tuv-iso-logo tuv-iso-27001-logo

Σκοτσέζικο ντους από τα φορολογικά έσοδα τον Ιανουάριο

Πάνω οι εισπράξεις ΦΠΑ από το γενικό πεδίο οικονομικών συναλλαγών, κάτω οι εισπράξεις ΦΠΑ από καύσιμα- τσιγάρα. Πάνω από οι ΕΦΚ από τα ενεργειακά προϊόντα, κάτω τα έσοδα από το φόρο ακινήτων. Αυτή είναι λίγο ως πολύ η εικόνα που βλέπει κανείς, διαβάζοντας τα αναλυτικά στοιχεία εκτέλεσης του Προϋπολογισμού, με βασικό στοιχείο την υπερκάλυψη του δημοσιονομικού στόχου, αλλά μέσω συγκράτησης των δαπανών.

Σύμφωνα με το ΓΛΚ, αύξηση έναντι του στόχου παρατηρήθηκε στις εξής κύριες κατηγορίες εσόδων:

α) ΦΠΑ λοιπών προϊόντων και υπηρεσιών κατά 93 εκατ. ευρώ ή 6,5%,

β) ΕΦΚ ενεργειακών προϊόντων κατά 10 εκατ. ευρώ ή 2,9%,

γ) Λοιποί φόροι επί συγκεκριμένων υπηρεσιών κατά 11 εκατ. ευρώ ή 9,8%,

δ) Φόροι κεφαλαίου κατά 10 εκατ. ευρώ ή 152,4%,

ε) Λοιπά τρέχοντα έσοδα κατά 35 εκατ. ευρώ ή 22,4%

Αντιθέτως, μειωμένα έναντι του στόχου την ίδια περίοδο ήταν τα έσοδα στις κάτωθι βασικές κατηγορίες:

α) ΦΠΑ στα πετρελαιοειδή και στα παράγωγα αυτών κατά 23 εκατ. ευρώ ή 12,5%,

β) ΕΦΚ καπνικών προϊόντων κατά 12 εκατ. ευρώ ή 6,5%,

γ) Φόροι με μορφή χαρτοσήμου κατά 11 εκατ. ευρώ ή 38,9%,

δ) Τακτικοί φόροι ακίνητης περιουσίας κατά 25 εκατ. ευρώ ή 7,5% (εκ των οποίων ΕΝΦΙΑ κατά 28 εκατ. ευρώ ή 8,4%),

ε) Λοιποί φόροι εισοδήματος κατά 32 εκατ. ευρώ ή 30.8%,

στ) Λοιποί τρέχοντες φόροι κατά 33 εκατ. ευρώ ή 18,2%,

ζ) Μεταβιβάσεις κατά 59 εκατ. ευρώ ή 47,3%,

η) Πωλήσεις αγαθών και υπηρεσιών κατά 35 εκατ. ευρώ ή 47,1%.

Όσον αφορά στο θέμα των επιστροφών φόρου, που “καίει” επιχειρήσεις κι ελεύθερους επαγγελματίες, τον πρώτο μήνα του έτους καταγράφεται απόκλιση 35 εκατ. ευρώ από το στοιχείο.

Συνολικά, καταγράφεται πλεόνασμα ύψους 729 εκατ. ευρώ, έναντι στόχου για πρωτογενές έλλειμμα 103 εκατ. ευρώ και πρωτογενούς πλεονάσματος 1,797 δισεκατ. ευρώ πέρσι, η οποία οφείλεται κυρίως στο ότι οι κρατικές δαπάνες ήταν μειωμένες κατά 767 εκατ. ευρώ. Ωστόσο κι αυτή η συγκράτηση είναι λογιστική, καθώς ενώ είχαν προβλεφθεί 982 εκατ. ευρώ για καταβολή αναδρομικών σε περίπτωση μη ολοκλήρωσης των πληρωμών εντός του 2018 τελικά πληρώθηκαν 321 εκατ. ευρώ.