tuv-iso-logo tuv-iso-27001-logo

Γ. Χατζηθεοδοσίου στην “ΑΥΓΗ”: Σε ναρκοπέδιο οι μικρομεσαίοι

Άρθρο του Γιάννη Χατζηθεοδοσίου, Προέδρου του Επαγγελματικού Επιμελητηρίου Αθηνών και Επίτιμου Διδάκτορα του Πανεπιστημίου Πειραιά, στην εφημερίδα “ΑΥΓΗ” (8/1/2023).


Το 2023 που μόλις ξεκίνησε, δεν μπήκε με τους καλύτερους οιωνούς. Η σοβαρή κρίση που εμφανίστηκε τον προηγούμενο χρόνο, με την ακρίβεια, την εκτίναξη του πληθωρισμού και το «ροκάνισμα» των εισοδημάτων των πολιτών, αναμένεται να συνεχιστεί. Ειδικά το ενεργειακό πρόβλημα θα μας ταλαιπωρεί για καιρό, κάτι που σημαίνει ότι τα νοικοκυριά δεν θα απαλλαγούν από τις ασφυκτικές πιέσεις ενώ οι επιχειρήσεις θα αγωνίζονται να τα βγάλουν πέρα έχοντας να αντιμετωπίσουν ένα πολύ αυξημένο λειτουργικό κόστος.

Την επιβεβαίωση ότι οι δυσκολίες θα μας συνοδεύουν και τη νέα χρονιά, έρχονται να δώσουν οι νέες ανατιμήσεις πολλών προϊόντων και υπηρεσιών που είδαμε από την 1η μέρα του 2023.

Αποτέλεσμα όλων των παραπάνω είναι να εντείνεται η ανησυχία των ανθρώπων της αγοράς, κυρίως των μικρομεσαίων, σχετικά με το μέλλον τους. Αυτό εξάλλου αποτυπώνεται σε όλες τις τελευταίες έρευνες, τόσο του Επαγγελματικού Επιμελητηρίου Αθηνών, όσο και άλλων φορέων όπως της Κεντρικής Ένωσης Επιμελητηρίων Ελλάδος (ΚΕΕΕ). Ειδικότερα, σύμφωνα με τα στοιχεία από έρευνα της που πραγματοποιήθηκε τον Νοέμβριο σχετικά με την εξέλιξη της βιωσιμότητας των επιχειρήσεων, το 54% των ερωτηθέντων προβλέπει δυσμενέστερη κατάσταση το επόμενο εξάμηνο, με αύξηση επισφαλειών και πτωχεύσεων και μόλις το 12% εκτιμά ότι θα σημειωθεί βελτίωση στον κλάδο τους.

Πρόβλημα φαίνεται ότι υπάρχει και με τις ελλείψεις πρώτων υλών ή προϊόντων, καθώς αυτό δηλώνει το 37% των επιχειρήσεων, με το φαινόμενο να είναι πιο έντονο στο εμπόριο, τη μεταποίηση, τη βιομηχανία και τις κατασκευές. Στην ίδια έρευνα καταγράφεται ότι περίπου οι μισές επιχειρήσεις (το 49% για την ακρίβεια) προβλέπουν νέες αυξήσεις στις τιμές των προϊόντων και των υπηρεσιών.

Και πολλοί καταναλωτές (το 37%) όμως εμφανίζονται αντιμέτωποι με τον φόβο και την ανασφάλεια εξαιτίας της οικονομικής κατάστασης που επικρατεί. Μάλιστα σε ποσοστό πάνω από 20% δηλώνουν ότι δεν μπορούν να αποπληρώσουν λογαριασμούς ηλεκτρικού ρεύματος και θέρμανσης, το 70% δηλώνουν ότι έχουν περιορίσει τις δαπάνες τους (κυρίως σε είδη ένδυσης, υπόδησης, σε ψυχαγωγία και σε ταξίδια) ενώ το 52% έχουν περιορίσει τις αγορές βασικών αγαθών, όπως πχ τα τρόφιμα.

Το πως έχει διαμορφωθεί η κατάσταση για τα νοικοκυριά το διαπιστώνουμε και από την εφαρμογή του Market pass καθώς η ίδια η κυβέρνηση τονίζει ότι το μέτρο δυνητικά απευθύνεται σε 8,5 εκατομμύρια πολίτες. Δηλαδή υπάρχει η παραδοχή ότι για όλους αυτούς τους ανθρώπους η κατάσταση είναι κάτι παραπάνω από δύσκολη.

Όταν λοιπόν οι πολίτες δεν έχουν εισόδημα να διαθέσουν προς κατανάλωση και προσπαθούν να ανταποκριθούν σε υψηλές ανελαστικές δαπάνες, πως θα επιβιώσουν οι επιχειρήσεις; Ένα από τα στοιχεία που παρουσίασε η ΓΣΕΒΕΕ, μέσω της 4ης Ετήσιας Έκθεσης του Ινστιτούτου Μικρών Επιχειρήσεων, δείχνει το πόσο αυξήθηκε το κόστος λειτουργίας τους. Σύμφωνα λοιπόν με την Έκθεση, το πρώτο εξάμηνο του 2022 το κόστος ενέργειας αυξήθηκε μεσοσταθμικά κατά 76%, το κόστος προμήθειας πρώτων υλών και εμπορευμάτων κατά 43,5%, το κόστος καυσίμων οχημάτων κατά 57,8% και το κόστος προμήθειας εξοπλισμού και μηχανημάτων κατά 26,2%.

Ο συνδυασμός αυτών των μεγάλων αυξήσεων με τη μείωση της κατανάλωσης, απειλεί πολύ σοβαρά τη βιωσιμότητα χιλιάδων μικρομεσαίων επιχειρήσεων.

Τα μέτρα που έχει λάβει η κυβέρνηση τους τελευταίους μήνες έχουν προσφέρει μία σημαντική ανακούφιση, όμως δεν έχουν επιλύσει το πρόβλημα. Η ακρίβεια είναι εδώ και πιέζει ασφυκτικά το μεγαλύτερο μέρος της κοινωνίας. Την ώρα που σε άλλες ευρωπαϊκές χώρες, όπως η Ισπανία, μειώνεται ο ΦΠΑ σε βασικά αγαθά ώστε να στηριχθεί η κοινωνία, στη χώρα μας η κυβέρνηση εμμένει στην καταβολή επιδομάτων που όμως αφορούν κυρίως τους πιο ευάλωτους. Βέβαια, όπως εξελίσσεται η κατάσταση, το ποσοστό των οικονομικά ευάλωτων πολιτών αυξάνεται συνεχώς, δείγμα της καθοδικής πορείας του βιοτικού μας επιπέδου.

Όπως εξάλλου αυξάνεται και το ιδιωτικό χρέος, καθώς δεν υπάρχει η δυνατότητα αποπληρωμής των οφειλών. Αντί να διασφαλίσουμε ότι δεν θα δημιουργηθούν άλλες, συμβαίνει ακριβώς το αντίθετο. Για αυτό και θεωρώ αναγκαία μία νέα ρύθμιση για την ευκολότερη αποπληρωμή του συνόλου των οφειλών προς το Δημόσιο.

Σχετικά με τις οφειλές προς τις τράπεζες, υποτίθεται ότι τουλάχιστον θα υπήρχε μία μέριμνα, ώστε να στηριχθεί με κάποιον τρόπο το κοινωνικό σύνολο, ειδικά μετά την αύξηση των επιτοκίων δανεισμού. Τελικά και σε αυτόν τον τομέα τα μέτρα που εξαγγέλθηκαν αφορούν περίπου 30.000 δανειολήπτες. Ένα πολύ μικρό ποσοστό δηλαδή όσων αντιμετωπίζουν πρόβλημα με το δάνειο τους. Η πίεση που άσκησε η κυβέρνηση προς τα χρηματοπιστωτικά ιδρύματα, δεν έφερε τα προσδοκόμενα αποτελέσματα. Και είναι τουλάχιστον προκλητικό οι τράπεζες να καταγράφουν συνεχώς κέρδη –περίπου 5 δισ. αναμένεται να είναι για το 2022, με τα 1.5 δισ. ευρώ να προέρχονται από τις υψηλές προμήθειες των τραπεζικών συναλλαγών- ενώ οι πολίτες δεν μπορούν πλέον να ανταποκριθούν στις υποχρεώσεις τους. Ειδικά από την στιγμή που τα χρηματοπιστωτικά

Πλέον η κυβέρνηση πρέπει να εξετάσει το θέμα της φορολόγησης των τραπεζών ενώ πρέπει να εξασφαλίσει και περισσότερα χρηματοδοτικά εργαλεία ώστε να στηριχθούν οι μικρομεσαίοι που σήμερα υποφέρουν από την έλλειψη ρευστότητας στην αγορά. Και κυρίως να υπαχθούν περισσότερες μικρομεσαίες επιχειρήσεις στα προγράμματα του ΕΣΠΑ και του Ταμείου Ανάκαμψης και Ανθεκτικότητας.

Εδώ και αρκετούς μήνες οι μικρομεσαίοι βρίσκονται σε ένα ναρκοπέδιο και αν δεν υπάρξει ένας ασφαλής δρόμος διαφυγής, τότε το αποτέλεσμα θα είναι καταστροφικό και για την οικονομία και για την κοινωνία και το 2023 θα καταγραφεί με μαύρα γράμματα στην ιστορία του επιχειρείν.