tuv-iso-logo tuv-iso-27001-logo

Τι ισχύει για το Διάλειμμα των εργαζομένων

Γράφει η Σουζάνα Κλημεντίδη, Δικηγόρος-Συνεργάτης Ε.Ε.Α.


Με την καθιέρωση του νόμιμου ημερήσιου χρόνου εργασίας (8ωρο), επιδιώχθηκε και η παραχώρηση εκ μέρους των εργοδοτών, και διακοπών εργασίας (διαλειμμάτων), με σκοπό, πρωτίστως, την αναπλήρωση των σωματικών ή πνευματικών δυνάμεων που έχουν απολεσθεί κατά την εκτέλεση της εργασίας.

Σε συμμόρφωση με την Κοινοτική Οδηγία 93/104/ΕΚ, η Χώρα μας είχε εκδώσει το ΠΔ 88/99 υπό τον τίτλο «Ελάχιστες προδιαγραφές για την οργάνωση τού χρόνου εργασίας». Στο άρθρο 4 του ΠΔ 88/99 οριζόταν ότι όταν ο χρόνος ημερήσιας εργασίας υπερβαίνει τις έξι (6) ώρες, πρέπει να χορηγείται διάλειμμα τουλάχιστον 15 λεπτών, κατά τη διάρκεια του οποίου οι εργαζόμενοι δικαιούνται να απομακρυνθούν από την εργασία τους.

Προσφάτως με τον νέο νόμο 4808/2021 τροποποιήθηκε το άρθρο 4 παρ. 1 του Π.Δ. 88/99. Ειδικότερα, η διάταξη του άρθρου 56 του νέου Νόμου 4808/2021 υπό τον τίτλο «Ανάπαυση εργαζομένων – Τροποποίηση της παρ. 1 του άρθρου 4 του π.δ. 88/1999» προβλέπει ότι όταν ο χρόνος ημερήσιας εργασίας υπερβαίνει τις τέσσερις (4) συνεχόμενες ώρες, χορηγείται διάλειμμα κατ’ ελάχιστον δεκαπέντε (15) λεπτών και κατά μέγιστον τριάντα (30) λεπτών, κατά τη διάρκεια του οποίου οι εργαζόμενοι δικαιούνται να απομακρυνθούν από τη θέση εργασίας τους. Το διάλειμμα αυτό δεν αποτελεί χρόνο εργασίας και δεν επιτρέπεται να χορηγείται συνεχόμενο με την έναρξη ή τη λήξη της ημερήσιας εργασίας. 2. Οι τεχνικές λεπτομέρειες του διαλείμματος και ιδίως, η διάρκεια και οι όροι χορήγησής του, εφόσον δεν ρυθμίζονται από συλλογικές συμβάσεις εργασίας ή από την κείμενη νομοθεσία, καθορίζονται στο επίπεδο της επιχείρησης στα πλαίσια της διαβούλευσης μεταξύ του εργοδότη και των εκπροσώπων των εργαζομένων [ν. 1264/1982 «Για τον εκδημοκρατισμό του Συνδικαλιστικού Κινήματος και την κατοχύρωση των συνδικαλιστικών ελευθεριών των εργαζομένων» (Α’ 79)] ή των εκπροσώπων τους για θέματα υγιεινής και ασφάλειας των εργαζομένων [άρθρα 2 (παράγραφος 4) και 10 του π.δ. 17/1996] και σύμφωνα με την γραπτή εκτίμηση κινδύνου [άρθρο 8 (παράγραφος 1) του π.δ. 17/1996), στην οποία θα πρέπει να εκτιμώνται και οι κίνδυνοι που συνδέονται με την οργάνωση του χρόνου εργασίας. 3. Εργαζόμενοι, που απασχολούνται κατά πλήρες ημερήσιο, αλλά διακεκομμένο ωράριο για όλες ή μερικές ημέρες της εβδομάδας, δικαιούνται αναπαύσεως, ενδιαμέσως μεταξύ των τμημάτων του ωραρίου τους, που δεν μπορεί να είναι μικρότερη από τρεις (3) ώρες.

Βάσει του νέου νόμου 4808/2021 προϋπόθεση χορηγήσεως διαλείμματος είναι το να υπερβαίνει ο χρόνος ημερησίας εργασίας τις τέσσερις (αντί τις έξι που ίσχυε) ώρες. Δηλαδή, μειώνεται ο αριθμός ωρών μετά από τις οποίες οφείλεται διάλειμμα, από 6 σε 4 συνεχόμενες ώρες. Αν συνεπώς η απασχόληση είναι διαρκείας μέχρι 4 ωρών, δεν οφείλεται διάλειμμα, ενώ για μικρότερη των 4 ωρών απασχόληση δεν οφείλεται αναλογικώς μικρότερο διάλειμμα. Επιπλέον, ορίζεται εκτός από την ελάχιστη διάρκεια 15 λεπτών, και η μέγιστη 30 λεπτών. Επίσης, προβλέπεται ρητώς ότι το διάλειμμα δεν αποτελεί χρόνο εργασίας και δεν επιτρέπεται να χορηγείται συνεχόμενο με την έναρξη ή τη λήξη της εργασίας.  Επισημαίνουμε ότι το διάλειμμα, γενικώς, δεν αποτελεί χρόνο εργασίας (βλ. και ΑΠ 1087/08, ΔΕΝ 2009, σελ. 80 και ΕφΑθ 9298/03, ΔΕΝ 2005, σελ. 609), με αποτέλεσμα ο χρόνος λήξεως της ημερησίας εργασίας να παρατείνεται ανάλογα με τη διάρκεια του διαλείμματος, προκειμένου να συμπληρωθεί το συμφωνημένο ωράριο. Για παράδειγμα, εάν ένας εργαζόμενος εργάζεται επί οκτάωρο και λαμβάνει διάλειμμα διάρκειας 30 λεπτών, η ώρα ενάρξεως της εργασίας του θα είναι π.χ. στις 9.00 και η ώρα λήξεως στις 17.30.

Στο σημείο αυτό αξίζει να υπενθυμίσουμε ότι εξακολουθεί να ισχύει η ειδική ρύθμιση του Π.Δ.  398/94   για τους χειριζομένους οθόνες οπτικής απεικόνισης (ΔΕΝ 1995 σ. 390), σύμφωνα με την οποία «εφ’ όσον δεν είναι εφικτό να οργανώνεται η εργασία με τέτοιο τρόπο ώστε φυσιολογικά να μπορεί ο εργαζόμενος να την εναλλάσσει με άλλες μορφές εργασίας, είναι χρήσιμο να εξασφαλίζονται στον εργαζόμενο διαλείμματα εργασίας ανά δίωρο, ανάλογα με το είδος της εργασίας. Σε καμμιά περίπτωση τα διαλείμματα αυτά δεν πρέπει να συσσωρεύονται. Ο χρόνος απομάκρυνσης του εργαζομένου από την θέση εργασίας (είτε για διάλειμμα εργασίας, είτε για αλλαγή δραστηριότητας) μπορεί να είναι έως 15 λεπτά ανά δίωρο». Η ανωτέρω ειδική ρύθμιση αφορά, κατά το άρθρο 1, «όλες τις επιχειρήσεις, εκμεταλλεύσεις και εργασίες του ιδιωτικού και του δημοσίου τομέα, ανεξαρτήτως κλάδου οικονομικής δραστηριότητας στον οποίο κατατάσσονται». Βάσει της ανωτέρω ρυθμίσεως, στον χειριζόμενο ηλεκτρονικό υπολογιστή με οθόνη, αντί του ανωτάτου ορίου των 30 λεπτών διαλείμματος της γενικής ρυθμίσεως του Ν. 4808/21, μπορεί να οφείλονται (κατά το 8ωρο εργασίας) τρία 15λεπτα διαλείμματα, δηλαδή συνολικώς 45 λεπτά.

Τέλος, υπενθυμίζουμε ότι εξακολουθεί να ισχύει και η ειδική ρύθμιση για τα εμπορικά καταστήματα περιοχής τέως Διοικήσεως Πρωτευούσης (ΠΥΣ 10/88 – κύρωση με τον Ν. 1788/88 – ΔΕΝ 1988 σ. 116 και 745). Το ειδικό διάλειμμα 20 λεπτών, που μάλιστα θεωρείται ως χρόνος εργασίας, χορηγείται στους εργαζομένους όταν η λειτουργία των καταστημάτων περιλαμβάνει ολόκληρο το χρονικό διάστημα από 12 μ.μ. έως 4 μ.μ. (βλ. σχετική Αλληλογραφία στο ΔΕΝ 2018, τεύχος 1742 σ. 1358, Βλ. και ΔΕΝ 2018 σ. 1518 και 1605).