tuv-iso-logo tuv-iso-27001-logo

Εργασία Κυριακή ή άλλη αργία ή νύκτα

συνυπολογίζονται στο ωρομίσθιο οι προσαυξήσεις 75% η 25% αντιστοίχως

● Ι. Από την προσεκτική παρατήρηση και μελέτη των σπουδαιοτέρων νομοθετημάτων του εργατικού δικαίου, προκύπτει ότι ο όρος «τακτικές αποδοχές», ως βάση υπολογισμού παροχών προς τον μισθωτό, χρησιμοποιείται μόνον σε εξαιρετικές περιπτώσεις, για παροχές που δίδονται στον μισθωτό κατά την διάρκεια του έτους ή κατά την λύση της εργασιακής συμβάσεως, επί πλέον των συνήθων αποδοχών που λαμβάνει για την κανονική παροχή της εργασίας του. Για τον υπολογισμό της συνήθους αμοιβής του μισθωτού για παροχή συγκεκριμένης εργασίας, σε συγκεκριμένο χρόνο, χρησιμοποιείται στα νομοθετήματα του εργατικού δικαίου και στον  Αστικό Κωδικα ο όρος «συμφωνηθείς» ή «συμπεφωνημένος μισθός» ή «καταβαλλόμενες αποδοχές» ή «καταβαλλόμενο ωρομίσθιο» ή «νόμιμες αποδοχές» ή «τεθεσπισμένος μισθός».
Όπως είναι γνωστό, ο όρος «τακτικές αποδοχές», είναι ευρύτερος του όρου «καταβαλλόμενες αποδοχές». Οι τακτικές αποδοχές περιέχουν εκτός από τον καταβαλλόμενο μισθό ή ημερομίσθιο (νόμιμο ή τυχόν ανώτερο συμπεφωνημένο, ο οποίος με τη σειρά του περιέχει τον βασικό μισθό και τα διάφορα επιδόματα, υπηρεσίας, σπουδών κ.λπ.), και οποιεσδήποτε άλλες παροχές εις χρήμα ή εις είδος και γενικά κάθε παροχή που καταβάλλεται σταθερώς και μονίμως ως νόμιμο ή συμβατικό αντάλλαγμα της παρεχομένης εργασίας. Περιλαμβάνουν επίσης την αναλογία για τα επιδόματα εορτών και αδείας, τις αμοιβές και προσαυξήσεις για τακτική απασχόληση καθ’ υπερεργασίαν, καθώς και για τακτική και νόμιμη υπερωριακή εργασία, τις προσαυξήσεις για τακτική νόμιμη απασχόληση κατά Κυριακές, εορτές ή νύκτα κ.λπ.
Οι «καταβαλλόμενες αποδοχές» προσδιορίζονται από το νόμο ή την οικεία ΣΣΕ, ΔΑ ή άλλη ΥΑ («νόμιμες») ή συμφωνούνται μεταξύ εργοδότου – μισθωτού μεγαλύτερες από τις νόμιμες. Οι καταβαλλόμενες αποδοχές είναι οι συγκεκριμένες αποδοχές που οφείλονται για παροχή εργασίας κατά συγκεκριμένο χρόνο.
● ΙΙ. Οι «καταβαλλόμενες αποδοχές» χρησιμοποιούνται ως βάση υπολογισμού·
Α. Της αμοιβής του μισθωτού για απασχόληση κατά το σύνηθες ωράριο, δηλαδή κατά το ωράριο που έχει καθορισθή ως ισχύον για όλους τούς μισθωτούς («συμβατικό») ή κατά το τυχόν μικρότερο που έχει συμφωνηθή με τον εργοδότη. Το άρθρο 648 ΑΚ ορίζει ότι «ο μεν εκμισθωτής (μισθωτός) υποχρεούται να παρέχη την εργασίαν αυτού εις τον μισθωτήν (εργοδότην), ούτος δε να καταβάλη τον συμφωνηθέντα μισθόν».
Β. Της αμοιβής, εν περιπτώσει απασχολήσεως του μισθωτού πέραν των ωρών της συμπεφωνημένης απασχολήσεώς του και μέχρι του γενικώς ισχύοντος ωραρίου (των 40, από 1.1.84, ωρών). Στην περίπτωση αυτή ο μισθωτός δικαιούται, κατά το άρθρο 659 ΑΚ, συμπληρωματικής αμοιβής η οποία «κανονίζεται αναλόγως του συμφωνηθέντος μισθού και των ειδικών περιστάσεων».
Γ. Της αμοιβής και της προσαυξήσεως εν περιπτώσει απασχολήσεως πέραν των 40 ωρών εβδομαδιαίως, οι οποίες από 1.1.84 αποτελούν το γενικώς ισχύον ωράριο όλων των μισθωτών (ΕΓΣΣΕ της 14.2.84 – ΔΕΝ 1984 σελ. 155).
Το άρθρο 5 της από 26.2.75 ΕΓΣΣΕ – ΔΕΝ 1975 σελ. 179, που εκυρώθη με τον Ν. 133/75 – ΔΕΝ 1975 σελ. 894, εν συνδυασμώ προς τις μεταγενέστερες ΕΓΣΣΕ (1982 και 1984), ορίζει ότι ο υπολογισμός του ωρομισθίου γίνεται δια της διαιρέσεως των 6/25 του συμπεφωνημένου ή νομίμου μισθού ή των 6 πλήρων (συμπεφωνημένων ή νομίμων) ημερομισθίων δια των ωρών της εβδομαδιαίας εργασίας (40 από 1.1.84). Για τούς μισθωτούς με ωράριο μικρότερο των 40 ωρών, ο διαιρέτης ορίζεται ίσος προς τον αριθμό των ολιγωτέρων αυτών ωρών της εβδομαδιαίας εργασίας τους.
Στην παρ. 2 του ανωτέρω άρθρου 5 ορίζεται ότι οι διατάξεις περί καθορισμού του ωρομισθίου «εφαρμόζονται αναλόγως… δια τον υπολογισμόν, τόσον της συμπληρωματικής αμοιβής δι’ υπερεργασίαν, όσον και κατά πάσαν περίπτωσιν προσδιορισμού του ωρομισθίου, ως επί των περιπτώσεων υπολογισμού της αμοιβής και της προσαυξήσεως δι’ υπερωριακήν εργασίαν και των προσαυξήσεων δι’ εργασίαν κατά τας Κυριακάς, εξαιρετέας και νυκτερινάς ώρας».
Το άρθρο 5 της από 26.2.75 ΕΓΣΣΕ διετηρήθη σε ισχύ με την παρ. 6 του άρθρου 9 της  Εθνικῆς ΔΑ 1/82 (ΔΕΝ 1982 σελ. 193) με την οποία εμειώθησαν οι ώρες σε 41 από 1.1.82, καθώς και με το άρθρο 6 της από 14.2.84 ΕΓΣΣΕ με την οποία οι ώρες εβδομαδιαίας εργασίας περιωρίσθησαν σε 40 από 1.1.84.
Επίσης η παρ. 1 αρθρ. 1 του Ν. 3385/05 (ΔΕΝ 2005 σελ. 1119), όπως αντικατεστάθη με το άρθρο 74 παρ. 10 του Ν. 3863/10 (ΔΕΝ 2010 σελ. 897 επ.) ορίζει ότι «οι ώρες υπερεργασίας αμείβονται με το καταβαλλόμενο ωρομίσθιο προσαυξημένο κατά 20%…».
Δ. Της αμοιβής και των προσαυξήσεων εν περιπτώσει απασχολήσεως καθ’ υπερωρίαν.  Ο απασχολούμενος μισθωτός δικαιούται κατ’ άρθρο 1 παρ. 3 και 5 του Ν. 3385/05 (ΔΕΝ 2005 σελ. 1119), όπως έχει αντικατασταθή με το άρθρο 74 παρ. 10 του Ν. 3863/10, «για κάθε ώρα νόμιμης υπερωρίας και μέχρι την συμπλήρωση εκατόν είκοσι (120) ωρών ετησίως, αμοιβή ίση με το καταβαλλόμενο ωρομίσθιο προσαυξημένο κατά 40%.  Η αμοιβή για την πέραν των εκατόν είκοσι (120) ωρών ετησίως νόμιμη υπερωριακή απασχόληση είναι το καταβαλλόμενο ωρομίσθιο προσαυξημένο κατά 60%. (…)
Για κάθε ώρα κατ’ εξαίρεση υπερωρίας ο μισθωτός δικαιούται αποζημίωση ίση με το καταβαλλόμενο ωρομίσθιο προσαυξημένο κατά 80%».
Ε. Της αμοιβής για εργασία που παρέχεται την 6η ημέρα της εβδομάδος, κατά παράβαση του πενθημέρου. Κατ’ αρθρ. 8 του Ν. 3846/10 (ΔΕΝ 2010 σ. 606) «αμείβεται με το καταβαλλόμενο ημερομίσθιο προσαυξημένο κατά 30%».  Η διάταξη δεν έχει εφαρμογή σε ξενοδοχειακές και επισιτιστικές επιχειρήσεις.
ΣΤ. Της αμοιβής, εν περιπτώσει απασχολήσεως καθ’ ημέραν Κυριακήν, εξαιρετέες εορτές και νύκτα.  Ο μισθωτός δικαιούται προσαυξήσεως εξ 75% (Κυριακές, εορτές) ή 25% (νύκτα) η οποία υπολογίζεται εις «τα υποχρεωτικώς τεθεσπισμένα ελάχιστα όρια μισθών και ημερομισθίων» (ΥΑ 8900/46 εν συνδυασμώ με την ΥΑ 25825/51) για τις Κυριακές και εορτές ή εις τας «εκάστοτε κεκανονισμένας νομίμους αποδοχάς» για την νυκτερινή εργασία (ΥΑ 18310/46). Σχετ. βλ. και  Αλλ. ΔΕΝ 2007 σελ. 1387 και  Αλλ. ΔΕΝ 2005 σελ. 1214.
Ζ. Της προσθέτου αποζημιώσεως για κάθε εκτός έδρας διανυκτέρευση, «ίσης προς το εκάστοτε νόμιμον ημερομίσθιον ή προς το 1/25 του εκάστοτε νομίμου μηνιαίου μισθού» (ΥΑ 21091/46 – βλ. το κείμενο στο ΔΕΝ 2011 σελ. 286).
● ΙΙΙ. Παραλλήλως, οι «τακτικές αποδοχές» χρησιμοποιούνται ως βάση υπολογισμού:
Α. Των επιδομάτων εορτών, κατά το άρθρο 3 της κατ’ εξουσιοδότησιν του Ν. 1082/80 εκδοθείσης ΥΑ 19040/81 (βλ. ΔΕΝ 2011 σελ. 316) που ορίζει ότι «τα επιδόματα εορτών υπολογίζονται βάσει των πράγματι καταβαλλομένων μισθών ή ημερομισθίων, ως τοιούτων νοουμένων του συνόλου των τακτικών αποδοχών του μισθωτού».
Β. Της αποζημιώσεως λόγω καταγγελίας της συμβάσεως εργασίας. Το άρθρο 3 του Ν. 2112/20 (υπάλληλοι) ορίζει ότι η αποζημίωση είναι ίση «προς το σύνολον των τακτικών αυτού αποδοχών…». Το ίδιο ορίζει και το άρθρο 5 του ΒΔ της 16/18.7.20, για τούς εργατοτεχνίτες.
Γ. Του επιδόματος αδείας, το οποίο κατ’ άρθρο 3 παρ. 16 του Ν. 4504/66 είναι ίσο προς το σύνολο των αποδοχών αδείας (με τον περιορισμό του ημίσεος μισθού ή των 13 ημερομισθίων).
Ο ΑΝ 539/45 (άρθρο 3) ορίζει ότι κατά την διάρκεια της αδείας του ο μισθωτός δικαιούται των συνήθων αποδοχών, (τελευταίως η νομολογία αναφέρει, εκ προφανούς, νομίζουμε, λάθους, ότι οι αποδοχές αδείας υπολογίζονται βάσει των τακτικών αποδοχών και ότι οι «συνήθεις αποδοχές» ταυτίζονται με τις τακτικές αποδοχές (βλ. την ΑΠ 16/11  Ολ. ΔΕΝ 2012  σελ. 109 και την ΑΠ 5/11 Πλ.  Ολομ. ΔΕΝ 2011 σελ. 1256), τις οποίες θα ελάμβανε εάν απησχολείτο στην υποκειμένη επιχείρηση κατά τον αντίστοιχο χρόνο, στην έννοια των οποίων όμως, (όπως ρητώς ορίζεται) «περιλαμβάνονται και αι παντός είδους πρόσθετοι ή συμπληρωματικαί τακτικαί παροχαί».
Ο λόγος της θεσπίσεως αυτού του «μικτού» τρόπου υπολογισμού των αποδοχών αδείας (συνήθεις, δηλαδή καταβαλλόμενες αποδοχές, αλλά και τακτικές αποδοχές) είναι ότι οι αποδοχές αυτές οφείλονται μεν χωρίς να παρέχεται πραγματική εργασία κατά συγκεκριμένο χρόνο, αλλά η αμοιβή συσχετίζεται με το συγκεκριμένο διάστημα της αδείας (πλασματική προσφορά εργασίας) και με τις αποδοχές που θα κατεβάλλοντο αν παρείχετο κατ’ αυτό εργασία. Για την άδεια βλ. ΔΕΝ 2012 σελ. Π114 επ.
● ΙV.  Οπως φαίνεται πιο πάνω υπό ΙΙ Β, Γ, Δ, σχετικά με τον τρόπο υπολογισμού τόσο της συμπληρωματικής αμοιβής του άρθρου 659 ΑΚ, όσο και της αμοιβής και της προσαυξήσεως υπερεργασίας, αλλά και της αμοιβής και προσαυξήσεως της υπερωριακής εργασίας, ως βάση σε όλες αυτές τις περιπτώσεις λαμβάνεται ο συμφωνηθείς ή ο νόμιμος μισθός, δηλαδή ο καταβαλλόμενος για την παροχή της συνήθους εργασίας μισθός και όχι οι «τακτικές αποδοχές». Βάσει του μισθού αυτού υπολογίζεται το ωρομίσθιο του μισθωτού με τον τρόπο που υποδεικνύει η διατηρηθείσα και μετά την ΕΓΣΣΕ του 1984 σε ισχύ διάταξη του άρθρου 5 της από 26.2.75 ΕΓΣΣΕ.  Η ίδια διάταξη αναφέρει, όπως ήδη ελέχθη, ότι ο τρόπος εξευρέσεως του ωρομισθίου έχει εφαρμογή αναλόγως για κάθε περίπτωση προσδιορισμού του ωρομισθίου, μεταξύ των οποίων και η περίπτωση υπολογισμού της αμοιβής και της προσαυξήσεως δι’ υπερωριακήν εργασίαν.
Σε όλες αυτές τις περιπτώσεις ο νομοθέτης έχει προβλέψει εύλογη αμοιβή, η οποία είναι ίση με το απλό ωρομίσθιο για την απασχόληση μέχρι του συμβατικού ωραρίου (άρθρο 659 ΑΚ), λίγο μεγαλύτερη (προσηυξημένη κατά 20%) για την πέρα του συμβατικού και μέχρι του νομίμου ωραρίου απασχόληση, και ακόμη μεγαλύτερη για την πέρα του νομίμου, νόμιμη ή παράνομη υπερωριακή απασχόληση (προσηυξημένη κατά 40%, 60% η 80% κατά τις διακρίσεις του Ν. 3385/05, όπως αντικατεστάθη από τον Ν. 3863/10). Οι προσαυξήσεις αυτές μπορεί να θεωρηθή ότι έχουν για μεν τον εργοδότη την μορφη «ποινής», για δε τον εργαζόμενο την μορφή «αποζημιώσεως» επειδή απασχολήθηκε περισσότερο από το σύνηθες ωράριο.
● V. Ειδικά για την υπερωριακή απασχόληση, η  Ολομέλεια του  Αρείου Πάγου εγκύψασα ειδικά στο ζήτημα της εννοίας του «καταβαλλομένου ωρομισθίου», ως βάσεως υπολογισμού της υπερωριακής αποζημιώσεως (επρόκειτο περί παροχής παρανόμου υπερωριακής εργασίας), είχε αποφανθή με την υπ’ αριθμ. 1139/74 απόφασή της (ΔΕΝ 1975 σελ. 4) ότι «ως καταβαλλόμενον ωρομίσθιον νοείται το καθ’ ώραν αναλογούν τμήμα του μηνιαίου μισθού ή ημερομισθίου, του οποίου οφείλεται η καταβολή τας ημέρας της υπερωριακής απασχολήσεως, βάσει των ισχυουσών, κατά τον χρόνον τούτον, διατάξεων ή συμφωνιών». Συνεπώς «τα επιδόματα εορτών και το επίδομα αδείας τα οποία αποτελούν τακτικόν μισθόν, δεν συνυπολογίζονται, κατά την συγκεκριμένην περίπτωσιν, καθ’ ην δεν ερευνάται το ύψος των τακτικών αποδοχών, αλλ’ αποκλειστικώς το κατά τον χρόνον της υπερωριακής απασχολήσεως οφειλόμενον και ως τοιούτον κατά τον χρόνον τούτον καταβαλλόμενον ωρομίσθιον».
Άλλωστε, συνεχίζει η απόφαση, «δεν είναι πάντοτε βεβαία από του χρόνου υπερωριακής απασχολήσεως η υποχρέωσις καταβολής των επιδομάτων εορτών και αδείας, και δη εξ ολοκλήρου, παρά του εργοδότου παρ’ ω έλαβε χώραν η υπερωριακή απασχόλησις».
Αντιθέτως προς την παραπάνω απόφαση, η νεώτερη νομολογία του  Αρείου Παγου (βλ. π.χ. τις ΑΠ 43/91 και 273/93 εις ΔΕΝ 1993 σελ. 1291 και 1290 καθώς και τις παλαιότερες ΑΠ 1426 και 1486/83 εις ΔΕΝ 1984 σελ. 1123 και 582 και ΑΠ 978/85 εις ΔΕΝ 1986 σελ. 801) κρίνοντας επί διαφόρων θεμάτων, περιελάμβανε και τον κανόνα ότι, για τον υπολογισμό της αμοιβής και της προσαυξήσεως της υπερωριακής εργασίας, πρέπει να λαμβάνωνται υπ’ όψη οι «τακτικές αποδοχές». (‘Ηδη επαναλαμβάνεται το λάθος στις νεώτερες αποφάσεις, οι οποίες, κρίνοντας διάφορα θέματα, αναφέρουν τις «τακτικές αποδοχές» ως βάση υπολογισμού και της υπερωρίας. (βλ. π.χ. την ΑΠ 16/11  Ολομ. ΔΕΝ 2012 σελ. 109.  Επίσης την ΑΠ 723/11 – ΔΕΝ 2011 σελ. 1565).
Με την υπ’ αριθμ. 4/99 απόφαση της  Ολομελείας  Αρείου Πάγου (ΔΕΝ 1999 σ. 279) έγινε δεκτό (όπως και με την ΑΠ 1139/74 ανωτέρω), ότι για τον υπολογισμό της αμοιβής υπερωρίας και υπερεργασίας «ως καταβαλλόμενο ωρομίσθιο νοείται το τμήμα του μισθού ή ημερομισθίου, το οποίο αναλογεί σε κάθε ώρα απασχολήσεως κατά τις ημέρες απασχολήσεως σε υπερωριακή εργασία ή σε υπερεργασία, με βάση τις συμφωνίες ή τις διατάξεις που κατά τον χρόνον αυτόν ισχύουν. Δεν ερευνάται δηλαδή το ύψος των τακτικών αποδοχών του εργαζομένου υπό καθεστώς πλήρους απασχολήσεως.  Ενδιαφέρει μόνον το κατά τον κρίσιμο χρόνο οφειλόμενο και καταβαλλόμενο ωρομίσθιο, στο οποίο δεν περιλαμβάνονται πρόσθετες τακτικές παροχές μη καταβαλλόμενες κατά τον χρόνο παροχής υπερεργασίας ή υπερωριακής εργασίας.
Μόνον αν η υπερεργασία ή υπερωριακή απασχόληση συμπίπτει με παροχή εργασίας κατά Κυριακήν ή άλλη αργία ή κατά την νύκτα, συνυπολογίζονται στο ωρομίσθιο οι προσαυξήσεις 75% η 25% αντιστοίχως».
πηγή: ΔΕΝ

Το Επαγγελματικό Επιμελητήριο Αθηνών συνεργάζεται με το έγκριτο φοροτεχνικό γραφείο “Γιάννης Μύαρης και Συνεργάτες Ε.Ε.” και προσφέρει δωρεάν συμβουλές στα μέλη του.

Ο φορολογικός σύμβουλος βρίσκεται στα γραφεία του επιμελητηρίου, Πανεπιστημίου 44, 2ος όροφος, κάθε Τρίτη & Πέμπτη από 11:00 έως 14:00. (Για προσωπικές συμβουλές κατόπιν ραντεβού)

Η ομάδα επιτέλεσης του έργου που έχει ανατεθεί:

 

Θράσος Μίαρης Φοροιτεχνικός  κιν 6932215259

Γιάννης Μύαρης Οικονομολόγος

Χριστίνα Ψυχογυιού Εργατολόγος

Βαγγέλης Κονόμης Λογιστής – εργατολόγος

Βασίλης Παπαζώης Λογιστής Φοροτεχνικός

Ελίνα Μίαρη Λογίστρια

Θάλεια Κρισίλια Λογίστρια

 

Τα μέλη μας μπορούν επίσης να απευθύνουν γραπτά ερωτήματα στέλνοντας το ονοματεπώνυμό τους και τηλέφωνο επικοινωνίας στο e-mail: [email protected] ή τηλεφωνικά στο 210 3380 209, Τρίτη και Πέμπτη από 12.00′ έως 15.00′ ή  στο τηλ. 210 9639 049 καθημερινά.

ΠΡΟΣΟΧΗ!  Σημειώνεται πως η υπηρεσία αυτή δεν υποκαθιστά φοροτεχνικούς ούτε διεκπεραιώνει φορολογικές υποθέσεις αλλά παρέχει γενικές πληροφορίες  στα μέλη του επιμελητηρίου σε σχέση με την ισχύουσα φορολογική νομοθεσία και δίνει κατευθύνσεις για τους τρόπους επίλυσης τυχόν προβλημάτων τους.

Τηλ. Επικοινωνίας:

210 3380209

e-mail:

[email protected]

Στο πλαίσιο της ενημέρωσης των μελών του Επαγγελματικού Επιμελητηρίου Αθηνών, παρέχουμε ως Φορολογικοί σύμβουλοι, συμβουλές σε όλες τις εργάσιμες ώρες και ημέρες, δημιουργούμε βάση εμπιστοσύνης, ξεκινάμε νέο κύκλο ενημέρωσης ανά κλάδο, τον οποίο και θα δημοσιεύουμε.