tuv-iso-logo tuv-iso-27001-logo

Σχόλιο. 21.4.1967. Διδάγματα της ιστορίας

Το «Ποτέ πια Φασισμός» που φωνάζουν οι παλιές γενιές, δεν πρέπει ποτέ να χάσει το περιεχόμενό του

Η γνώση της ιστορίας είναι για κάθε λαό μια αστείρευτη πηγή οδηγών για το μέλλον του. Τόσο οι θετικές σελίδες της όσο και οι μελανές, διδάσκουν από τη μια την αισιοδοξία και την ανάταση για δύσκολες στιγμές και από την άλλη την αποφυγή λαθών που κόστισαν ακριβά στο λαό.

 

Η δικτατορία των συνταγματαρχών 1967- 1974, φαίνεται σήμερα μια μακρινή υπόθεση στις μελανές σελίδες της ιστορίας μας. Κάποιοι σκοπίμως θέλουν να την ξεχάσουμε, κάποιοι θέλουν να την αγιοποιήσουν, εκμεταλλευόμενοι τις αδυναμίες της αστικής δημοκρατίας και τα δικαιώματα που τους παρέχει και πατώντας στην κρίση που έχει βρει την χώρα μας.

 

Τίποτα από αυτά όμως δεν θα συμβεί αν οι νέοι μας διαβάζουν, μαθαίνουν διδάσκονται. Λαοί που ξέχασαν αυτό το καθήκον πολύ γρήγορα μπορεί να βρεθούν και πάλι σε φάσματα πολέμων, φασισμού, διάλυσης. Το ξέρουν καλύτερα αυτό λαοί όπως οι Γιουγκοσλάβοι και οι Ουκρανοί που φαντάστηκαν ότι ποτέ δεν θα επανέλθουν πόλεμοι και φασισμοί.

 

Σήμερα μάλιστα, η γνώση της ιστορίας για τον ελληνικό λαό, είναι πιο επιτακτική ανάγκη που τη θυμίζει έντονα η ανάδυση του φασιστικού φαινομένου και η δίκη μελών της Χρυσής Αυγής, η οποία υμνεί τη δικτατορία της 21ης Απριλίου.

 

Η δικτατορία των συνταγματαρχών ήταν μια κλασσική δικτατορία από αυτές που επέβαλλαν οι μεγάλες δυτικές δυνάμεις σε φίλια κράτη, προκειμένου να διασφαλίζουν είτε την τοπική επιρροή τους, είτε τα ευρύτερα γεωστρατηγικά τους σχέδια. Και τα δύο συνέτρεχαν στην περίπτωση της Ελλάδας.

 

Η ιστορία είναι γνωστή. Το πρωί της 21ης Απριλίου 1967 κινήθηκαν τα τανκς και οι στρατιωτικές δυνάμεις σε όλες τις μεγάλες πόλεις και κατέλαβαν τα δημόσια κτήρια και στην Αθήνα τα κυβερνητικά και την Βουλή. Κατέλυσαν το σύνταγμα και την δημοκρατία που υπήρχε και κατάργησαν την κυβέρνηση και όλα τα δημοκρατικά, συνδικαλιστικά και ατομικά δικαιώματα. Εφεξής θα κυβερνούσε μια στρατιωτική χούντα με βάση τη ρήση: «αποφασίζομεν και διατάσσουμε».

 

Ακολούθησαν σωρεία απαγορεύσεων, συλλήψεις, φυλακίσεις, εκτοπίσεις, βασανιστήρια χιλιάδων πολιτών ακόμη και πολλοί νεκροί, κατά κανόνα αριστερών και κομμουνιστών, για να μη μπορούν να οργανώσουν αντίσταση.

 

Οι τραγικές αλλά και ηρωικές στιγμές του λαού κατά την επτάχρονη δικτατορία είναι άπειρες και δεν μπορούν εδώ να περιγραφούν. Στεκόμαστε μόνο σε ορισμένα γεγονότα όπως η άρνηση των χιλιάδων εξόριστων να υποταχτούν, η ηρωική αντίσταση των βασανισμένων όπως του Αλέξανδρου Παναγούλη, του Μουστακλή, του Κάππου, η δολοφονία του Μανδηλαρά, οι κινητοποιήσεις των νέων και των φοιτητών, των αγροτών, των εργαζομένων, η εξέγερση του Πολυτεχνείου, οι δολοφονίες διαδηλωτών και τέλος η μεγάλη τραγωδία της Κύπρου που κατέληξε στη διχοτόμηση του νησιού και τελικά στην ανατροπή της χούντας στις 23 Ιουλίου 1974.

 

Ήταν τόσο ανάλγητη και αντιπατριωτικη η χούντα, ώστε όταν έγινε η εισβολή στην Κύπρο και ζήτησαν οι πολιτικοί κρατούμενοι να στρατευθούν για την πρώτη γραμμή χωρίς κανένα προαπαιτούμενο, αυτή τους ζήτησε πρώτα να αποκηρύξουν τις ιδέες τους και να αποδεχτούν τη δικτατορία και ύστερα να εξετάσει το αίτημα! Θύμισε με την πράξη της, την επανάληψη της ίδιας άρνησης του άλλου δικτατορικού καθεστώτος, το 1940, με την έναρξη του ελληνοϊταλικού πολέμου, που ανάγκασε πολλούς κρατούμενους να δραπετεύσουν από φυλακές και εξορίες και να πάνε κατευθείαν στο μέτωπο. Ήταν οι μετέπειτα οργανωτές της Εθνικης Αντίστασης.

 

Δυστυχώς, για όσους δεν μπόρεσαν να δραπετεύσουν και να περάσουν στην αντίσταση, το τότε δικτατορικό καθεστώς τους παρέδωσε στου Γερμανούς για να τους εκτελέσουν! Οι 200 της Καισαριανής που εκτελέστηκαν την Πρωτομαγιά του 1944, στο μνημείο των οποίων κατέθεσε στεφάνι ο Πρωθυπουργός κ. Α. Τσίπρας, μόλις ορκίστηκε,  ήταν στελέχη του Κομμουνιστικού Κόμματος που παρέδωσε τότε το καθεστώς της δικτατορίας στους Γερμανούς.

 

Το δίδαγμα είναι ένα: ποτέ δικτατορία που καταργεί τα δικαιώματα του λαού δεν μπορεί να φέρει ευτυχία, ελευθερία και δημοκρατία. Στο τέλος το δράμα ελλοχεύει.

 

Παρόμοιες μελανές σελίδες δεν πρέπει ποτέ να τις ξεχνάμε. Ας διδασκόμαστε για να μην επαναληφθούν. Το «Ποτέ πια Φασισμός» που φωνάζουν οι παλιές γενιές, δεν πρέπει ποτέ να χάσει το περιεχόμενό του.

 

Σ.Β.

 

 

Σκηνή στη Γυάρο, 5ος  Όρμος. Σκίτσο Γ. Φαρσακίδη

 

 

Απόσπασμα από αφήγηση κρατουμένου της χούντας (*):

 

Να ζήσω ή να πεθάνω;

 

«Λίγες μέρες μετά την άφιξή μας στη Γιούρα με φωνάζουν από τα μεγάφωνα, που στα κενά έπαιζαν παραδόξως Τζόαν Μπαέζ, να πάω στο «Τμήμα Ασφαλείας» του στρατοπέδου. Φώναξαν και άλλους νέους. Με περίμεναν σ’ ένα γραφείο μερικοί αγριεμένοι ασφαλίτες! Χωρίς περιστροφές μου είπαν ότι ήθελαν «να με σώσουν από τον… κομμουνισμό»! Με τράνταζαν, με απειλούσαν, με έσυραν και μου είπαν ότι, ως εδώ ήταν η ζωή μου ως «κομμούνι»! Κάρφωσαν ένα πιστόλι στον κρόταφο και ένας αξιωματικός φώναξε: «Τώρα όλα τελειώνουν με ένα «ναι» ή ένα «όχι». Αν πεις «ναι» σημαίνει θα κάτσεις φρόνιμα και φεύγεις ζωντανός αμέσως, πας στο σπίτι σου, στις γκόμενες στα γλέντια και τέρμα όλα! Αν πεις «όχι» φεύγεις ένα πτώμα σε φέρετρο με μια σφαίρα! Λέγε ρε… ναι ή όχι; Λέγε ρεεε!»

Η φωνή δεν έβγαινε. Νόμιζα ότι μετρούσα τις τελευταίες στιγμές της ζωής μου. Είπα, «τώρα δεν γλιτώνω»! Όπως το αίμα έφευγε από το κεφάλι, όλη η ζωή μου, που δεν είχε προλάβει να 18κταρίσει, πέρασε σαν αστραπή από μπροστά μου.

Μέσα μου ξέσπασε αστραπιαία μια μάχη. Το σώμα έλεγε να ζήσω με οποιοδήποτε κόστος. Η ψυχή μου έλεγε τέτοια ζωή τι να τη κάνω. Ο διχασμός στην απόλυτη μορφή του. Πάλη σκληρή σε δέκατα δευτερολέπτου… τώρα αποφασίζω, ζω ή πεθαίνω. Να προσκυνήσω να ζήσω… μα αν προσκυνήσω δε θα ζω… Όλα συμπιεσμένα σε κατάσταση τρόμου. Βρέθηκα σε απόγνωση, τα δευτερόλεπτα περνούσαν, οι ασφαλίτες ούρλιαζαν. Εγώ είχα πάψει πια να τους ακούω. Άκουγα μόνο τις εσωτερικές φωνές μου. Καλύτερα νεκρός είπα στο τέλος μέσα μου…

Κρύος ιδρώτας παντού, τα ρούχα βρεγμένα… Νόμισα πως «έφευγα»…

Ξαφνικά ξεστόμισα κομπιαστά ένα ξεψυχισμένο, άχρωμο «όχι»! Περίμενα να καταλάβω τα ελάχιστα χιλιοστά του χρόνου από το «μπαμ» μέχρι το απόλυτο μηδέν σαν εκρηκτική συμφωνία θανάτου. Δεν άκουσα τίποτα. Περίπου 100 χρόνια πέρασαν μέσα σ’ αυτές τις ελάχιστες στιγμές. Το αίμα έφυγε όλο από πάνω μου, χάθηκε. Κατάχλωμος ακούω ξανά τη φωνή: «μα, τι μ…κας είναι αυτός ρε! Προτιμά να πεθάνει!» Απομακρύνεται, βρίζει, κλωτσάει μια καρέκλα και μετά εμένα. Αρχίζει τις φωνές, το κήρυγμα, τις απειλές κουνώντας το πιστόλι. Μετά αποφορτίζεται. «Τη γλιτώνεις για την ώρα, δε γουστάρω να σε σκοτώσω εδώ ρε αλλά θα σε στείλω στρατοδικείο, και εκεί αν δεν «ανανήψεις» θα σε καταδικάσουν σε θάνατο»!

 

Γλίτωσα και η ζωή ξαναήρθε. Άκουγα κανονικά, έβλεπα κανονικά!

Αυτό το «ανανήψεις» το ήξερα από διηγήσεις των παλιών αριστερών και από τα βιβλία της Γιούρας και της Μακρονήσου που είχα διαβάσει στους Λαμπράκηδες. Σήμαινε ότι μπορεί να σε τυφλώσουν στα βασανιστήρια αλλά εσύ, αφού «ανανήψεις» και τους προσκυνήσεις μπορείς να δηλώσεις «περήφανος»: «Τώρα είδα το φως μου»!

Με σπρώχνουν έξω από το γραφείο και τρεκλίζω έτοιμος να πέσω. Μετά βίας κρατιέμαι και με λυγμούς έφτασα στη σκηνή μας. Νόμισα ότι πέθανα και ξαναζώ. Οι μεγαλύτεροι σύντροφοι με πήραν από κοντά γι’ αυτό που λέμε σήμερα «ψυχολογική στήριξη». «Τι έπαθ’ του πδούδι κι κλαίει;» ρώτησε περιπαικτικά ο Παπαθανάσης με εκείνη την ιδιόμορφη νιγριτινιά προφορά. Ο Μπάμπης ο Σαραντίδης σε άλλο μοτίβο γελώντας τρανταχτά φώναξε: «τώρα έγινες παλικάρι»! Ο μπάρμπα Λατινόπουλος κουνούσε το χέρι με ηρεμία σαν να έλεγε «ησύχασε, δεν είναι τίποτα». Ήταν μάστοροι στη ψυχολογία. Άρχισαν να το διακωμωδούν για να το πάρω αψήφιστα. Είπαν, σιγά το πράμα, αυτό θα συμβεί και άλλες φορές και να μη δίνω σημασία. Με προετοίμαζαν και για χειρότερα, κάνοντας πως «δεν είναι τίποτα! Ήξεραν πως έλεγαν και ψέματα αλλά ως μικρός χρειαζόμουν το ψέμα εκείνη τη στιγμή, ήταν βάλσαμο».

 

(*)Δημοσιεύτηκε στην εφημερίδα «ΚΑΘΗΜΕΡΙΝΟΣ ΠΑΡΑΤΗΡΗΤΗΣ» των Σερρών από 18 ως 23 Απριλίου 2008