηρεί το δικαίωμα επιβολής φόρου σε βάθος δεκαπενταετίας. Το ΣτΕ ερμηνεύοντας τη διάταξη του άρθρου 78 του Συντάγματος περί μη αναδρομικότητας νόμων επιβολής φορολογικών βαρών πέραν του ενός έτους, έκρινε ότι οι παρατάσεις αυτές είναι αντισυνταγματικές. Με απλά λόγια, το ΣτΕ είπε πως για να παραταθεί το δικαίωμα επιβολής φόρου, το σχετικό νομοθέτημα πρέπει να δημοσιευθεί εντός διετίας από τη χρονιά στην οποία αναφέρεται η παράταση. Δεδομένου λοιπόν ότι σε κανένα νόμο από αυτούς με τους οποίους δόθηκαν παρατάσεις, δεν τηρήθηκε ο ανωτέρω χρονικός περιορισμός, είναι προφανές ότι καμία παράταση δεν ήταν έγκυρη. Συνεπώς, το βασικό δικαίωμα (πενταετούς διάρκειας) του Δημοσίου για επιβολή φόρου εισοδήματος υφίσταται για τις περιόδους από 1-1-2011 και μετά.
Το δικαίωμα είναι κατ' αρχή πενταετές. Κατ' εξαίρεση μπορεί να καταστεί δεκαετές εφόσον τεθούν υπ' όψη της φορολογικής αρχής « συμπληρωματικά στοιχεία » μετά την πάροδο της αρχικής πενταετούς προθεσμίας παραγραφής. Στην ακραία περίπτωση μάλιστα που ο φορολογούμενος δεν έχει υποβάλει καθόλου φορολογική δήλωση, η προθεσμία καθίσταται δεκαπενταετής.
Τα « συμπληρωματικά στοιχεία » που επιμηκύνουν την προθεσμία από πέντε σε δέκα έτη ερμηνεύονται σαν πληροφορίες φορολογικού ενδιαφέροντος που δεν τέθηκαν υπόψη των φορολογικών αρχών εντός της αρχικής (5ετούς) προθεσμίας παραγραφής και τις οποίες δεν είχε την ευχέρεια να αποκτήσει η φορολογική αρχή. Δηλαδή πρέπει να συντρέχουν σωρευτικά τα παραπάνω δύο κριτήρια για να χαρακτηρισθεί μία πληροφορία σαν « συμπληρωματικό στοιχείο » ικανό να νομιμοποιήσει την επιμήκυνση του χρόνου παραγραφής από πέντε σε δέκα έτη.
Τώρα στο ερώτημα εάν οι ελληνικοί τραπεζικοί λογαριασμοί αποτελούν « συμπληρωματικά στοιχεία » ικανά να επιμηκύνουν την παραγραφή η απάντηση δόθηκε με τον πλέον κατηγορηματικό τρόπο από την απόφαση ΣτΕ 2934/2017. Το Δικαστήριο αποφάνθηκε πως οι ελληνικοί τραπεζικοί λογαριασμοί σύμφωνα με σχετική διάταξη του Ν. 2238/94, ήταν πάντοτε διαθέσιμοι στις φορολογικές αρχές, οι οποίες είχαν από το 1994 την ευχέρεια να ζητήσουν την κίνησή τους από τα πιστωτικά ιδρύματα. Δηλαδή, οι ελληνικοί τραπεζικοί λογαριασμοί δεν συνιστούν συμπληρωματικά στοιχεία ικανά να επιμηκύνουν τον φορολογικό έλεγχο σε βάθος δεκαετίας. Συνεπώς, ο φορολογικός έλεγχος βασιζόμενος σε άνοιγμα ελληνικών τραπεζικών λογαριασμών δεν είναι επιτρεπτό να εκτείνεται σε βάθος μεγαλύτερο της πενταετίας. Με απλά λόγια, το άνοιγμα των ελληνικών τραπεζικών λογαριασμών για την διακρίβωση τυχόν φοροδιαφυγής επιτρέπεται να αρχίζει από 1-1-2011 και μετά.
Οι αποφάσεις αυτές, από πρακτική άποψη, έχουν τεράστια σημασία για τους εν εξελίξει ελέγχους καθόσον μέχρι την έκδοση των αποφάσεων αυτών η φορολογική διοίκηση θεωρούσε πως οι αλλεπάλληλες παρατάσεις ήταν έγκυρες και οι φορολογικοί έλεγχοι είχαν ως αφετηρία την 1.1.2000, δηλαδή εκτείνονταν σε βάθος δεκαέξι ετών. Μετά την έκδοση της απόφασης 1738/2017, η φορολογική διοίκηση συμμορφώθηκε, αλλά θεωρώντας πως οι ελληνικοί τραπεζικοί λογαριασμοί είναι « συμπληρωματικά στοιχεία » έκρινε πως μπορεί να διενεργεί ελέγχους με βάση τους λογαριασμούς αυτούς σε βάθος δεκαετίας, δηλαδή από την 1.1.2006 και μετά. Με την δημοσίευση της απόφασης 2934/2017 και μετά, οι έλεγχοι που βασίζονται στο άνοιγμα των ελληνικών τραπεζικών λογαριασμών, πρέπει να έχουν αφετηρία την 1.1.2011 και μετά.
Όσον αφορά το άνοιγμα των ελληνικών τραπεζικών λογαριασμών, έστω και με τον περιορισμένο πλέον ορίζοντα της πενταετίας, σαν μέθοδος έχει δεχθεί σφοδρή κριτική. Σχεδόν ομόθυμα ο νομικός κόσμος έχει ασκήσει σφοδρή κριτική στη μέθοδο αυτή. Κορυφαίοι νομικού θεωρούν την συγκεκριμένη μέθοδο αντίθετη προς κάθε έννοια χρηστής διοίκησης και τελικά αναποτελεσματική για τα δημόσια έσοδα. Το μόνο « επίτευγμα » της μεθόδου αυτής είναι η καλλιέργεια κλίματος τρομοκρατίας με την έννοια ότι θα έρθει η σειρά του καθενός για το άνοιγμα των τραπεζικών του λογαριασμών. Τα « λαβράκια » της φοροδιαφυγής είναι πιθανόν να εντοπισθούν τόσο μέσα από τη μέθοδο αυτή, όσο και από άλλες μεθόδους πολύ πιο αποτελεσματικές που προβλέπονται στο νόμο. Το άνοιγμα των τραπεζικών λογαριασμών με απαίτηση αιτιολόγησης κάθε μίας πίστωσης, αδικεί ένα μεγάλο μέρος ελεγχόμενων που είναι μεν έντιμοι φορολογούμενοι πλην όμως αδυνατούν να συγκεντρώσουν τα απαιτούμενα δικαιολογητικά. Με την εφαρμογή της συγκεκριμένης μεθόδου και προκειμένου να εντοπιστούν δέκα φοροδιαφεύγοντες υπάρχει ο κίνδυνος να καταστραφούν άλλοι τόσοι έντιμοι φορολογούμενοι ενώ ταυτόχρονα η μέθοδος είναι εξαιρετικά χρονοβόρα με αποτέλεσμα να αναλώνεται μεγάλος αριθμός ελεγκτών για την διερεύνηση ελάχιστων υποθέσεων χωρίς συνεπώς καμία ενίσχυση για τα δημόσια έσοδα.
Η δυσκολία κάθε φορά συνίσταται τόσο στη συγκέντρωση των τραπεζικών παραστατικών όσο και στην περαιτέρω ανεύρεση των στοιχείων που αιτιολογούν τις τραπεζικές κινήσεις. Δυστυχώς οι έλεγχοι διεξάγονται χωρίς κανόνες. Οι αιτίες για τις οποίες κατατίθενται χρήματα σε ένα τραπεζικό λογαριασμό είναι αμέτρητες και είναι αδύνατο να χωρέσουν σε οποιοδήποτε κατάλογο. Η εμμονή του ελέγχου στην ιχνηλασία της πηγής προέλευσης καταλήγει συχνά στην επιβολή φόρου εισοδήματος προερχομένου από άγνωστη πηγή.
Σε όλες τις περιπτώσεις, ο φορολογικός έλεγχος απαιτεί την υποβολή εγγράφων που να αποδεικνύουν ότι πράγματι η πίστωση αφορά κάποια άλλη αιτία. Δυστυχώς, ο κάθε ελεγκτής έχει τη δική του αντίληψη περί «αποδείξεως». Έτσι λοιπόν, χωρίς συγκεκριμένους κανόνες αποδεικτικής διαδικασίας, ο κάθε ελεγκτής έχει την προσωπική του αντίληψη περί της αποδεικτικής αξίας κάθε εγγράφου που υποβάλει ο ελεγχόμενος, με αποτελέσματα όχι απλά ανεπιεική αλλά συχνά απάνθρωπα.
Η ΑΑΔΕ έχει σημειώσει σημαντικές προόδους στην κατεύθυνση του εξορθολογισμού των ελέγχων. Αποδέχεται τις αποφάσεις του ΣτΕ παρά την περιορισμένη στήριξη από το ΝΣΚ. Εκδόθηκε πρόσφατα η ΠΟΛ 1175 που προσπαθεί να επιλύσει διάφορα ζητήματα από αυτά που προανέφερα. Ο ανεξάντλητος όμως αριθμός των περιπτώσεων είναι αδύνατο να καλυφθεί.