tuv-iso-logo tuv-iso-27001-logo

Η «Δεύτερη Ευκαιρία» επί τάπητος

Το θέμα αποτελεί μεγάλη πρόκληση για την Ε.Ε. και την Ελλάδα αφορώντας στο νέο Πτωχευτικό Κώδικα

Στο τεύχος του Ιουλίου 2014 του περιοδικού Epsilon 7, δημοσιεύτηκε άρθρο με τίτλο “Δεύτερη Ευκαιρία” στις επιχειρήσεις μετά από έντιμη χρεοκοπία. Το κείμενο επιμελήθηκε ο δημοσιογράφος Γιάννης Παχουλάκης. Το θέμα αποτελεί μεγάλη πρόκληση για την Ε.Ε. και την Ελλάδα αφορώντας στο νέο Πτωχευτικό Κώδικα.

 

Ο κ. Παχουλάκης έλαβε συνεντεύξεις από τον κ. Γιώργο Φλωρά, επιχειρηματία και Επικεφαλής της Επιτροπής Ανταγωνισμού του Επαγγελματικού Επιμελητηρίου Αθηνών, την ειδικό στο Πτωχευτικό Δίκαιο, δικηγόρο παρ’ Αρείω Πάγω κα. Ιωάννα Καλαντζάκου και την Διευθύντρια στη Γενική Διεύθυνση Δικαιοσύνης της Κομισιόν κα. Παρασκευή Μίχου. Με την άδεια του περιοδικού Epsilon 7 (το οποίο και ευχαριστούμε) αναδημοσιεύουμε το θαυμάσιο άρθρο.

 

“Δεύτερη Ευκαιρία” στις επιχειρήσεις μετά από έντιμη χρεοκοπία

Η μεγάλη πρόκληση για την Ε.Ε. και την Ελλάδα στο νέο Πτωχευτικό Κώδικα

Δημοσιογραφική επιμέλεια Γιάννης Παχουλάκης

 

Η Σύσταση που εξέδωσε η Ευρωπαϊκή Επιτροπή στις 12 Μαρτίου 2014 προς τα κράτη – μέλη με θέμα “για μια νέα προσέγγιση για την επιχειρηματική αποτυχία και την αφερεγγυότητα” σηματοδοτεί την πρόθεσή της να αλλάξει το απαρχαιωμένο νομικό καθεστώς και τη νοοτροπία με την οποία οι χώρες αντιμετωπίζουν τους επιχειρηματίες που “πέφτουν έξω”.

 

Στην κατεύθυνση αυτή πρόσφατα η ελληνική κυβέρνηση ξεκίνησε τη διαδικασία διαβουλεύσεων προκειμένου να διαμορφώσει το νέο Πτωχευτικό Κώδικα που θα δίνει στους έντιμους επιχειρηματίες τη “δεύτερη ευκαιρία” που δικαιούνται. Όπως χαρακτηριστικά λέει ο κ. Γιώργος Φλωράς, επιχειρηματίας και Επικεφαλής της Επιτροπής Ανταγωνισμού του Επαγγελματικού Επιμελητηρίου Αθηνών, στην Ελλάδα αν κάποιος πέσει έξω, απόλυτα φυσιολογικό φαινόμενο στο επιχειρείν, η κοινωνία τον θεωρεί αυτομάτως απατεώνα. Το αντίθετο από ότι συμβαίνει στα νοικοκυριά για τα οποία η Πολιτεία προστρέχει, όταν αυτά πέφτουν έξω οικονομικά, να τα βοηθήσει να ορθοποδήσουν.

 

Η ειδικός στο Πτωχευτικό Δίκαιο, δικηγόρος παρ’ Αρείω Πάγω κα. Ιωάννα Καλαντζάκου εξηγεί πως το πρόβλημα εστιάζεται στο γεγονός ότι στην Ελλάδα πλήθος υποχρεώσεων, όπως οι φορολογικές και ασφαλιστικές, βαρύνουν ατομικά τον επιχειρηματία και δεν αίρονται με την πτώχευση της εταιρείας του, ακόμη και αν αυτή κριθεί έντιμη.

 

Σύμφωνα με την Διευθύντρια στη Γενική Διεύθυνση Δικαιοσύνης της Κομισιόν κα. Παρασκευή Μίχου, τα πλαίσια που διέπουν σήμερα τις περιπτώσεις αφερεγγυότητας σε πολλές χώρες της Ε.Ε., και όχι μόνο στην Ελλάδα, οδηγούν τις βιώσιμες κατά τα άλλα επιχειρήσεις που αντιμετωπίζουν οικονομικές δυσκολίες στην εκκαθάριση αντί για την αναδιάρθρωση. Η ίδια επισημαίνει πως αυτό το καθεστώς εμποδίζει τους έντιμους επιχειρηματίες να έχουν μια δεύτερη ευκαιρία μετά τη διαδικασία αφερεγγυότητας και να απαλλαγούν από το ''στίγμα'' του πτωχευμένου.

 

Όπως αναφέρει η κυρία Μίχου: “Περίπου οι μισές επιχειρήσεις επιβιώνουν για διάστημα κάτω των πέντε ετών, και περίπου 200.000 επιχειρήσεις αντιμετωπίζουν κάθε χρόνο διαδικασία αφερεγγυότητας στην Ε.Ε.. Αυτό σημαίνει ότι 600 περίπου επιχειρήσεις κηρύσ­σουν κάθε μέρα πτώχευση στην Ευρώπη. Ο αριθμός των διαδικασιών αφερεγγυότητας αυξάνει όλο και περισσότερο – από τότε που ξεκίνησε η κρίση ο αριθμός των πτωχεύσεων έχει διπλα­σιαστεί και η τάση αυτή αναμένεται να συνεχιστεί και το 2014. Οι Μ.Μ.Ε. αποτελούν 99% της επιχειρηματικής δραστηριότητας στην Ε.Ε. και απασχολούν το 60% του εργατικού δυναμικού. Βρίσκονται δε στην αιχμή του δόρατος όσον αφορά την δημιουργία νέων θέσεων εργασίας και την καινοτομία. Είναι όμως και τα πρώτα θύματα της κρίσης όσον αφορά τον πολλα­πλασιασμό των περιπτώσεων αφερεγγυότητας και των πτωχεύσεων. Παράλληλα, έχει αποδειχθεί ότι οι επιχειρηματίες που έχουν αποτύχει διδάσκονται από τα λάθη τους και, σε γενικές γραμμές, είναι περισσότερο επιτυχημένοι στη δεύτερη προσπάθειά τους. Έως και ποσοστό 18% όλων των μετέπειτα επιτυχημένων επιχειρηματιών είχε αποτύχει στην πρώτη του επιχείρηση. Από τα στοιχεία που έχουμε στη διάθεσή μας και που δημοσιεύθηκαν πρόσφατα στο "The 2014 EU Justice Scoreboard", προκύπτει ότι ο πραγματικός χρόνος που απαιτείται από τη στιγμή στάσης πληρωμών μίας επιχείρησης μέχρι τις πρώτες καταβολές στους οφειλέτες – συνήθως τράπεζες – διαφέρει πολύ ανάλογα με τα Κράτη Μέλη”.

 

Ο κύριος Φλωράς παρατηρεί πως υπάρχουν δυσκί­νητες νομοθεσίες και μεγάλη καχυποψία σε πολλές χώρες της Ευρωπης. Και υπενθυμίζει πως στις 25/6/2008 δημοσιοποιήθηκε από την Ευρωπαϊκή Επιτροπή και στη συνέ­χεια εγκρίθηκε από το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο η εργασία “Προτεραιότητας στις Μικρές Επιχειρήσεις” η λεγό­μενη “Small Business Act for Europe".

Πράγματι, η ονομασία “Act” που δόθηκε συμβολικά σε αυτή την πρωτοβουλία υπογράμμιζε την πολιτική βούληση να αναγνωριστεί ο κεντρικός ρόλος των ΜμΕ στην οικονομία της Ε.Ε. και να θεσπιστεί για πρώτη φορά ένα ολοκληρωμένο πολιτικό πλαίσιο για την Ε.Ε. και τα κράτη μέλη της μέσω ενός συνόλου 10 αρχών για τον προ­γραμματισμό και την εφαρμογή πολιτικών σε επίπεδο Ε.Ε. και κρατών μελών. Οι αρχές αυτές είναι σημαντικές διότι προσδίδουν προστιθέμενη αξία σε επίπεδο Ε.Ε., δη­μιουργούν ίσους όρους ανταγωνισμού για τις Μ.Μ.Ε. και βελτιώνουν το νομικό και διοικητικό περιβάλλον σε ολόκληρη την Ε.Ε.. Ουσιαστικά η δεύτερη Αρχή του Small Business Act είναι “η εξασφάλιση ότι παρέχεται γρήγορα δεύτερη ευκαιρία στους έντιμους επιχειρηματίες σε περίπτωση πτώχευσης”. Τι συμβαίνει όμως σήμερα στη χώρα μας; Ο κύριος Φλωράς καταθέτει τη – δυσάρεστη – προσωπική του εμπειρία :

“Η κακή μου τύχη με έφερε σήμερα στο σημείο να είμαι και εγώ ένας από τους πολλούς επιχειρηματίες που κατέστησαν αφερέγγυοι. Θεωρώ ότι, πέραν πάσης αμφιβολίας, βρίσκομαι στην πλευρά των λεγόμενων έντιμων μικρομεσαίων που έπεσαν έξω. Και το λέω αδίστακτα διότι έχουμε το φαινόμενο επτά δικαστικές αποφάσεις να λένε ότι δεν έχω ευθύνη που έπεσε έξω η επιχείρησή μου αλλά ταυτόχρονα να μην μπορώ να ανοίξω ούτε περίπτερο. Και αυτό λόγω έλλειψης φορολογικής και ασφαλι­στικής ενημε­ρότητας. Άρα ζω από πρώτο χέρι τις δυσκο­λίες του ισχύοντος πτωχευτικού δικαίου. Ανέντιμος επιχει­ρη­ματίας που πτωχεύει δεν είναι αυτός που οφείλει αλλά αυτός που χρησιμοποίησε τα χρήματα της επιχείρησης για αλλότριους σκοπούς, π.χ. για προσωπικά έξοδα, είναι αυτός που ενώ είχε προβλήματα έκανε “παράξενες” πληρωμές (για να “ρίξει” τους δανειστές του), είναι γενικά αυτός που με ενέργειες απαράδεκτες για το επιχειρείν οδηγεί την επιχείρησή του στην πτώχευση. Στην Ελλάδα είναι τραγικό αυτό που συμβαίνει, το θέμα της δεύτερης επιχειρηματικής ευκαι­ρίας (πτωχευτική διαδικασία) το χειρίζονται αποκλειστικά οι νομικοί του Υπουργείου Δικαιοσύνης και όχι το Υπουργείο Ανάπτυξης. Αυτό συμβαίνει σε αντίθεση με ότι θα έπρεπε να συμβαίνει και σε αντίθεση με το τι ακολουθεί ο προηγμένος κόσμος και η Ευρωπαϊκή Επιτροπή”.

 

Η κυρία Καλαντζάκου συμφωνεί πως όταν όλες οι ενδείξεις συνηγορούν ότι μια πτώχευση είναι έντιμη και διαφανής θα πρέπει ο δημόσιος τομέας να έχει το θάρρος να δίνει στον επιχειρηματία ενημερότητα για το μέλλον, περιορίζοντας τις φορολογικές και ασφαλιστικές απαιτήσεις στην περιουσία που υπάρχει κατά τον χρόνο της πτώχευσης – και όχι σε εκείνη που αποκτάται από μεταγενέστερη δραστηριότητα. Στο ερώτημα πως μπορεί να επιτευχθεί νομικά ο διαχωρισμός των δόλιων χρεωκοπιών τονίζει πως αυτό δεν είναι πάντα εύκολο, αλλά όπως λέει:

“Μπορεί να επιτευχθεί με λογιστικό και οικονομικό έλεγχο, προς διακρίβωση αφενός μεν του εάν η απεικόνιση των συναλλαγών στα βιβλία της επιχείρησης ήταν ακριβής, αφε­τέρου του αν η περιουσία της επιχείρησης παραδόθηκε όλη στον σύνδικο της πτώχευσης και δεν υπήρξε αντικείμενο διασπάθισης ή και υπεξαίρεσης. Για να μπορεί να γίνει τέτοιος έλεγχος σε βάθος, θα πρέπει να περιοριστούν οι έλεγχοι σε επιχειρήσεις, των οποίων οι πιστωτές έχουν υπόνοιες λαθροχειρίας και κάποια στοιχεία που τις στηρίζουν. Αν ελέγχονται όλοι όσοι πτωχεύουν, το κόστος και ο χρόνος θα καταστήσουν τους ελέγχους τυπικούς..”

 

Οι τελευταίες κατευθυντήριες γραμμές της Κομισιόν υποδεικνύουν στα κράτη μέλη να συγκλίνουν τις διαδικασίες διάσωσης της επιχείρησης και μείωσης του χρόνου απαλλαγής στα 3 χρόνια το πολύ, με κάποιες εξαιρέσεις. Ο “Κανονισμός περί των διαδικασιών αφερεγγυότητας” της Ευρωπαϊκής Ένωσης είχε ξεκινήσει να εφαρμόζεται το 2002. Η κυρία Μίχου μας εξηγεί ποιο είναι έως σήμερα το ισχύον ευρωπαϊκό πλαίσιο στον τομέα της αφερεγγυότητας. “Ο κανονισμός περιέχει κανόνες σχετικά με τη διεθνή δικαιοδοσία, την αναγνώριση και το εφαρμοστέο δίκαιο και προβλέπει τον συντονισμό διαδικασιών αφερεγγυότητας που έχουν κινηθεί σε διάφορα κράτη μέλη. Ο κανονισμός αυτός εφαρμόζεται όταν ο οφειλέτης έχει εγκατάσταση ή πιστωτές σε άλλο κράτος μέλος. Τον Δεκέμβριο του 2012, η Ευρωπαϊκή Επιτροπή παρουσίασε μια δέσμη μέτρων για τον εκσυγχρονισμό αυτών των κανόνων περί αφερεγγυότητας. Στις 5 Φεβρουαρίου 2014, το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο ψήφισε υπέρ της πρότασης της Επιτροπής. Στις 6 Ιουνίου 2014, οι υπουργοί των κρατών μελών στο Συμβούλιο κατέληξαν σε συμφωνία που είναι σημαντικό βήμα για την υιοθέτηση του καινούργιου κανονισμού ώστε να γίνει νόμος. Τον Ιούλιο του 2013 η Ευρωπαϊκή Επιτροπή διενήργησε δημόσια διαβούλευση με θέμα μια ευρωπαϊκή προσέγγιση για την αποτυχία και την αφερεγγυότητα των επιχειρήσεων, θέλοντας να συγκεντρώσει απόψεις για σημαντικά ζητήματα όπως ο χρόνος που απαιτείται για την απαλλαγή από το χρέος, οι προϋποθέσεις κίνησης της διαδικα­σίας, οι κανόνες για τα σχέδια αναδιάρθρωσης και τα αναγκαία μέτρα για τις μικρομεσαίες επιχειρήσεις. Αρκετά κράτη μέλη έχουν ξεκινήσει τη διαδικασία αναθεώρησης της νομοθεσίας τους με στόχο να παράσχουν περισσότερες δυνα­τότητες διάσωσης στις επιχειρήσεις που βρίσκονται σε δυσχερή οικονομική θέση, να μειώσουν τις περιόδους απαλλαγής και να βελτιώσουν γενικότερα την αποτελεσματικότητα των πλαισίων που έχουν θεσπίσει για τις περιπτώσεις αφερεγγυότητας”.

 

Σύμφωνα με τον κύριο Φλωρά, στην Ελλάδα προπτωχευτικό δίκαιο υπάρχει μόνο για μεσαίες και μεγάλες επιχειρήσεις, το γνωστό Άρθρο 99, το οποίο όμως, όπως λέει, είναι εκτός πραγματικότητας, αφορά ελάχιστες επιχειρήσεις και, δυστυχώς, δεν αποτελεί λύση ακόμα και για αυτές που ακολουθούν τον δρόμο αυτό. Σημειώνει δε με απορία ότι “ένας εγκληματίας έγκλειστος στις φυλακές για βαριά αδικήματα, ισοβίτης, μπορεί να επιχειρήσει (μέσα από τις φυλακές) επειδή έχει φορολογική και ασφαλιστική ενημερότητα ενώ ο έντιμος που έπεσε έξω αδυνατεί!!”

Το αποτέλεσμα κατά τον ίδιο, είναι πως η συντριπτική πλειοψηφία των έμπειρων εργοδοτών είναι πλέον εκτός αγοράς με αδυναμία συνέχισης, αφού λόγω πτώχευσης αντιμετωπίζουν ανυπέρβλητα εμπόδια, καταδικάζονται σε “Ισόβια Δεσμά”. “Αν περιμένουμε άμεσα νέες θέσεις εργασίας από εργαζόμενους που θα γίνουν εργοδότες, “καθαρούς” εργοδότες που δεν “μολύνθηκαν” από την κρίση, νέους εργοδότες και πολυεθνικές τα αποτελέσματα θα είναι πολύ φτωχά για το άμεσο μέλλον”, προειδοποιεί.

 

Διαφορετική είναι η προσέγγιση της κυρίας Καλαντζάκου που υποστηρίζει ότι από νομική άποψη τα δύο θέματα δεν συνδέονται: “Το ποινικό αδίκημα κολάζεται με τη στέρηση της ελευθερίας, δεν επάγεται όμως – όχι πάντοτε τουλάχιστον – και την απώλεια της περιουσίας, όταν δεν συνδέεται με αυτήν”.

Χαρακτηρίζει μάλιστα επαρκές το νομοθετικό πλαίσιο στην Ελλάδα, αναφορικά με τη δυνατότητα των επιχειρήσεων να διακανονίσουν τα χρέη τους :

“Το νομοθετικό πλαίσιο υπάρχει και είναι επαρκές, καθώς η συμφωνία εξυγίανσης (που προϋποθέτει συναίνεση πιστωτών με πλειοψηφία 60% του συνόλου των χρεών της επιχείρησης) μπορεί και να περιορίζει τα χρέη και να προβλέπει μακρόχρονο διακανονισμό τους. Εάν η συμφωνία εκπληρωθεί από την επιχείρηση, απαλλάσσονται από τις ευθύνες και οι επιχειρηματίες. Το πρόβλημα στην πράξη δεν είναι νομικό, όσο οικονομικό: η εξυγίανση προσκρούει στην έλλειψη κεφαλαίων κίνησης για τη διατήρηση της επιχείρησης κατά το διάστημα διαπραγμάτευσης με τους πιστωτές της, αλλά και κατά το διάστημα αμέσως μετά τη σύναψη συμφωνίας με αυτούς. Η έλλειψη αυτή ματαιώνει την υλοποίηση των περισσότερων προσπαθειών εξυγίανσης και μεταβάλλει τη σχετική διαδικασία σε αγώνα των επιχειρηματιών να κερδίσουν χρόνο με την ελπίδα να ανακάμψουν οι εργασίες τους ή να εμφα­νισθεί επενδυτικό ενδιαφέρον. Από την άποψη αυτή, η αντιμετώπιση του προβλήματος εξαρτά­ται από την ικανότητα της ελληνικής οικονομίας να προσελκύσει επενδυτικά κεφάλαια, μέρος των οποίων θα διοχετευόταν και σε επιχειρήσεις υπό εξυγίανση. Προς τούτο, όμως, απαιτείται και ένα σχετικά ευνοϊκό και κυρίως σταθερό φορολογικό καθεστώς με μείωση όχι μόνο του φόρου επί των κερδών, αλλά κυρίως του Φ.Π.Α. και με κατάργηση των διαφόρων εκτάκτων εισφορών ή επιβαρύνσεων που τείνουν να θεσπίζονται με αναδρομική ισχύ”.

 

Ο κύριος Φλωράς κάνει λόγο για ανάγκη ριζικών αλλαγών και έχει επεξεργαστεί ο ίδιος συγκεκριμένη και εμπεριστατωμένη νομοθετική πρόταση, αφού μελέτησε το πτωχευτικό δίκαιο της Αγγλίας, του Hong Kong, του Βελγίου και της Ιρλανδίας που θεωρούνται τα πλέον αποτελεσματικά. Με την πρόταση αυτή : ορίζεται ακριβώς τι εστί Αφερεγγυότητα, δημιουργείται Οργανισμός Πτω­χεύσεων με έσοδο 3% από κάθε πτώχευση και με προσδιορισμό ανώτατου πλαφόν και δημιουργείται Μη­τρώο Αφερεγγυότητας το οποίο προβλέπει μεταξύ άλλων τη δημιουργία ενός mini – site για κάθε νέα διαδικασία αφερεγγυότητας όπου θα αναρτώνται όλα τα έγγραφα σχετικά και στο οποίο θα ανακοινώνονται δημοσίως οι σχετικές πληροφορίες. Το κυριότερο είναι όμως, όπως λέει ο ίδιος, ότι η πρότασή του προβλέπει πως: “Η απο­κατάσταση και εκκαθάριση οφειλών θα είναι μέγιστης χρονικής διάρκειας ενός έτους, εντός του οποίου θα γίνει η εκκαθάριση της πτωχευμένης επιχείρησης. Αν η εκκαθά­ριση ολοκληρωθεί νωρίτερα ανάλογα θα μειωθεί και η περίοδος αποκατάστασης.. Στην περίπτωση της έντιμης αφερεγγυότητας τα υφιστάμενα χρέη διαγράφονται δύο χρόνια μετά την έναρξη της αφερεγγυότητας της επι­χείρησης. Ο αφερέγγυος θα δίνει για διάστημα 2 ετών ποσοστό του εισοδήματός του της τάξεως του 25%-30% για τα χρέη του παρελθόντος. Στην συνέχεια όλα τα άλλα χρέη εξα­λείφονται. Εφόσον περάσει το διάστημα αποκατάστασης ο αφερέγγυος δεν έχει δικαίωμα να πάρει πίσω την επιχείρηση του που πτώχευσε. Σημαντικό είναι πως ο αποκλεισμός του πτωχευμένου έντιμου επιχειρηματία θα έχει μέγιστη διάρκεια ένα έτος, ενώ αποκλείονται οι με οποιοδήποτε τρόπο και από οποιονδήποτε “ισόβιες κυρώσεις” για τους έντιμους επιχειρηματίες. Αν ο σύνδικος της πτώχευσης κρίνει διαφορετικά (από τον αρχικό έλεγχο των στοιχείων της επι­χείρησης) ο χρόνος αυτός μπορεί να συντομευτεί, χωρίς ελάχιστο όριο. Ο σύνδικος της πτώχευσης εισηγείται σχετικά στον Οργανισμό των Πτωχεύσεων, με βάση του οποίου την απόφαση αίρονται οι σχετικοί αποκλεισμοί. Η απόφαση του Οργανισμού Πτωχεύσεων για το συγκεκριμένο αίτημα του συνδίκου εκδίδεται εντός 30 ημερών. Σε αδυναμία έκδοσης απόφασης εντός του συγκεκριμένου χρονικού διαστήματος τεκμαίρεται η απόφαση ως θετική. Ένα άλλο στοι­χείο είναι πως αν ο αφερέγγυος έχει πτωχεύσει και πάλι εντός των προηγούμενων 10 ετών καθίσταται ανέντιμος, αφού εξεταστούν οι ειδικοί λόγοι που τον οδήγησαν στην νέα πτώχευση. Αν οι λόγοι είναι επαρκείς για να εξηγήσουν την μη δόλια νέα πτώχευση τότε χαρακτηρίζεται ως έντιμος”.

 

Η κυρία Μίχου επισημαίνει πως εναπόκειται στην αρμοδιότητα των κρατών μελών να ορίσουν τα όρια μεταξύ έντιμου και ανέντιμου επιχειρηματία, καθώς στον διαχωρισμό αυτό υπεισέρχονται υποκειμενικά στοιχεία όπως η κακή πίστη τα οποία μπορεί να έχουν διαφορετικό περιεχόμενο από χώρα σε χώρα ανάλογα με τις πολιτιστικές και κοινωνικές αντιλήψεις που επικρατούν. Αναδεικνύει όμως τη μεγάλη σημασία που έχει για όλη την Ευρώπη η ταχύτητα που θα επιδείξει το κάθε κράτος στο ζήτημα της αφερεγγυότητας: “Εάν θέλουμε να επαναφέρουμε την εμπιστοσύνη στην Ευρώπη και την επιστροφή των επενδύσεων ειδικότερα στις χώρες που βαρύνονται από την κρίση, είναι πολύ σημαντικό να σκεφτούμε σοβαρά την επι­τάχυνση των διαδικασιών που συνδέονται με την αφερεγγυότητα, την εξασφάλιση των δανειστών, την προστασία των εργαζο­μένων αλλά και την πιθανή επιβίωση επιχειρήσεων που είναι βιώσιμες. Με γνώμονα την αποτελεσματικότερη απονομή της δικαιοσύνης, η Ευρωπαϊκή επιτροπή εργάστηκε σκληρά, το τελευταίο διάστημα και μεταξύ άλλων πρότεινε νομοθετήματα στην κατεύθυνση του εκσυγχρονισμού και της επιτάχυνσης των πτωχευτικών διαδικασιών. Δόθηκε έμφαση στην αναδιάρθρωση και όχι στην εκκαθάριση των βιώσιμων επιχειρήσεων. Η πείρα έχει δείξει ότι όσο νωρίτερα προβούν σε αναδιάρθρωση οι επιχειρήσεις που βρίσκονται σε δυσχερή θέση, τόσο μεγαλύτερες πιθανότητες επιτυχίας έχουν. Σε αυτή τη χρονική συγκυρία, είναι πολύ σημαντικό για την ανάπτυξη και την αγορά εργασίας να δοθεί μια δεύτερη ευκαιρία σε βιώσιμες επιχειρήσεις”.  

 

Ένας ακόμη βασικός λόγος για τις σημαντικότατες καθυστερήσεις της ελληνικής δικαιοσύνης είναι η πολυπλοκότητα συχνά απηρχαιωμένων διαδικασιών που στο τομέα της Πολιτικής Δικονομίας έχουν τεράστια σημασία για την επιχειρηματική δραστηριότητα. Η σχεδόν ανύπαρκτη χρήση της εξωδικαστικής διαμεσολάβησης είναι ένας εξίσου σημαντικός λόγος της δυσλειτουργίας του ελ­λη­νικού συστήματος απονομής δικαιοσύνης. Η κυρία Μίχου μας ενημερώνει πως “ο Κώδικας Πολιτικής Δικονομίας βρίσκεται στο τελικό στάδιο επεξεργασίας. Η μεταρρύθμιση αφορά τον Κώδικα στο σύνολό του. Οι σημαντικότερες διατάξεις της αναγκαστικής εκτέλεσης που συνδέονται άμεσα με το πτωχευτικό δίκαιο αναθεωρούνται με στόχο την απλοποίηση και την επιτάχυνση των διαδικασιών. Σαν πρότυπο έχουν χρησιμοποιηθεί οι καλύτερες διεθνείς πρακτικές και η Επιτροπή προσέφερε σημαντική τεχνική βοήθεια και εμπειρογνωμοσύνη. Η εξωδικαστική διαμεσολάβηση αποτελεί επίσης έναν ση­μαντικότατο πυ­λώνα για τον εκσυγχρονισμό του συστήματος απονομής δικαιοσύνης”.

Για το ίδιο θέμα η κυρία Καλαντζάκου πιστεύει πως “πρέπει να υπάρχει διάκριση ανάμεσα σε εκείνες τις υποθέσεις όπου υπάρχει αληθινή διαφωνία των διαδίκων είτε ως προς τα πραγματικά περιστατικά είτε ως προς την έννοια του νόμου από εκείνες όπου  απλώς γίνεται “μάχη καθυστέρησης” από μια επιχείρηση που χρωστάει και επιδιώκει μόνο να κερδίσει χρόνο. Στην πρώτη κατηγορία θα μπορούσε ίσως οι υποθέσεις να προσδιορίζονται κατά προτίμηση με απόφαση του δικαστή προσδιορισμού δικα­σίμου. Η εξωδικαστική διαμεσολάβηση μπορεί να έχει σημαντικά αποτελέσματα επιτάχυνσης, προϋποθέτει όμως να αποκτήσει μια “αίγλη” κατά την πρώτη περίοδο εφαρμογής της, ώστε να την εμπιστεύονται οι διάδικες επιχειρήσεις”.

 

Epsilon 7 www.epsilonnet.gr